Οι τελευταίες επικοινωνιακές προσεγγίσεις του Βατικανού τόσο προς το Ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο μας,…. έφεραν και πάλι στο προσκήνιο τη θεμελιακή αξίωση των παπικών, που τους οδήγησε στην απόσχιση από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το παπικό δόγμα περί πρωτείου του πάπα.
Τούτο στηρίζουν οι παπικοί στην απόφαση της Α΄ Βατικανείου Συνόδου (1870), κατά την οποία ο πάπας είναι τοποτηρητής του Χριστού και μοναδικός εκπρόσωπος του πάνω στη γη, ο αρχηγός και η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας· στο πρόσωπο του συνοψίζεται όλη η Εκκλησία!
Με όσα είπε στην Κωνσταντινούπολη ο σημερινός πάπας Βενέδικτος έδειξε ότι καθόλου δεν αφίσταται από την απόφαση αυτή.
Με τη συναίσθηση του διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου και θέλοντας προφανώς να προβάλει το γόητρό του ως θρησκευτικού πλανητάρχη, ο πάπας Βενέδικτος είπε για τον πρωτοκορυφαίο απόστολο, τον θεωρούμενο από τους παπικούς ως ιδρυτή της Εκκλησίας της Ρώμης και θεμελιωτή του παπικού πρωτείου: «Ο Σίμων, πριν γίνει απόστολος, παρά την ανθρωπίνην αδυναμίαν του εκλήθη Πέτρος, ο βράχος επάνω στον οποίο εκτίσθη η Εκκλησία.
Σ’ αυτόν εδόθησαν και αι κλείδες του Ουρανού».
Κατά πόσον έχουν αγιογραφική θεμελίωση τα παραπάνω, θα το δούμε, συν Θεώ, στη συνέχεια.
Επί του παρόντος θέλω να πληροφορήσω τους αγαπητούς αναγνώστες ότι η παπική άποψη για Ίδρυση της Εκκλησίας της Ρώμης από τον απόστολο Πέτρο είναι όχι απλώς αμφιλεγόμενη, αλλά εντελώς αστήρικτη ιστορικά.
Με αξίωσε ο Θεός να ασχοληθώ με το θέμα αυτό εδώ και δεκαετίες. Με τη δέουσα προσοχή και επιμέλεια το ερεύνησα και το μελέτησα στις σχετικές πηγές καθώς και στη διεθνή βιβλιογραφία.
Για τους θεολόγους και όσους ενδιαφέρονται ειδικά συνιστώ τις δύο μελέτες μου «Ο Πέτρος και η Ρώμη –
Α΄ Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης», Θεσσαλονίκη 1989, και «Η Βαβυλών του Αποστόλου Πέτρου (Α Πέ 5,13) – Α΄ Η Βαβυλών της Αιγύπτου», Θεσσαλονίκη 1993.
Νομίζω, όμως, ότι στους δύσκολους καιρούς που ζούμε οφείλουν όλοι οι Χριστιανοί να έχουν μία σχετική γνώση του θέματος, δεδομένου ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας του Θεού του ζώντος είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τι 3,15).
Για το σκοπό αυτό θα παρουσιάσω μία περίληψη των συμπερασμάτων στα οποία οι παραπάνω μελέτες καταλήγουν.
Για τη μετάβαση του Αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη έχουν γραφεί, βέβαια, εκατοντάδες άρθρων και βιβλίων.
Ωστόσο, η ασάλευτη βάση πάνω στην οποία πρέπει να εξετασθεί το θέμα είναι η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης, αφού εκείνη την εποχή έζησε ο απόστολος. Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, μία φευγαλέα περιήγηση στις σχετικές μαρτυρίες.
Ξεκινώντας από τις Πράξεις των Αποστόλων βλέπουμε ότι εκτός από τη ρητή διαβεβαίωση του Κυρίου προς τον Παύλο ότι «ως γαρ διεμαρτύρω τα περί εμού εις Ιερουσαλήμ, ούτω σε δει και εις Ρώμην μαρτυρήσω» (Πρξ 23,11), υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες για την έλευσή του Παύλου στη Ρώμη (Πρξ 19, 21· 28,13-16. 17-19. 30-31).
