Ο «μέγας ούτος και θεσπέσιος άνθρωπος, αν μπορεί να ονομαστεί απλώς άνθρωπος», όπως έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για τον άγιο Βαβύλα, ήταν Επίσκοπος Αντιοχείας επί βασιλείας του ασεβούς αυτοκράτορα Νουμεριανού (3ος αι.).
Ο Νουμεριανός σύναψε συνθήκη ειρήνης με έναν βάρβαρο βασιλιά (των Περσών), αλλά περισσότερο ευγενή και φιλειρηνικό απ’ αυτόν.
Ως σημείο της ειλικρινούς επιθυμίας του για ειρήνη διαρκείας, ο βάρβαρος βασιλιάς έδωσε τον μικρότερο γιό του για να ανατραφεί και μορφωθεί στην αυλή του Νουμεριανού. Όμως ο Νουμεριανός μαχαίρωσε το παιδί αυτό με τα ίδια του τα χέρια, προσφέροντάς το θυσία στα είδωλα.
Ο εστεμμένος εγκληματίας, μετά από το έγκλημα και με το αθώο αίμα νωπό στα χέρια του, τόλμησε να πάει σε μια χριστιανική εκκλησία για να δει τα εκεί τελούμενα. Εκείνη την ώρα ο άγιος Βαβύλας προσευχόταν μαζί με το εκκλησίασμα.
Πληροφορηθείς την άφιξη του αυτοκράτορα και της συνοδείας του, διέκοψε την προσευχή και απαγόρευσε στον αυτοκράτορα την είσοδο στην εκκλησία, λέγοντάς του πως ως ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να μπει στον ιερό χώρο όπου δοξαζόταν ο Ένας αληθινός Θεός.
Σε ομιλία του για τον Βαβύλα, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είπε τα εξής: «ποιόν άλλο σ’ ετούτο τον κόσμο να φοβηθεί – αυτός που με τόση παρρησία απώθησε τον ίδιο τον αυτοκράτορα;…
Έτσι, δίδασκε τους αυτοκράτορες να μην ξεπερνούν την εξουσία τους πέραν του μέτρου που τους δόθηκε απ’ τον Θεό, και επίσης έδειχνε στους κληρικούς πώς να χρησιμοποιούν την αυθεντία τους».
Έφυγε μεν κατησχυμένος ο αυτοκράτορας, αλλά σχεδίαζε εκδίκηση. Την επομένη κιόλας κάλεσε τον Βαβύλα και τον επέπληξε, πιέζοντάς τον να προσφέρει θυσία στα είδωλα.
Ο άγιος αταλάντευτα αρνήθηκε και τότε ο Νουμεριανός διέταξε να τον δέσουν και να τον ρίξουν στη φυλακή. Ο τύραννος βασάνισε και τρία ανήλικα παιδιά, αδέλφια κατά σάρκα: τον Ουρβανό, δώδεκα ετών, τον Πριλιδιανό, εννέα, και τον Επολόνιο, επτά ετών.
Ο Βαβύλας ήταν πνευματικός τους πατέρας και δάσκαλος. Τα παιδιά, από αγάπη προς το πρόσωπό του, δεν έτρεξαν για να γλυτώσουν απ’ το μαρτύριο. Η μητέρα τους η Χριστοδούλη ήταν μία έντιμη χριστιανή γυναίκα· και αυτή είχε υποφέρει για τον Χριστό.
Ο αυτοκράτορας διέταξε πρώτα να βασανίσουν τα παιδιά με ραβδισμούς, τόσους όσα ήταν τα χρόνια τους, και μετά να ριφθούν στη φυλακή.
Στο τέλος αποκεφάλισαν και τα τρία διά ξίφους. Αλυσοδέσμιος παρίστατο ο Βαβύλας και τα εμψύχωνε στη διάρκεια του μαρτυρίου τους. Ύστερα έκλινε και ο ίδιος το κεφάλι του κάτω από το ξίφος του δημίου.
