Τρίτος και τελευταίος βασιλιάς του ενωμένου βασιλείου του Ισραήλ, βασίλευσε μετά το Σαούλ και το Δαβίδ. Ήταν ο δεύτερος γιος του Δαβίδ από τη Βηρσαβεέ (Βηθσαβεέ), πρώην σύζυγο του Ουρία (Β’ Βασιλέων 12,24).
Το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει “ειρηνικός”, ενώ ονομάστηκε από το Νάθαν Ιεδιδίας, δηλαδή “αγαπημένος του Κυρίου” (Β’ Βασιλέων 12,24-25). Ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ στα 972 π.Χ. και βασίλεψε επί 40 χρόνια.
Έγινε βασιλιάς μετά από παραίνεση της μητέρας του και του προφήτη Νάθαν, και τον έχρισε ο ιερέας Σαδώκ στη Γιών κατ’ εντολή του πατέρα του, την εποχή που ο αδερφός του Αδωνίας είχε ανακηρυχθεί βασιλιάς (Α’ Βασιλέων κεφ. 1).
Έγραψε 3.000 παροιμίες, 1005 τραγούδια (Α’ Βασιλέων 4,32 ή 5,12) και δύο ψαλμούς (72, 127). Έψαξε και βρήκε αρκετές παροιμίες τις οποίες αφού μελέτησε ποιες από αυτές ήταν αληθινές και σωστές τις κατέγραψε με τα καλύτερα λόγια (Εκκλησιαστής 12,9-10).
Τα βιβλία Άσμα Ασμάτων, Παροιμίες και Εκκλησιαστής αποδίδονται στο Σολομώντα και αποτελούν πηγή για τη ζωή και το έργο του. Ο Σολομών έλαβε επιμελημένη ανατροφή προκειμένου να διαδεχθεί τον πατέρα του.
Όταν όμως ο πρωτότοκος Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και φονεύθηκε, ο Δαυίδ κατά το τέλος της βασιλείας του όρισε τον Ιεδιδία διάδοχο ονομάζοντάς τον Σολομώντα (που σημαίνει Ειρηνικός).
Ο Σολομών αφού αποκατέστησε γρήγορα την τάξη από την ανταρσία του παραγκωνισμένου μεγαλύτερου αδελφού, οργάνωσε το κράτος με συγκεντρωτισμό και απολυταρχικό σύστημα και βασικό άξονα δράσης τη στρατηγική σύναψης συμμαχιών και εμπορικών συμφωνιών.
Συνεργαζόμενος με του Φοίνικες συγκρότησε μεγάλο εμπορικό στόλο, ώστε άρχισε εντατικό εμπόριο με μακρινές χώρες αποκομίζοντας τεράστια πλούτη.
Στη συνέχεια ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την Αίγυπτο όπου και νυμφεύθηκε την κόρη του Φαραώ, της οποίας το όνομα δεν μνημονεύει η Βίβλος και η οποία για τον γάμο της πήρε ως προίκα την πόλη Γεζέρ, που είχε καταλάβει ο Φαραώ από τους Χαναναίους (Α’ Βασιλέων 3,1. 9,15-17).
Κατά την παράδοση κάποτε ο Σολομών είδε σε όνειρο τον Κύριο ο οποίος τον ρώτησε τι θα προτιμούσε να του χαρίσει, δόξα πλούτη ή σοφία;
Και ο Σολομών απάντησε Σοφία και εξ αυτού ο Θεός ευχαριστημένος από την επιλογή, του χάρισε και τα τρία, πλούτη από το εμπόριο, δόξα από τους λαούς της εποχής του αλλά και πολλή σοφία.
Η σοφία του ήταν τέτοια που ήταν ο σοφότερος όλων των ανθρώπων και η φήμη του μάλιστα έφτασε σε όλα τα γύρω έθνη (Α’ Βασιλέων 4,30-34).
Η φήμη του είχε φτάσει στα πέρατα του κόσμου. Περιθρύλητη έμεινε η επίσκεψη της Βασίλισσας του Σαββά όταν τον επισκέφθηκε με πολύ μεγάλη συνοδεία προσφέροντάς πολύτιμα δώρα, υφάσματα, πολύτιμες πέτρες, χρυσάφι κι αρώματα (Α’ Βασιλέων 10,1-13).
Δείγμα της σοφίας του αποτελεί η απόδοση δικαιοσύνης στην περίφημη εκείνη δίκη των δύο γυναικών που διεκδικούσαν το ίδιο παιδί όπου στην απόφασή του περί διαμελισμού του παιδιού η πραγματική μητέρα παραιτήθηκε της διεκδίκησης (Α’ Βασιλέων 3,16-28).
Η αγάπη του για το Θεό αλλά και η επιθυμία του πατέρα του Δαβίδ για την ανοικοδόμηση του Ναού του Θεού, είχε ως αποτέλεσμα να κατασκευάσει ένα μοναδικό και άκρως επιβλητικό ναό.
Τα σχέδια τα είχε πάρει από τον πατέρα του (Α’ Παραλειπομένων 29,11-19), ο οποίος είχε μαζέψει αρκετά πολύτιμα υλικά για το σκοπό αυτό (Α’ Βασιλέων 7,51, Α’ Παραλειπομένων 22,2-5 και 29,1-9).