Δεν βρίσκουμε, όμως, καμία άμεση και θετική μαρτυρία ότι πήγε στη Ρώμη ο Πέτρος.
Υπάρχουν, μάλιστα, αρκετές ενδείξεις ότι τουλάχιστον μέχρι την εποχή, που γράφτηκε το βιβλίο των Πράξεων ήταν αδύνατον να είχε επισκεφθεί τη Ρώμη ο Πέτρος.
Η μαρτυρία του βιβλίου είναι ότι από την αρχή η Ρώμη ήταν μάλλον στη δικαιοδοσία και στη μέριμνα του Αποστόλου Παύλου.
Ως προς την εκτός της Παλαιστίνης δράση του Αποστόλου Πέτρου οι Πράξεις μας πληροφορούν ότι μετά από τη θαυμαστή αποφυλάκισή του ο κορυφαίος απόστολος ήρθε στη σύναξη των αδελφών, «ανοίξαντες δε είδον αυτόν και εξέστησαν.
Κατασείσας δε αυτοίς τη χειρί σιγάν διηγήσατο αυτοίς πώς ο Κύριος εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής, είπε δε: απαγγείλατε Ιακώβω και τοις αδελφοίς ταύτα· και εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον» (Πρξ 12,17).
Ο «έτερος τόπος» φαίνεται να είναι μάλλον η Αίγυπτος, στην οποία ανέκαθεν εύρισκαν καταφύγιο οι Ιουδαίοι (βλέπε Γε 12,10 ε. · 46,5-7· Γ΄ Βα 11,40· Ιε 33 (26), 21 Ιε κεφ. 48-50· Μθ 2,14).
Από τα γραφόμενα του Αποστόλου Παύλου στην προς Γαλάτας επιστολή (2, 7-9) φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπήρχε καλή συνεργασία μεταξύ Πέτρου και Παύλου και κοινή συμφωνία ο πρώτος να εργάζεται κυρίως σε περιοχές όπου κυριαρχεί το ιουδαϊκό στοιχείο, ενώ ο Παύλος «εις τα έθνη» (2, 9).
Λίγο παρακάτω (στ. 11 14) σαφώς λέγεται ότι μετά την αποστολική σύνοδο ο Πέτρος δρούσε στα κλίματα της Συρίας και της Παλαιστίνης, και επομένως δεν ήταν δυνατόν να πήγε τότε στη Ρώμη.
Τρεις φορές ο απόστολος Παύλος μνημονεύει το όνομα του Πέτρου στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή (1,12· 3, 22· 9, 5).
Πρόκειται για τιμητικές και φιλικές αναφορές. Οι εσωτερικές μαρτυρίες της επιστολής αποκλείουν το ενδεχόμενο να έχει επισκεφθεί ο απόστολος Πέτρος την Κόρινθο, οπότε θα ευοδωνόταν η πορεία του προς τη Ρώμη.
Εξάλλου, συνδυάζοντας την πληροφορία του 9, 5 ότι και ο Πέτρος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, περιάγουν «αδελφήν γυναίκα», με τη μαρτυρία του Γα 2, 7, βλέπουμε ότι εκείνο τον καιρό ο Πέτρος περιόδευε τον χώρο της εγγύς Ανατολής, δηλαδή την Παλαιστίνη, Συρία και Αίγυπτο, άρα δεν βρισκόταν στη Ρώμη.
Η μελέτη της προς Ρωμαίους επιστολής απορρίπτει πλήρως την υπόθεση ότι η Εκκλησία της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας συνδέεται με τον απόστολο Πέτρο.
