Γιορτάζουμε και πάλι τη μνήμη του αγίου Αυγουστίνου, επισκόπου Ιππώνος, που έζησε τον 4ο αιώνα και υπήρξε μεγάλος πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας. Αν και υπήρξε μεγάλος πατέρας και διδάσκαλος, μεγάλος άγιος και μεγάλος άνδρας, εν τούτοις στο ευρύ πλήρωμα του λαού ήταν ένας άγνωστος άγιος.
Όπως άγνωστοι είναι τόσοι μεγάλοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας.
Ο λαός πολλές φορές έχει την τάση ν’ ασχολείται με αγίους που θεραπεύουν νόσους, κάνουν θαύματα, επιλύουν θαυματουργικά κάποια ακανθώδη προβλήματα της ζωής, και παραβλέπει την τεράστια προσφορά μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, που με το ανεκτίμητο συγγραφικό, κηρυκτικό και ποικίλο ποιμαντικό τους έργο έγιναν στύλοι και θεμέλιοι λίθοι του οικοδομήματος της Εκκλησίας.
Άγνωστος λοιπόν άγιος ο ιερός Αυγουστίνος. Τα τελευταία χρόνια όμως έγινε γνωστός και στο λαό.
Σε πλήθος λαού, σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Και αιτία ο επίσκοπος Φλωρίνης, ο επίσκοπός μας, ο οποίος με πλείστες εκδηλώσεις έφερε κοντά στο λαό το μεγάλο άγιο. Τιμήθηκε ο επίσκοπός μας να φέρει το όνομα του ι. Αυγουστίνου, αλλά και ο ίδιος τίμησε τον άγιο άνδρα.
Τώρα μάλιστα, που έγινε κτήτωρ της ιεράς αυτής μονής, κατόρθωσε, η μνήμη του ι. Αυγουστίνου να μένει ζωντανή αενάως.
Διότι συνεχώς θα τιμάται ο άγιος, συνεχώς θα γίνεται το πανηγύρι του κάθε χρόνο· και συνεχώς θα γίνεται πιο γνωστός και προσιτός στο λαό με το έργο των εδώ ενασκούμενων μοναζουσών.
Αλλά σήμερα γιορτάζει μαζί με τον ι. Αυγουστίνο και ένας άλλος μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας που έζησε την ίδια εποχή, με τεράστιο συγγραφικό έργο και με ποικίλη προσφορά στην Εκκλησία. Ο άγιος Ιερώνυμος. Άγνωστος κι αυτός άγιος.
Κ’ ενώ η Εκκλησία μας τους γιορτάζει μαζί, όπως τον Πέτρο και τον Παύλο, εν τούτοις εμείς τόσα χρόνια, που γνωρίσαμε τον ι. Αυγουστίνο με τις γιορτές της μνήμης του στη Φλώρινα, αγνοούμε τον άγιο Ιερώνυμο.
Και αγνοούμε και τις σχέσεις μεταξύ των δυο αγίων ανδρών, οι οποίες τόσα έχουν να μας διδάξουν. Επιτρέψτε μου λοιπόν σήμερα δι’ ολίγων ν’ αναφερθώ στον ιερό τούτο άνδρα και να μιλήσω για τις σχέσεις των δυο αγίων.
Ο Ιερώνυμος γεννήθηκε στη Δαλματία, σπούδασε στη Ρώμη, και ταξίδευσε πολύ στην Ανατολή, όπου γνωρίστηκε με μεγάλους πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας, όπως τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, το Δίδυμο τον τυφλό και άλλους.
Ασκήθηκε στην έρημο της Συρίας και της Παλαιστίνης, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Αντιόχεια, και τελικά εγκαταβίωσε στην Βηθλεέμ, όπου και απέθανε.
Η ζωή και η δράση του τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση τον κάνουν να ανήκει τόσο στην ανατολική Εκκλησία όσο και στην δυτική και να συνιστά «ενωτική εκπροσώπηση των δυο Εκκλησιών» που ήταν αδιαίρετες τότε.
Γνώριζε καλά τα ελληνικά και τα εβραϊκά. Γι’ αυτό έκανε πλήθος μεταφράσεις Ελλήνων πατέρων στα λατινικά. Μετέφρασε την αγία Γραφή στα λατινικά, η δε μετάφραση αυτή που ονομάσθηκε Vulgata -δηλαδή κοινή, λαϊκή, δημοτική θα λέγαμε- είναι από το 384 μ.Χ. η επίσημη μετάφραση της δυτικής «εκκλησίας».
