Ο Ευαγγελιστής και Απόστολος Ιωάννης, ήταν αδελφός του Αποστόλου Ιακώβου. Η οικογένεια του και ο ίδιος καταγόταν απ’ την Γαλιλαία και ήταν ψαράδες στο επάγγελμα. Ο πατέρας του λεγόταν Ζεβεδαίος και η μητέρα του Σαλώμη.
Ο Ιωάννης από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του στο ψάρεμα, καθώς και ο αδελφός του ο Ιάκωβος. Δεν είχε καμια μόρφωση ούτε έμαθε πολλά γράμματα. Άπλα ψάρευε, όπως τον δίδαξε ο πατέρας του.
Δεν είχε φίλους ούτε συναναστρεφότανε με μορφωμένους και σοφούς της εποχής εκείνης.
Νέος ακόμη, από αγάπη προς τον Θεό, πήγαινε συχνά στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού, για να ακούσει το κήρυγμα του Ιωάννου του Προδρόμου, του βαπτιστή, του οποίου έγινε μαθητής.
Ένα απόγευμα πού περπατούσε ο Ιησούς κοντά στην θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Ιωάννη να ψαρεύει και τον κάλεσε κοντά Του.
Εκείνος άφησε αμέσως τα δίχτυα του και το ψάρεμα και μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο τον ακολούθησε χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς να ρωτήσει το παραμικρό. Η θεϊκή δύναμη του Κυρίου τον κατέκτησε αμέσως.
Ο Ιωάννης, ο ταπεινός αυτός ψαράς, μετά την Ανάληψη του Κυρίου και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος έγινε μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο στύλος της Εκκλησίας.
Ο Ιωάννης λοιπόν αγάπησε πολύ τον Διδάσκαλο του και έδειχνε αφοσίωση και σεβασμό απέραντο, αλλά και αγαπήθηκε από τον Χριστό και έτυχε πολλών διακρίσεων.
Είχε την μεγάλη τιμή να συνοδεύσει τον Χριστό στο Θαβώριον Όρος για την Μεταμόρφωση και να ακούσει την θεϊκή φωνή την λέγουσαν: «Οὗτος ἔστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὤ ηὐδόκησα, αὐτοῦ ἀκούετε».
Και στον Μυστικό Δείπνο δίπλα στον Ιησού κάθισε ο Ιωάννης και διά την πολλή αγάπη, την οποίαν έτρεφε δι’ Αυτόν, τον ρώτησε: «Κύριε, τίς ἔστιν ὁ παραδιδούς σέ;»
Αλλά και όταν ο Ιησούς συνελήφθη από τους Ιουδαίους, τον ακολούθησε με πολύ θάρρος και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως. Και όταν σταυρώθηκε ο Κύριος, πάλιν παρίστατο μετά της Παναγίας της Μητέρας του Θεανθρώπου.
Αυτόν δε τον Ιωάννη, τον αγαπημένο Του μαθητή, επέλεξε ο Χριστός πάνω στον σταυρό, για να προστατεύσει την μητέρα Του, και η μεν Θεομήτωρ ήκουσε το «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου», ο δε Ιωάννης ήκουσε το «ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ιω. ΙΘ΄ 2627).
Ο Ιωάννης από της στιγμής εκείνης παρέλαβε την Παναγία και την οδήγησε στο σπίτι κοντά στην μητέρα του Σαλώμη και την φρόντιζε ακούραστα μέχρι της κοιμήσεώς της στο πεντηκοστό ένατο έτος της ηλικίας της.
Πόση μεγάλη τιμή για τον Ιωάννη να γίνει ο προστάτης της Παναγίας μας, της Μητέρας του Θεανθρώπου!
Δικαιολογημένα λοιπόν μας διαβεβαιώνει η Εκκλησία ότι ο ίδιος ο Ευαγγελιστής είναι αυτόπτης μάρτυρας των μεγάλων και συγκλονιστικών γεγονότων, πού περιγράφει στο Ευαγγέλιο του, τονίζοντας: «Οὗτος ἔστιν ὁ μαθητής ὁ μαρτύρων περί τούτων καί γράψας ταῦτα, καί οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἔστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ» (Ιω. ΚΑ΄ 24).