Η εξομολόγηση του Αποστόλου Παύλου ότι φιλοτιμείται «ευαγγελίζεσθαι ουχ όπου ωνομάσθη Χριστός» (Ρω 15, 20) είναι μία ισχυρή μαρτυρία ότι προ αυτού κανείς απόστολος δεν είχε κηρύξει στη Ρώμη.
Συνδυάζοντας το περιεχόμενο της επιστολής προς τις σχετικές μαρτυρίες των Πράξεων κατανοούμε ότι τα πρώτα σπέρματα της πίστεως έφεραν στη Ρώμη μαθητές του Αποστόλου Παύλου από την Ασία και την Ελλάδα. Αυτοί διέδωσαν την πίστη μεταξύ των εθνικών και κυρίως προσηλύτων της Ρώμης.
Έτσι αναπτύχθηκε η τοπική Εκκλησία, η οποία όμως διοργανώθηκε από τους συνεργούς του Αποστόλου Παύλου, Ακύλα και Πρίσκιλλα, καθόσον οι Ιουδαίοι της Ρώμης, που άκουσαν το κήρυγμα του Πέτρου κατά την Πεντηκοστή, δεν φαίνεται να επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Στις λεγόμενες επιστολές της αιχμαλωσίας, πρώτης και δεύτερης (προς Εφεσίους, προς Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς, προς Εβραίους, προς Φιλήμονα και προς Τιμόθεον Β΄), που ως γνωστόν, γράφτηκαν από τη Ρώμη, δεν άπαντα καμία αναφορά για τον Πέτρο και τη σχέση του με την τοπική Εκκλησία.
Αυτή η ανεξήγητη σιωπή γίνεται μία εύλογη μαρτυρία ότι δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη ο απόστολος Πέτρος.
Αλλά δεν εξαντλήσαμε όλες τις μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης. Θα συνεχίσουμε, αν ο Κύριος θέλει, στο δεύτερο μέρος.
Β΄ Η παπική άποψη ότι ο απόστολος Πέτρος είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ρώμης στηρίζεται κυρίως σε πληροφορίες αποκρύφων κειμένων και μάλιστα στις λεγόμενες Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις.
Πρόκειται για μία συλλογή κειμένων, που έγινε στη Γαλλία κατά τον 9ο αιώνα, και των οποίων ο συγγραφέας παραμένει άγνωστος.
Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν στην ενίσχυση της παπικής εξουσίας, η οποία και τις χρησιμοποίησε έντονα προς όφελος της, παρ’ όλο που αποδεδειγμένα είναι νόθα κείμενα.
Ανατρέχοντας στην αρχή των πραγμάτων, στην αποστολική εποχή, κατά την οποία, υποτίθεται, θα έπρεπε να είχε πάει στη Ρώμη ο απόστολος Πέτρος, ερευνούμε την Καινή Διαθήκη.
Ήδη στο προηγούμενο μέρος είδαμε ότι στις Πράξεις των Αποστόλων, στις επιστολές προς Γαλάτας, προς Κορινθίους Α΄, προς Ρωμαίους, καθώς και στις λεγόμενες επιστολές της αιχμαλωσίας, πρώτης και δεύτερης, δεν βρίσκουμε ιστορικές μαρτυρίες για επίσκεψη του Πέτρου στη Ρώμη.
Συνεχίζοντας αυτό το περιδιάβασμα στις σελίδες της Καινής Διαθήκης, ερχόμαστε στα κείμενα του μαθητή της αγάπης, του ευαγγελιστή Ιωάννη.
Ορισμένοι ερμηνευτές υπέθεσαν ότι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και συγκεκριμένα στην περικοπή Απ11,3-13 και στο 18, 20 γίνεται προφητικά λόγος για το μαρτύριο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη Ρώμη.
Όπως έχω αποδείξει στην ειδική μελέτη μου «Ο Πέτρος και η Ρώμη, Α΄ Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 75, 78, οι υποθέσεις αυτές είναι εντελώς αβέβαιες. Σε όλο το βιβλίο, όπως από την αρχή δηλώνεται, ο απόστολος εκφράζεται συμβολικά.