Αναφέρεται, ότι υπήρξε ένας από τους έξη πολυγραφώτερους συγγραφείς της αρχαιότητας. Στα γραπτά του δεν γίνεται πουθενά μνεία του Filioque.
Κοινά σημεία και αντιθέσεις
Η σοφία, το τεράστιο συγγραφικό έργο και η …ακόλαστη ζωή υπήρξαν κοινά γνωρίσματά του με τον ι. Αυγουστίνο. Έζησε βίο ακόλαστο στα νιάτα του· ακόμη και μετά τη βάπτισή του. Από το 365 μέχρι το 375 διήρκεσε η άσωτη ζωή του.
Το 375 μετανόησε και έφυγε για άσκηση στη Συρία. Πλην όμως οι αναμνήσεις των σαρκικών παθών τον ταλαιπώρησαν επί μακρόν και στην έρημο, και χρειάσθηκε σκληρός αγώνας για τις κατανικήσει.
Η χάρη του Θεού έχει δύσκολο έργο να επιτελέσει ακόμη και στις ψυχές των αγίων. Και είναι παρήγορο αυτό για μας.
Γιατί δείχνει ότι οι άγιοι, που τόσο θαυμάζουμε για τα αξιοθαύμαστα σημεία της ζωής τους, είναι οστούν εκ των οστέων μας και σαρξ εκ της σαρκός μας, αφού και αυτοί είχαν πτώσεις και αδυναμίες.
Συνεπώς ας μη απογοητευώμεθα. Μπορούμε ν’ αγιάσουμε και εμείς, αν αγωνισθούμε.
Εκτός όμως από τα κοινά σημεία με τον ι. Αυγουστίνο, υπήρξαν και αντιθέσεις, συγκρούσεις, διαξιφισμοί, συμπλοκές μεταξύ των δυο ιερών ανδρών.
Υπάρχει μια ομάδα επιστολών μεταξύ του ι. Αυγουστίνου και του αγίου Ιερωνύμου, που αντηλλάγησαν από το 395 έως το 405 και αποκαλύπτουν μια θεολογική διαμάχη μεταξύ τους.
Ο άγιος Αυγουστίνος, όπως μαρτυρούν οι επιστολές αυτές, κατηγόρησε τον Ιερώνυμο ότι στο έργο του περί επιφανών ανδρών (De viris illustribus) έβαλε και βίους αιρετικών.
Μάλιστα είπε μια σκληρή φράση, ότι του φάνηκε να βλέπει στην αγία τράπεζα να συλλειτουργούν δαίμονες και άγγελοι μαζί.
Επίσης τον κατηγόρησε για τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τα εβραϊκά στα λατινικά. Είπε ότι θα απομακρυνόταν από το κείμενο των Ο΄, που είχε συνηθίσει ο λαός, και θα έδινε αφορμή για σχίσματα, όπως γίνεται σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Επίσης τον κατηγόρησε, ότι δεν ερμηνεύει σωστά κάποιο χωρίο του αποστόλου Παύλου (το Γαλ. 2,14).
Η σύγκρουση, που κράτησε μια δεκαετία (395-405), προσέλαβε οξύτητα, θυελλώδη μαχητικότητα, σφοδρούς χαρακτηρισμούς, πικρόχολα σχόλια.
Οι επιστολές, που προαναφέραμε, ζωγραφίζουν τους δυο αγίους σε μια μακρόχρονη θεολογική ξιφομαχία, όπου ο καθένας αναπτύσσει τα τεχνάσματά του, επιδεικνύει το ταλέντο του, αλλά αποκαλύπτει και τις προσωπικές αδυναμίες του.
Η σύγκρουση αυτή των δυο ανδρών μας υπενθυμίζει την σύγκρουση Παύλου και Βαρνάβα για το αν θα πάρουν μαζί τους τον μετέπειτα ευαγγελιστή Μάρκο· τη σύγκρουση Πέτρου και Παύλου για το θέμα της τηρήσεως των μωσαϊκών διατάξεων· τη σύγκρουση μεταξύ Χρυσοστόμου και των αντιπάλων του Θεοφίλου Αντιοχείας, Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Επιφανίου Κύπρου· τη σύγκρουση του αγίου Μελετίου Αντιοχείας και του Μ. Αθανασίου με αφορμή το Αντιοχειανό σχίσμα· τη σύγκρουση Ιγνατίου – Φωτίου· και τόσων άλλων.