Έχουμε την διαβεβαίωση ότι πορεύθηκε μαζί Του στον Γολγοθά για την σταυρική θυσία και ότι όλες τις δύσκολες στιγμές στάθηκε κοντά στον Χριστό με πίστη και αφοσίωση και ποτέ δεν τον αρνήθηκε.
Ο Ιωάννης μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος γίνεται πάνσοφος. Κηρύττει τον λόγο του Θεού στα Ιεροσόλυμα και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου στέλλεται από την Εκκλησία στην Ασία με κέντρο την Έφεσο και διδάσκει την Χριστιανική πίστη, σύμφωνα με την παράδοση, σ’ έναν λαό άγριο.
Το φλογερό του κήρυγμα, το σάλπισμα της διδασκαλίας του Χριστού, συνάντησε σφοδρή αντίδραση, γιατί τα Χριστιανικά του κηρύγματα ήσαν κόντρα στις σατανικές πλάνες.
Εκεί όπου παλιά φιλοσοφούσαν οι δαιμονόπληκτοι ειδωλολάτρες, πάλεψε πολύ, αλλά αποδείχτηκε φοβερός εχθρός των δαιμόνων. Εξαφάνισε το σκοτάδι και κυρίευσε την ακρόπολη των ειδωλολατρών εξιστορώντας κάθε μέρα και κάθε στιγμή την επίγεια ζωή του Ιησού Χριστού, την σταυρική Του θυσία και την Ανάσταση Του, σε όσους ήθελαν να τον ακούσουν.
Έτσι η ειδωλολατρία έσβησε, και επικράτησε η φιλοσοφία του ψαρά και η δύναμις της Εκκλησίας, η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, πού έστειλε ο Ουράνιος Πατέρας και ανέδειξε τους αλιείς, πανσόφους.
Στην Πάτμο
Ο Ιωάννης κάποια μέρα οδηγήθηκε αλυσοδεμένος στην Πάτμο. Βρέθηκα εξόριστος στην Πάτμο, λέγει ο ίδιος, εξαιτίας του λόγου του Θεού, τον οποίον κήρυττα, και για την μαρτυρία του Ιησού Χριστού, διότι παρουσίαζα τον Ιησού Χριστό στους ανθρώπους (Αποκ. Α΄ 9).
Ο ιστορικός Ευσέβιος τοποθετεί την εξορία αυτή κοντά στο 14ον έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Δομετιανού, το 94 ή το 95 μ.Χ..
Αλλά και στην Πάτμο ο φλογερός Ιωάννης δεν σταμάτησε την δράσι του, συνέχιζε το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου ακολουθώντας τα ίχνη του Κυρίου.
Εκεί κατέλυσε στο σπίτι ενός καλού ανθρώπου του Μύρωνος. Αυτόν και την οικογένεια του τους έκανε σύντομα Χριστιανούς. Το σπίτι του Μύρωνος αποτέλεσε την πρώτη κατ οίκον εκκλησία.
Το κήρυγμά του, ο ζεστός λόγος του κέρδιζε καθημερινά ψυχές και πολλοί απ’ αυτούς βαπτίζονταν. Στην παραλία της Πάτμου γίνονταν οι βαπτίσεις και σώζονται εκεί μέχρι σήμερα περιφραγμένα ερείπια του βαφτιστηριού του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστή. Εκεί σ’ αυτόν τον αγιασμένο χώρο, βαπτίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι και έγιναν στρατιώτες του Χριστού.
Συγγραφή της Αποκαλύψεως
Ο Ευαγγελιστής ευρισκόμενος στην Πάτμο εξόριστος, μέσα σε ένα Σπήλαιον, πού σώζεται μέχρι σήμερον και λέγεται Ιερόν Σπήλαιον ή Σπήλαιον της Αποκαλύψεως, έλαβε την Αποκάλυψη.