Οι αναφερόμενοι τόποι, τόσο τα «Σόδομα και Αίγυπτος» (Απ. 11, 8) όσο και «η πόλις Βαβυλών η μεγάλη» (Απ. 18, 2) είναι σύμβολα που δεν ταυτίζονται αποκλειστικά και μόνο με τη Ρώμη.
Ο Ιωάννης δεν μαρτυρεί το θάνατο του Πέτρου και του Παύλου στη Ρώμη, αλλά το συνεχές μαρτύριο της Εκκλησίας, η οποία συνεχίζει ανά τους αιώνες τη θυσία του Αρχηγού της επάνω στο σταυρό.
Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον διασώζεται η πρωταρχική μαρτυρία για το τέλος του Αποστόλου Πέτρου.
Σε μία από τις πιο ειδυλλιακές εμφανίσεις του, στη λίμνη της Γαλιλαίας, ο αναστημένος Κύριος, μετά την αποκατάσταση της τριπλής αρνήσεως του Πέτρου, τον πληροφορεί: «Αμήν αμήν λέγω σοι, ότε ής νεώτερος εζώννυες σεαυτόν και περιεπάτεις όπου ήθελες· όταν δε γηράσης, εκτενείς τας χείρας σου, και άλλος σε ζώσει, και οίσει όπου ου θέλεις. Τούτο δε είπε —εξηγεί ο Ιωάννης— σημαίνων ποίω θανάτω δοξάσει τον Θεόν (Ιω. 21,18 -19).
Παρόμοια προφητεία για το θάνατο του Αποστόλου Πέτρου υπάρχει και στο Ιω 13,36. Και τα δύο χωρία το μόνο που μαρτυρούν είναι ότι ο Πέτρος θα πεθάνει με βίαιο και μαρτυρικό θάνατο προς δόξα του Θεού.
Για τον τόπο στον οποίο θα συντελεσθεί αυτό το μαρτύριο καμία νύξη δεν υπάρχει, συνεπώς δεν έχουμε λόγο να ισχυρισθούμε ότι ο Πέτρος μαρτύρησε στη Ρώμη.
Άφησα τελευταία μία μαρτυρία του ιδίου του Αποστόλου Πέτρου. Κλείνοντας την Α΄ Καθολική επιστολή του ο απόστολος χαιρετίζει τους παραλήπτες γράφοντας· «Ασπάζεται υμάς η εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή» (Α΄ Πέ. 5,13).
Πολλοί θεολόγοι, και μάλιστα παπικοί, επιμένουν ότι Βαβυλώνα ονομάζει συμβολικά ο απόστολος τη Ρώμη, από την οποία, λένε, έγραψε την επιστολή.
Ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται ανίσχυρος για πολλούς λόγους, καθώς και διότι δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του Αποστόλου Παύλου, παρόλο που η επιστολή απευθύνεται προς τις Εκκλησίες της Μικρός Ασίας, τις οποίες εκείνος ίδρυσε ή είχε στην αρμοδιότητά του (βλ. μνημονευθέν βιβλίο σελ. 60-74).
Αλλά και στη Β΄ επιστολή, την οποία έγραψε ο Πέτρος από τον ίδιο τόπο και μόλις λίγο αργότερα από την πρώτη, κάνει μεν λόγο για το όνομα του Παύλου και επικυρώνει το κήρυγμα του (Β΄ Πέ. 3,16), χωρίς όμως κάποια θερμή αναφορά.
Δεδομένου μάλιστα ότι, όταν γράφονται οι επιστολές του Πέτρου, ο απόστολος Παύλος είχε ήδη μαρτυρήσει στη Ρώμη, ήταν δυνατόν να γράφει ο Πέτρος από τη Ρώμη και να μη απευθύνει ένα στοργικό λόγο παρηγοριάς για το δάσκαλο τους, που τόσο την χρειάζονταν οι Χριστιανοί της Μ. Ασίας;
Η αδικαιολόγητη αυτή σιωπή αξιολογείται ως μαρτυρία κατά της απόψεως ότι η Α΄ Πέτρου γράφτηκε από τη Ρώμη.