Και οι διαμάχες αυτές δεν ήταν ακαδημαϊκοί διαξιφισμοί και φιλοσοφικοί διάλογοι, αλλά συγκρούσεις γεμάτες φωτιά και λάβα· έσταζαν αίμα και χολή, πίκρα και φαρμάκι, μίσος και αντίθεση.
Συγκλονίζεται κανείς όταν μελετά τη σύγκρουση Χρυσοστόμου- Θεοφίλου Αλεξανδρείας από την αγριότητα που προσέλαβε.
Ή την φοβερή σύγκρουση των οπαδών του Ιγνατίου με τους οπαδούς του Φωτίου. Και τα χάνει κυριολεκτικά παρακολουθώντας το άγιο Μελέτιο, ένα πράο και καλοκάγαθο άνθρωπο-τόσο ανεξίκακο, ώστε έφθασε στο σημείο να καλύπτει με τον μανδύα του τον έξαρχο, που τον εξόριζε κατ’ εντολή των Αρειανών, για να τον γλυτώσει από τον λιθοβολισμό των ορθοδόξων.
Εν τούτοις, όταν κάποτε έφθασε στην Αντιόχεια ο Μ. Αθανάσιος, του απαγόρευσε να λειτουργήσει και δεν δέχθηκε να τον συναντήσει.
Και πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο άγιος Ιερώνυμος μετέφρασε τον λίβελλο του Θεοφίλου Αλεξανδρείας εναντίον του ι. Χρυσοστόμου· και πήρε θέση εναντίον του αγίου Μελετίου, και δέχθηκε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος από τον αντίπαλο του Μελετίου, τον Παυλίνο, τον οποίο η μεν Ανατολή -με αρχηγό τον Μ. Βασίλειο-θεωρούσε μοιχεπιβάτη, η δε Δύση -ακολουθούμενη από τον Μ. Αθανάσιο- κανονικό ποιμένα.
Και όμως η Εκκλησία, επειδή γνωρίζει ότι «είς άγιος, είς Κύριος, Ιησούς Χριστός», και ότι οι άγιοι δεν παύουν να είναι και άνθρωποι και μετά το βάπτισμά τους, και δεν παύουν να έχουν κάποιες ατέλειες που μόνο ο θάνατος θα τους δώσει τέλος, όλους τους προαναφερομένους τους έχει αγίους, και μάλιστα ορισμένους τους γιορτάζει την ίδια μέρα, όπως τον Πέτρο και τον Παύλο ή τους σημερινούς αγίους Ιερώνυμο και Αυγουστίνο.
Βέβαια η Εκκλησία δεν αμνηστεύει τις διαμάχες, ούτε μας ενθαρρύνει να μιμηθούμε τα τυχόν ελαττώματα των αγίων· απλώς αναγνωρίζει την προσφορά τους, βλέπει ότι το ενεργητικό ήταν μεγαλύτερο από το παθητικό τους, και δίδει μέσα στο αγιολόγιό της την ενότητα που θα επικρατήσει απόλυτα στον ουρανό.
Σημερινές αναλογίες
Παρόμοιες αντιθέσεις και σήμερα ταλαιπωρούν την Εκκλησία. Θεολογικές διαμάχες, αντιδράσεις σε μεταρρυθμιστικές ενέργειες, προσωπικές διενέξεις και συμφέροντα, δίνουν αφορμή για φοβερές τρικυμίες και αντάρες, οι οποίες γίνονται αιτία να σκαμπανεβάζει το πλοίο της Εκκλησίας. Ανθρώπινα φαινόμενα όμως…
Ας τα βλέπουμε με κάποια συγκατάβαση, χωρίς να τα κάνουμε ιδεώδη και ιδανικά μας. Ας είναι χαραγμένη βαθειά στο μυαλό μας η εντολή του Χριστού «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωαν. 13,34), και ας αγωνιζόμαστε πάση θυσία να την εφαρμόσουμε.