Του την έδωσε ο ίδιος ο Θεός με οράματα, πού έβλεπε μπροστά στα μάτια του, ωσάν να έβλεπε εικόνες όπως σε κινηματογραφική ταινία, το μέλλον της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας. Έλαβε ο Ιωάννης την Αποκάλυψη από τον Θεό και την έγραψε όχι μόνον διά τον εαυτό του, αλλά διά τους πιστούς της Εκκλησίας όλων των αιώνων.
Είναι η Αποκάλυψις σαν μια επιστολή, μια εγκύκλιος, πού την στέλλει ο Θεός στις επτά Εκκλησίες της Μικράς Ασίας και δι’ αυτών σε ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού όλων των αιώνων.
Η Αποκάλυψις είναι το μόνον προφητικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Ο ίδιος ο Ιωάννης την ονομάζει καθαρά προφητεία. Μακάριος, λέγει ο αναγινώσκων τους λόγους της προφητείας (Αποκάλ. Α΄ 3), περιγράφει δηλαδή αυτά πού πρόκειται να γίνουν.
Σ’ αυτό το βιβλίο βλέπουμε τον πόλεμο του σατανά κατά των οπαδών του Χριστού, αλλά και τον θρίαμβο της Εκκλησίας του Χριστού. Φαίνεται ο διωγμός των πιστών υπό των αντίχριστων, αλλά και η τιμωρία των αποστατών.
Φαίνεται επίσης καθαρά η προστασία των ανθρώπων του Θεού. Όλοι οι πιστοί, πού βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία, παρ όλα τα βάσανα και τους διωγμούς θα βγουν στο τέλος νικητές.
Βλέπουμε φυσικές αναστατώσεις, πού θα γίνουν στον ουρανό, στον ήλιο, στην θάλασσα. Βλέπουμε λιμούς και λοιμούς και σεισμούς κατά τόπους, για τα οποία ομιλεί ο Κύριος (Ματθ. 24 και Λουκά 21) και τα οποία θα συμβούν κατά τις τελευταίες ημέρες του κόσμου.
Έκτος από την Αποκάλυψη έγραψε ο Ιωάννης τις τρεις Καθολικές Επιστολές και το Ευαγγέλιο. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι ο Ιωάννης έγραψε στην Ελληνική γλώσσα, πού για μας τους Έλληνες αποτελεί μεγάλη τιμή.
Η Συγγραφή του Ευαγγελίου
Τελευταίος απ’ όλους τους Ευαγγελιστές ο Ιωάννης και με προτροπή των πολυαρίθμων μαθητών και ακροατών του έγραψε το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο στην Έφεσο, εκεί όπου εκοιμήθη σε βαθιά γεράματα.
Η όμορφη ψυχή του και το διαυγές πνεύμα του χαριτώνονται από το Άγιο Πνεύμα, και αποκτά μίαν γλυκύτητα και μια σωφροσύνη.
Μέσα του ζούσε η φύσις της Χριστιανικής αγάπης, η οποία συνδυαζόταν με το συναίσθημα της πίστεως, πού γινόταν μαχητική, όταν το απαιτούσε το καθήκον. Και «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Ιω. Δ΄8). Η αγάπη και η πίστης είχαν γίνει στο είναι του μέτρο και γνώμη για τον ορισμό της αγιότητος.
Όλες αυτές οι διδασκαλίες, πού άκουσε από τον Χριστό, έγιναν μέσα του κέντρο αγνότητας της ανθρώπινης ψυχής του με την συναίσθηση και την λειτουργία του πνεύματος του, ώστε να κατανοήσει όλες τις ιδέες και τα νοήματα για την συγγραφή του Ευαγγελίου, πού είναι μια θερμή έκφρασης αγάπης και προθυμίας.
Είναι βαθύ και θεολογικό στο περιεχόμενο του γι’ αυτό ονομάζεται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και Θεολόγος.