Η αναφερόμενη Βαβυλών είναι η αρχαία Βαβυλών της Αιγύπτου, που βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού Καϊρου. Η πόλη αυτή, όπως έχω αποδείξει (βλέπε τη μελέτη μου «Η Βαβυλών του Αποστόλου Πέτρου (Α΄ Πέ 5,13) Α΄ Η Βαβυλών της Αιγύπτου», Θεσσαλονίκη 1993), κατά την αποστολική εποχή αποτελούσε πράγματι κέντρο πολιτικό, στρατιωτικό, αλλά και Ιουδαϊκό.
Διαθέτει, μάλιστα, επαρκή χριστιανική παράδοση, ώστε δίκαια να αναγνωρίζεται ότι η Βαβυλώνα του Αποστόλου Πέτρου ήταν η Βαβυλώνα της Αιγύπτου.
Από τη σύντομη αυτή περιήγηση στις σελίδες της Καινής Διαθήκης γίνεται φανερό ότι ο απόστολος Πέτρος δεν επισκέφθηκε τη Ρώμη ούτε πριν ούτε μετά από τη λεγόμενη αποστολική σύνοδο, ούτε κατά το χρόνο κατά τον οποίο ο Παύλος έγραψε την προς Ρωμαίους, ούτε όταν εκείνος ήλθε δέσμιος στη Ρώμη, ούτε κατά τη διάρκεια της φυλακίσεώς του στη Ρώμη, μέχρις ότου έγραψε από εκεί την τελευταία του επιστολή.
Γ. Η υποτιθέμενη επίσκεψη του Αποστόλου Πέτρου στη Ρώμη, η ίδρυση και η διαποίμανση της εκεί Εκκλησίας, όπου, ως γνωστόν, «στηρίζουν» οι παπικοί το δόγμα τους για το πρωτείο του πάπα, δεν μπορεί να στηριχθεί σε μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης.
Άλλα και αν ακόμη δεχθούμε ως αληθινή τη λεγόμενη ρωμαϊκή —όχι εκκλησιαστική— παράδοση, η οποία θέλει τον κορυφαίο απόστολο ιδρυτή και πρώτο Επίσκοπο της Εκκλησίας της Ρώμης, δικαιούται ο πάπας να διεκδικεί κάποιο πρωτείο, ως υποτιθέμενος διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου;
Είχε άραγε ο ίδιος ο Πέτρος τέτοια ιδέα για το πρόσωπο του; Διέκρινε τον εαυτό του από τους άλλους Αποστόλους; Μία σύντομη περιήγηση στις άφθονες αγιογραφικές μαρτυρίες θα μας δείξει τη θέση του Αποστόλου Πέτρου μέσα στην ομάδα των δώδεκα Αποστόλων.
Οι μαρτυρίες αυτές, όπως τις κατανόησε και τις ερμήνευσε η πατερική μας παράδοση, δεν δίνουν εξ αντικειμένου καμία προτεραιότητα στον απόστολο Πέτρο.
Ο συμπαθέστατος, ηρωικός και ενθουσιώδης γιος του Ιωνά, ο αδελφός του πρωτοκλήτου Ανδρέα, πρέπει να ήταν στην ηλικία ο μεγαλύτερος από τους μαθητές του Κυρίου.
Τύπος εκφραστικός και δυναμικός, νιώθουμε να μας συγκινεί και να μας εκφράζει πολλές φορές με τις μεταπτώσεις, που τον χαρακτηρίζουν. Διακρίνεται ανάμεσα στους συμμαθητές του για τον αυθορμητισμό και τη θερμότητά του.
Συχνά σπεύδει να εκφράσει αυτό, που όλοι σκέπτονται. Δεν φαίνεται, όμως, πουθενά να του ανέθεσε ο Κύριος κάποια ιδιαίτερη δικαιοδοσία, όπως δεν έκανε και για κανέναν άλλον από τους δώδεκα Αποστόλους.