Οι Χριστιανοί τον έθαψαν μάξι με τις αλυσίδες του στον ίδιο τάφο μαζί με τους τρεις παιδομάρτυρες, όπως ήταν η επιθυμία του.
Οι άγιες ψυχές τους πέταξαν προς την ποθούμενη ουράνια κατοικία, ενώ τα θαυματουργά λείψανά τους παρέμειναν προς όφελος των πιστών, μία ζωντανή μαρτυρία της χαλύβδινης πίστης τους. Μαρτύρησαν περί το έτος 250.
Συνήθως η δύναμη ενός αγίου μετά από τον θάνατο του είναι πολλαπλάσια απ’ όση ενόσω ζούσε. «Γι’ αυτό μας άφησε ο Θεός τα λείψανα των αγίων», λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην ανυπέρβλητη ομιλία του για τον άγιο Βαβύλα.
Ο άγιος Βαβύλας ετάφη στην πόλη της Αντιοχείας. Εκείνο τον καιρό ο αυτοκράτορας Γάλλος -αδελφός του Ιουλιανού του Παραβάτη- βασίλευε μαζί με τον Κωνστάντιο, τον γιό του Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Ο Γάλλος είχε τη θεϊκή έμπνευση να πραγματοποιήσει τη μετακομιδή του σκηνώματος του αγίου Βαβύλα στα περίχωρα της Δάφνης, όπου έκτισε ένα μικρό παρεκκλήσι και εναπόθεσε εκεί τα λείψανα του αγίου μάρτυρος.
Σ’ εκείνο το σημείο υπήρχε ένας περίφημος ναός του Απόλλωνα όπου, κατά την ειδωλολατρική παράδοση, μία παρθένος μεταμορφώθηκε σε δαφνόδεντρο, για να σωθεί από τον «θεό» Απόλλωνα, που την καταδίωκε με αχαλίνωτο σαρκικό πάθος.
Εκεί λοιπόν, βρισκόταν το είδωλο του Απόλλωνα το οποίο, συμφωνά με τον θρύλο, μπορούσε να μαντεύει το μέλλον οιουδήποτε άνθρωπου. Όμως, επειδή κοντά στο ναό αναπαυόταν το λείψανο του Βαβύλα, ο δαίμονας πίσω από το είδωλο σίγασε, φιμώθηκε κι έπαψε πια να λέει μαντείες.
Όταν αργότερα ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης ξεκίνησε τον καταστροφικό του πόλεμο εναντίον των Περσών, επισκέφθηκε το ναό του Απόλλωνα για να συμβουλευτεί το είδωλο, σχετικά με την έκβαση του επικειμένου πολέμου.
Το δαιμόνιο απάντησε έντρομο πως αδυνατούσε να δώσει σαφή απάντηση «εξαιτίας του νεκρού» που κείτονταν σε μικρή απόσταση από το σημείο. Αναφερόταν ασφαλώς στον άγιο Βαβύλα, το άγιο σκήνωμα του οποίου είχε φιμώσει το δαιμόνιο.
Αμέσως ο Ιουλιανός διέταξε να επιστραφούν τα λείψανα πίσω στην Αντιόχεια. Μόλις όμως απομακρύνθηκαν τα άγια λείψανα του μάρτυρος, έπεσε φωτιά απ’ τον ουρανό και κατέκαψε τον ναό του Απόλλωνα, ολοσχερώς και για πάντα!
Ο Ιουλιανός προήλασε εναντίον των Περσών και τότε ο βλάσφημος βίος του έφτασε σε φρικτό τέλος.
Τόση ήταν η μετά θάνατον δύναμη του μάρτυρος του Χριστού! Φίμωσε το δαιμόνιο, έκανε να κατέλθει πυρ εξ ουρανού, κατέστρεψε τον ειδωλολατρικό ναό και τιμώρησε τον παραβάτη αυτοκράτορα με ατιμωτικό θάνατο.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος», Σεπτέμβριος, εκδ. Άθως)