Συμμάχησε με το βασιλιά της Τύρου Χειράμ (Χιράμ), ο οποίος του προμήθευε ξυλεία για τις κατασκευές (Α’ Βασιλέων 5,15-26, Α’ Παραλειπομένων 17,4-6).
Η ανοικοδόμηση του άρχισε τον τέταρτο χρόνο της βασιλείας του ή 480 χρόνια μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Οι εργασίες κράτησαν 7 χρόνια, ενώ η τελετή των εγκαινίων μετά την αποπεράτωσή του ήταν εντυπωσιακή.
Στην τελετή ο Σολομώντας έβγαλε λόγο, κατόπιν προσευχήθηκε στον Κύριο και πρόσφερε θυσία 22.000 βοδιών και 100.000 χιλιάδων προβάτων (Α’ Βασιλέων κεφ. 8). Η Κιβωτός του Διαθήκης μεταφέρθηκε από τους ιερείς, από τη Σιών στα Άγια των Αγίων.
Ο Θεός του υποσχέθηκε ότι θα ευλογούσε αυτόν και τους διαδόχους του εάν έμεναν πιστοί σ’ Αυτόν (Α’ Βασιλέων 9,1-9).
Με τα πλούτη που συγκέντρωσε ο Σολομών εκτέλεσε πλήθος έργων όπως συγκοινωνιακά, καλλωπισμού και ανέγερσης κτιρίων. Εκτός από το Ναό, κατασκεύασε και μεγαλοπρεπές παλάτι του οποίου η ανοικοδόμηση κράτησε 13 χρόνια.
Κατασκεύασε τρεις δεξαμενές για την ύδρευση της Ιερουσαλήμ (Εκκλησιαστής 2,6). Έχτισε επίσης πολλές πόλεις (Α’ Βασιλέων 9,17-19).
Με τη βοήθεια του βασιλιά Χειράμ στο λιμάνι Εσιών-γάβερ δημιούργησε έναν μεγάλο εμπορικό στόλο (Α’ Βασιλέων 9,26-28 και 10,22, Β’ Παραλειπομένων 8,18). Οργάνωσε το βασίλειο του και όρισε ιερείς, άρχοντες και άλλους αξιωματούχους (Α’ Βασιλέων 4,1-6).
Διόρισε 12 σιτάρχες, ο καθένας ήταν υπεύθυνος για μια ορισμένη περιοχή και για έναν μόνο μήνα το χρόνο (Α’ Βασιλέων 4,7-19). Επίσης οργάνωσε και εξόπλισε σημαντικά το στρατό του (10,26-28, Β’ Παραλειπομένων 1,14, 9,25).
Επί των ημερών ο λαός ευημερούσε (Α’ Βασιλέων 4,20). Δημιούργησε ένα ισχυρό και πλούσιο βασίλειο που η φήμη ήταν γνωστή παντού (Α’ Βασιλέων 10,23-25).
Στα τελευταία όμως χρόνια λόγω της πνευματικής του κατάπτωσης και των λανθασμένων επιλογών που ακολούθησαν, έφεραν το βασίλειο στο χείλος του γκρεμού, κάτι που συνέβη όταν ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του Ροβοάμ.
Ζούσε με χλιδή σε μεγαλοπρεπή ανάκτορα και οι πολλοί γάμοι του και οι γυναίκες στις οποίες προσκολλήθηκε (Α’ Βασιλέων 11,1-2), τελικά τον οδήγησαν στην αποστασία από το Θεό, κάτι που αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Αγία Γραφή.
Απέκτησε 700 γυναίκες και 300 παλλακίδες (Α’ Βασιλέων 11,3), οι οποίες ήταν ειδωλολάτρισσες (Α’ Βασιλέων 11,1-2).
Και μάλιστα χάριν των αλλοεθνών παλλακίδων έκτισε και ειδωλολατρικούς ναούς στην κορυφή του όρους των Ελαιών που είχε ονομασθεί και όρος του Σκανδάλου, επειδή και ο ίδιος ο Σολομών τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς ειδωλολατρών. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει η κρίση του Θεού.
Η ειρηνική διακυβέρνηση είχε αρχίσει να βρίσκεται στο τέλος της.
Οι βαριές φορολογίες και οι αγγαρείες που επέβαλλε για την εκτέλεση των μεγάλων έργων εξήγειραν την αγανάκτηση του λαού κατά τα τελευταία χρόνια της Βασιλείας όπου στο κράτος του σημειώθηκαν μεγάλες αποστασίες με αποτέλεσμα μετά τον θάνατό του το περισπούδαστο Ιουδαϊκό κράτος να διασπασθεί, να παρακμάσει και τελικά να καταρρεύσει.
Ο Σολομώντας βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ για 40 χρόνια και όταν πέθανε το 931 π.X. τον έθαψαν στην πόλη Δαβίδ, δηλαδή την Ιερουσαλήμ (Α’ Βασιλέων 11,43). Τον διαδέχθηκε ο γιος του Ροβοάμ, τον οποίο απέκτησε από τη Νααμά, στη βασιλεία του οποίου έγινε και η διαίρεση του βασιλείου του Ισραήλ.