Ο Ιωάννης κατενόησε όσον ουδείς άλλος πόσον αξίζει η αρετή της αγάπης, και στο Ευαγγέλιο του και στις επιστολές του παντού περί αγάπης ομιλεί. Σε όλα τα κηρύγματά του έλεγε: «Τεκνία ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», όλο για την αγάπη κήρυττε, γιατί η αγάπη είναι η βάσις και η συνισταμένη όλων των αρετών.
Και την αγάπη ο Ιωάννης την απέκτησε με κόπο και με αγώνα, διότι από μικρός ήτο φύσις ζωηρά, γι’ αυτό ο Κύριος τον ονόμασε βουνεργές (Μάρκ. Γ΄ 17), δηλαδή υιό βροντής, παιδί του κεραυνού, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Και όμως, δάμασε την ζωηρή αυτή φύση και τον ευέξαπτο χαρακτήρα, και απέκτησε τόσην αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους, όσον ουδείς άλλος, γι’ αυτό και ονομάσθηκε και μαθητής της αγάπης.
Με την αγάπη λοιπόν ο Ιωάννης νίκησε τις δυσκολίες, πού συνάντησε στις μακρινές χώρες, τα βάσανα πού υπέφερε απ’ τους ασεβείς, τους κατατρεγμούς, τούς ξυλοδαρμούς και τις φυλακές, με την αγάπη, αλλά και με την ενίσχυση του ίδιου του Θεού.
Το είπε ο ίδιος ο Χριστός σε όλους τους Αποστόλους, πριν αναληφθεί στους ουρανούς: «Καί ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἴμι πάσας τάς ἡμέρας», Άρα κι εμείς οι Χριστιανοί ως μαθητές του μαθητού του Χριστού πρέπει να έχουμε οδηγό και όπλον και στήριγμά μας την αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Και αν δεν έχουμε αληθινή αγάπη μέσα μας, να την ζητήσουμε από τον Θεό με προσευχή και εκείνος θα μας την δώσει.
Την 8η Μαΐου
Στίχος
Οὐ βρῶσιν, ἀλλὰ ῥῶσιν ἀνθρώποις νέμει
Τὸ τοῦ τάφου σου μάννα, μύστα Κυρίου.
Ὀγδοάτῃ τελέουσι ῥοδισμὸν βροντογόνοιο.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος β΄.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῶ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ρύσαι λαόν ἀναπολόγητον δέχεται σέ προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στηθεῖ καταδεξάμενος, ὄν ἱκέτευε Θεολόγε, καί ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδᾶσαι, αἰτούμενος ἠμίν εἰρήνην, καί τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Αὐτομελόν
Τά μεγαλεία σου, Παρθένε, τίς διηγήσεται; βρύεις γάρ θαύματα, καί πηγάζεις ἰάματα, καί πρεσβεύεις ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν, ὡς Θεολόγος καί φίλος Χριστοῦ.
Ἕτερον. Ἦχος γ΄. Ἡ παρθένος σήμερον
Προσπεσῶν Ἀπόστολε, τοῦ Διδασκάλου τῷ στήθει, ἐξ αὐτοῦ ἀντλήσας δέ, θεολογίας τά ρεῖθρα, ἅπασαν, τήν οἰκουμένην τερπνῶς ἀρδεύεις, νάμασι, τοῖς ζωηφόροις καί ἀθανάτοις, διό χαῖρε σοί βοῶμεν, ὤ Ἰωάννη, θεολογίας πηγή.
Μεγαλυνάριον
Ὡς ἠγαπημένος τῷ Ἰησοῦ, τῆς θεολογίας, ἐμυήθης τόν θησαυρόν ὅθεν Ἰωάννη, Ἀπόστολον θεοπτην, καί μύστην τῶν ἀρρήτων, σέ μεγαλύνομεν.
Ἕτερον μεγαλυνάριον
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σός τάφος ὁ εὐαγής, βρύει γάρ τῷ κόσμω, ὡς μάννα ψυχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεοσδοτον.