Αυτός ο μεγάλος φωστήρας και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος, καταγόταν από την μεγαλόπολη Αντιόχεια, υιός όντας γονέων ευσεβών· ο πατέρας του ήταν ο αρχιστράτηγος Σεκούνδος, η δε μητέρα του η Ανθούσα.
Αμέσως λοιπόν από την αρχή της ζωής του πολλή αγάπη και έρωτα είχε ο Άγιος αυτός στους λόγους και στα μαθήματα.
Γι’ αυτό και σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε κάτοχος όλης της σοφίας των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινε διάσημος στην λογική και ρητορική τέχνη και σε κάθε επιστήμη.
Έτσι για την πρόοδο και την αρετή του από μεν τον Άγιο Μελέτιο, τον Πατριάρχη Αντιοχείας, έγινε κληρικός δηλαδή Αναγνώστης, ενώ από τον Αντιοχείας Φλαβιανό έγινε Διάκονος και Πρεσβύτερος.
Πολλούς λόγους συνέταξε ό χρυσός του κάλαμος, σχεδόν περισσότερο από εκατό στον αριθμό, τόσο περί μετανοίας, όσο και περί της ευκοσμίας και καταστάσεως των ηθών. Και ολόκληρη σχεδόν τήν θεόπνευστη Γραφή ερμήνευσε.
Και όταν ο Νεκτάριος, ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, «εκοιμήθη εν Κυρίω», τότε με την απόφαση των Επισκόπων και με την προσταγή του βασιλέως Αρκαδίου κλήθηκε ο μακάριος αυτός Ιωάννης από την Αντιόχεια και έγινε κανονικά Πατριάρχης της βασιλίδος των πόλεων.
Και τόσο πολύ παρέδωσε ο αοίδιμος τον εαυτό του στην άσκηση και στην εγκράτεια, ώστε έτρωγε μόνο τον χυλό του κριθαριού. Και πάλι από αυτόν δεν χόρταινε, αλλά λίγο μόνο έτρωγε.
Και ο ύπνος του ήταν λίγος και κοιμόταν όχι επάνω σε κλίνη αναπαυόμενος, αλλά στεκόμενος όρθιος και βασταζόμενος από σχοινιά. Και όταν κουραζόταν πολύ, τότε καθόταν λίγο.
Τότε και περισσότερο ασχολείτο και παραδόθηκε ολόψυχα ο θείος Πατήρ στις ερμηνείες των θείων Γραφών και στις διαλέξεις και διδασκαλίες, με τις οποίες πολλούς έφερε σε θεογνωσία και μετάνοια.
Τόση υπερβολική φιλανθρωπία είχε στους πτωχούς και σε όσους είχαν ανάγκη ο μιμητής του Χριστού, ώστε έγινε και στους άλλους τύπος και παράδειγμα φιλοπτωχείας.
Γι’ αυτό και με τους λόγους στην Εκκλησία δίδασκε όλους τους Χριστιανούς να αγαπούν και να εργάζονται την αρετή αυτή της φιλοπτωχείας, να απέχουν όμως από την πλεονεξία.
Όποτε, για την αιτία αυτή, αρχικά προσέκρουσε στην βασίλισσα Ευδοξία και έγινε με αυτήν εχθρικός. Διότι αυτή άρπαξε τον αμπελώνα μιας χήρας, που λεγόταν Καλλιτρόπη, η οποία διαμαρτυρόταν ζητώντας την περιουσία της.
Ο Άγιος την συμβούλευε να μη κρατά το ξένο πράγμα. Και επειδή εκείνη δεν επείθετο, γι’ αυτό την έλεγχε και την παρομοίαζε ο Άγιος με το παράδειγμα της Ιεζάβελ. Τότε η Ευδοξία αγριεύοντας ως θηρίο, κατέβασε τον Άγιο από τον θρόνο του.
Αρχικά μόνη της, ύστερα όμως με τους Επισκόπους εκείνους, οι οποίοι ακολουθούσαν περισσότερο τις εξουσίες και αξιώσεις των αρχόντων, που είχαν διάφορα αξιώματα, παρά την ευσέβεια και τους θείους νόμους. Έπειτα πάλι αποκαταστάθηκε ο Άγιος στον θρόνο του.