Όλοι είναι «άρχοντες πνευματικοί, υπό Θεού χειροτονηθέντες ουκ έθνη και πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, αλλά πάντες κοινή την οικουμένην εμπιστευθέντες», όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Από κοινού τους ανέθεσε ο Κύριος τη διδαχή και διαποίμανση της οικουμένης όλης, όταν τους απέστειλε με την εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη… » (MB 28,19).
Όταν, κάποτε, σε σχετική ερώτηση του Κυρίου ο Πέτρος ομολογεί τη θεότητά του, εισπράττει τη μεγάλη υπόσχεση ότι «… καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν… και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών και ό εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό εάν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς» (Μθ 16,18. 19).
Αυτό το χωρίο, στο οποίο αναφέρθηκε και ο πάπας Βενέδικτος κατά την προσλαλιά του στην Κωνσταντινούπολη, το έχουν γράψει οι λατίνοι με χρυσά γράμματα στον τρούλλο της βασιλικής του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη· «Tu es Petrus, et super hanc petram aedificabo Ecclesiam meam… et tibi dabo claves regnis caelorum». Αλλά εδώ δεν επαινείται ο Πέτρος προσωπικά.
Εξαίρεται η ομολογία, που ο ίδιος ο Θεός του αποκάλυψε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός. Παρόμοια αποκάλυψη είχε δοθεί νωρίτερα στον Ναθαναήλ, ο οποίος επίσης ομολόγησε; «συ ει ο υιός του Θεού» (Ιω. 1,50), την αδελφή του Λαζάρου (Ιω. 11,27).
Η πίστη στη θεότητα του Ιησού Χριστού είναι η πέτρα, δηλαδή ο βράχος πάνω στον οποίο οικοδομείται η Εκκλησία, της οποίας θεμέλιο μοναδικό και αναντικατάστατο είναι το πρόσωπο του Θεανθρώπου Κυρίου μας όχι ο Πέτρος ούτε κανείς άλλος άνθρωπος.
«Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστίν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κο 3,11. παράβαλλε Εφ 2, 20), θα γράψει ο απόστολος Παύλος.
Αλλά και ο ίδιος ο Πέτρος με έμφαση θα διακηρύξει τον Ιησού Χριστό ως «λίθον ζώντα» (Α΄ Πέ 2, 4). Και θα τονίσει ότι επάνω σ’ αυτό το αγκωνάρι οικοδομούνται οι πιστοί, για να αποτελέσουν τον πνευματικό οίκο της Εκκλησίας.
Προφανώς την πίστη του Πέτρου διαθέτουν και οι άλλοι μαθητές. Γι’ αυτό και σ’ εκείνους ο Κύριος αναθέτει απαράλλακτα την ίδια εξουσία: «Αμήν λέγω υμίν, όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Μθ 18,18).
Θα επαναλάβει δε την ανάθεση και θα την κάνει ακόμη πιο συγκεκριμένη ο Κύριος μετά την ανάσταση. Θα δώσει σ’ όλους τους μαθητές του το άγιο Πνεύμα, για να μπορούν να συγχωρούν τις αμαρτίες ως δικοί του εντεταλμένοι (Ιω. 20,22).
Στους δώδεκα επίσης αδιάκριτα υπόσχεται ο Κύριος ότι κατά τη δευτέρα παρουσία του, «όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Μθ 19, 28). Δεν κάνει κάποια διάκριση στον Πέτρο, προς τον οποίο, μάλιστα, απευθύνεται ο λόγος.
Η ίδια υπόσχεση επαναλαμβάνεται στην προφητεία για την ουράνια πόλη της Αποκαλύψεως, όπου φαίνεται «το τείχος της πόλεως έχον θεμέλιους δώδεκα, και επ’ αυτών δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου» (Απ. 21,14).