Ας μη ξεχνάμε επίσης, ότι «ατέλεστος η τελειότης» στον χριστιανισμό και ότι στην πράξη διαφέρει το δέον από το ον. Λέγει ο Χριστός· «Μη κτήσεσθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών, μη πήραν εις οδόν μηδέ δυο χιτώνας μηδέ υποδήματα» (Ματθ. 10,9-10).
Κι όμως λέγει ο Παύλος· «Τον φαιλόνην, όν απέλιπον εν Τρωάδι παρά Κάρπω, ερχόμενος φέρε…» (Β΄Τιμ. 4,13). Άρα, σχολιάζει ο ι. Χρυσόστομος, είχε και δεύτερο επανωφόρι, αφού ένα φορούσε και το άλλο είχε αφήσει στο Κάρπο.
Και φυσικά έπρεπε να έχει, λέγει ο ασκητικός και σκληρός απέναντι στα υλικά αγαθά πατήρ· διότι όταν έπλενε π.χ. τον ένα χιτώνα έπρεπε να έχει άλλον· δεν θα έμενε γυμνός…Και στις πράξεις λέγει ο άγγελος στον Πέτρο που τον απελευθερώνει· «Περίζωσαι και υπόδησαι τα σανδάλιά σου» (Πραξ.12,8).
Άρα, παρατηρεί ο ι. Χρυσόστομος, ο Πέτρος είχε σανδάλια ενώ το απαγόρευσε ο Χριστός. Και ο άγγελος δεν του λέγει, άσε τα σανδάλια, αφού το απαγορεύει ο Χριστός, κ’ έλα ξυπόλητος· ούτε τον επιτιμά γι’ αυτά· αλλά του λέγει· «Βάλε τα σανδάλια σου, σφίξε τα λουριά τους και έλα».
Του μιλά, δηλαδή, με επιείκεια, με κατανόηση, με αγάπη. Αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη αδυναμία και ασθένεια.
Και στην προς Φιλιππησίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, μια πολύ όμορφη επιστολή, μια επιστολή που απευθύνεται σε μια χαριτωμένη και πνευματική εκκλησία, τη μόνη που δεχόταν ο Παύλος να τον ενισχύει με εφόδια και χρήματα, γιατί κατάλαβε ότι είναι άδολοι και αγνοί και απλοί χριστιανοί, βλέπουμε να αναφύονται αντιθέσεις και διαστάσεις και σχίσματα.
Γι’ αυτό ο Παύλος τους συμβουλεύει, να πράττουν «μηδέν κατά εριθείαν ή κενοδοξίαν, αλλά τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών». Και συνεχίζει· «Μη τα εαυτών έκαστοτε σκοπείτε, αλλά και τα των ετέρων έκαστος.
Τούτο γάρ φρονείσθω εν υμίν ό και εν Χριστώ Ιησού, ός εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκκένωσε μορφήν δούλου λαβών…» ( Φιλιπ. 2,3-7).
Στο τελευταίο δε κεφάλαιο της επιστολής βλέπουμε να γίνεται λόγος για δυο γυναίκες, την Ευδοξία και την Συντύχη, οι οποίες ήταν σπουδαία ιεραποστολικά πρόσωπα, γνωστά στην Εκκλησία των Φιλίππων, και οι οποίες «συνήθλησαν» με τον Παύλο και των οποίων «τα ονόματα εν βίβλω ζωής».
Και όμως αυτές πρέπει να είχαν μια διάστασι, μια διαφωνία. Γι αυτό ο Παύλος τις παρακαλεί «το αυτό φρονείν εν Κυρίω» (Φιλιπ. 4,3). Να έχουν ταυτότητα ιδεών και πράξεων, ώστε να μη συγκρούονται, παρ’ όλο που τα ονόματά τους είναι «εν βίβλω ζωής».
Το δέον λοιπόν διαφέρει από το όν. Το ξέρει αυτό η Εκκλησία μας. Και γι’ αυτό μας χαριτώνει και μας αγιάζει όλους τους προαναφερθέντας αγίους, παρ’ όλες τις ατέλειές μας. Πότε όμως; Όταν αγωνιζόμαστε συνειδητά και όταν μετανοούμε συνεχώς για τις πτώσεις μας. Αμήν.
Κήρυγμα που εκφωνήθηκε κατά τον εσπερινό της γιορτής του αγίου Αυγουστίνου, στο μητροπολιτικό ναό Φλωρίνης, στις 15 Ιουνίου 1997.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