Τελευταία εξορίστηκε ο Άγιος στην Κουκουσό της Αρμενίας. Και εκεί, αφού υπέμεινε θλίψεις πολλές και πολλούς άπιστους επέστρεψε στην θεογνωσία, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού, κατά το έτος 402.
Ο δε αναλυτικός Βίος του Αγίου γράφει, ότι μετά την κατάβαση από τον θρόνο και την εξορία του θείου Πατρός, όσοι Επίσκοποι συνήργησαν σ’ αυτήν, όλοι βασανίστηκαν πρώτα από τον Θεό με φοβερές και πολλές ασθένειες και έπειτα πέθαναν.
Η δε Ευδοξία πρώτη έπαθε αυτές τις ασθένειες επειδή πρώτη αυτή παρανόμησε και έγινε πρόξενος απώλειας και στους Επισκόπους. Λένε ακόμη, ότι μετά τον θάνατό της για να αποδειχθεί η αδικία που έκανε στον μέγα Χρυσόστομο, ο τάφος της σειόταν και έτρεμε για διάστημα τριάντα δυο ολόκληρων ετών.
Και όταν μεταφέρθηκε το λείψανο του Αγίου στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε, όπου τώρα είναι, τότε και ο τάφος εκείνης σταμάτησε και πλέον δεν έτρεμε.
Πρέπει να γνωρίζουμε, ότι η αγία κοίμηση του θείου Χρυσοστόμου έγινε κατά την 14η του Σεπτεμβρίου μηνός, όταν τελείται η του Τιμίου Σταυρού Ύψωσις. Μετατέθηκε όμως αύτη στην σημερινή ήμερα, όπως νομίζω, για να ψάλλεται ή Ακολουθία της, όπως γράφεται στον χειρόγραφο Συναξαριστή.
Δεν μπορώ εδώ να αποσκοπήσω εκείνο το γεγονός το οποίο προξενεί έναν μεγάλο και ξεχωριστό έπαινο σ’ αυτόν τον χρυσό Άγιο, όπως το διηγείται στον αναλυτικό του Βίο ο Ανώνυμος συγγραφέας.
Ο Αδελφειός, λέει αυτός, ο Επίσκοπος της έν Καππαδοκία Αραβισσού, ο οποίος πολύ περιποιήθηκε στην εξορία τον Άγιο, αυτός λέω, παρακαλούσε τον Θεό με θερμές δεήσεις να του φανερώσει, ποιά δόξα αξιώθηκε στους Ουρανούς ο θείος Χρυσόστομος.
Την ώρα λοιπόν, που προσευχόταν ο Αδελφειός ήλθε σε έκσταση. Και να, βλέπει έναν άνδρα ολοφώτεινο, που του έδειχνε όλους τους Διδασκάλους και Ιεράρχες και Όσιους και όλο τον χορό όλων των δικαίων, όσοι πρόφθασαν να μεταβούν από την γη στους Ουρανούς Τότε ο Αδελφειός έβλεπε όλους εκείνους με χαρά, επιθυμώντας να δει και τον Ιωάννη.
Επειδή όμως δεν τον είδε εκεί, λυπήθηκε. Τότε ο φωτόμορφος εκείνος είπε προς τον Αδελφειό· «Γιατί λυπήθηκες»; Εκείνος απάντησε· «Διότι δεν είδα στο τάγμα των Ιεραρχών τον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη».
Και ο εμφανισθείς του λέει· «Τον χρυσό, λες Ιωάννη, το στόμα του Θεού; εκείνον τον υπεράνθρωπο; Γνώριζε ότι αυτόν δεν μπορείς να τον δεις διότι αυτός βρίσκεται εκεί, πού είναι ο θρόνος του Δεσπότου Χριστού».
Μία παρόμοια οπτασία είδε και ο Όσιος Μάρκος ο ασκητής και άκουσε τα ίδια λόγια, που άκουσε και ο Αδελφειός, από τον Κύπρου Επιφάνιο, που τον καθοδηγούσε στην οπτασία, που είδε όντας σε έκσταση.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής τ. Β΄, Έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ι. Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Άγιον Όρος σ. 99-101).