Ο ίδιος ο απόστολος Πέτρος δεν είχε ποτέ τη συνείδηση ότι σε κάτι υπερτερεί των άλλων Αποστόλων. Γι’ αυτό, στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, τίποτε δεν αποφασίζει μόνος του. Εισηγείται τα θέματα στο σώμα των δώδεκα, όπως κάνουν και όλοι οι άλλοι, και από κοινού λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Αυτό βλέπουμε π.χ. κατά την εκλογή του Ματθία, ο οποίος αντικατέστησε τον Ιούδα (Πρξ 1,15 26), στη διευθέτηση του παραπόνου των ελληνιστών με την εκλογή των επτά διακόνων (Πρξ 6,1 7), στην αποστολική σύνοδο (Πρξ 15,6-29) και σε πάρα πολλά άλλα περιστατικά, που ιστορούνται στις Πράξεις των Αποστόλων.
Τη συνείδηση της ισότητας του Πέτρου προς τους άλλους μαθητές επιβεβαιώνει η ταπείνωση, με την οποία δέχεται αδιαμαρτύρητα τον έλεγχο από τον Παύλο στην Αντιόχεια.
Επειδή η συμπεριφορά του Πέτρου έδινε αφορμή επάρσεως στους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς «κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην», ιστορεί ο Παύλος (Γα 2,11 -14).
«Ο Παύλος επιπλήττει και ο Πέτρος ανέχεται και συμμορφώνεται προς την υπόδειξη», θαυμάζει ο άγιος Χρυσόστομος. Αυτό σημαίνει αγιότητα και συναίσθηση της ιερής αποστολής!
Την Ίδια άγια συναίσθηση βλέπουμε και στις επιστολές του Αποστόλου Πέτρου, όπου συστήνεται ως «δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού» (Β΄ Πέ 1,1). Απευθύνεται προς τους υφισταμένους του πρεσβυτέρους ως «ο συμπρεσβύτερoc» (Α΄ Πέ 5,1).
Αναγνωρίζει στο πλήρωμα της Εκκλησίας, στους απλούς Χριστιανούς, την «ισότιμον ημίν λαχούσι πίστιν» (Β΄ Πέ 1,1) και τους παροτρύνει- «την ταπεινοφροσύνην εγκομβώσασθε» (Α΄ Πέ 5,5).
Αυτή την παρακαταθήκη της ταπεινοφροσύνης κληροδοτεί σε όλη την Εκκλησία ο κορυφαίος απόστολος.
Την κατανοεί πλήρως και την βιώνει ακριβώς η εκκλησιαστική μας παράδοση, όπως ωραιότατα την εκφράζει κατά τον 6ο αιώνα ένας άγιος και σοφός εκκλησιαστικός ηγέτης, ο άγιος Αναστάσιος Α΄ αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας, ο οποίος έδειξε ότι ο κορυφαίος ποιμένας, που βόσκει τα πρόβατα του Χριστού δεν εδρεύει ούτε στη Ρώμη ούτε στην Κωνσταντινούπολη ούτε στα Ιεροσόλυμα ούτε οπουδήποτε αλλού, αλλά στη θυσία και στην αγάπη.
Αυτό απαιτεί ο λόγος του Κυρίου «Φιλείς με; Ποίμαινε τα πρόβατα μου» (Ιω. 21,16). (Βλέπε Σ. Ν. Σάκκου, Περί αναστασίων Σιναϊτών, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 85-86).
Οποίος ενστερνίζεται την ταπεινοφροσύνη, κατά την παρακαταθήκη του Αποστόλου Πέτρου, αναγνωρίζεται ως «μέγας» από τον Κύριο: Ο ποιμένας και διδάσκαλος αναδεικνύεται άξιος διάδοχος και συνεχιστής της ιστορίας του Αποστόλου και γνήσιος μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Ο πιστός ευλογείται και αγιάζεται και η Εκκλησία θριαμβεύει.
Πηγές: Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» Να 1678-1680. (23/2/2007, 2/3/2007 και 9/3/2007)-Ο.Ο.Δ.Ε