O όσιος πατήρ ημών Κύριλλος γεννήθηκε στην Μόσχα (1337) από γονείς ευγενείς και ευσεβείς και έλαβε το όνομα Κοσμάς στο άγιον Βάπτισμα. Έμεινε ορφανός και την φροντίδα του ανέλαβε ενας από τους κοντινούς συγγενείς του, ο Τιμόθεος Βελιαμίνωφ, αξιωματούχος στην αυλή του μεγάλου ηγεμόνα Δημητρίου.
Αυτός, εκτιμώντας την ευφυία και τα μεγάλα προσόντα του προστατευόμενου του, του εμπιστεύθηκε σύντομα την διαχείριση της περιουσίας του.
Παρά τις τιμές πού απολάμβανε, ο Κοσμάς παρέμενε μελαγχολικός, διότι στην καρδιά του είχε ανάψει ή αγάπη του αγγελικού βίου, ενώ κανένα μοναστήρι πού επισκέφτηκε δεν τολμούσε να τον δεχθεί φοβούμενο την έναντίωση του ισχυρού Τιμοθέου.
“Ετσι προσευχόταν κρυφά στον Θεό νά τον λυτρώσει άπό αυτούς τους δεσμούς με τον κόσμο και την ματαιότητα του. Μαθαίνοντας την άφιξη στην Μόσχα του μακαρίου Στεφάνου [14 Ίουλ.], ηγουμένου της Μονής Μάχριστσκ, ο Κοσμάς πήγε νά τον βρει και του έκμυστηρεύθηκε με δάκρυα τον ιερό πόθο του.
Ο Στέφανος τον ενέδυσε με το μοναχικό Σχήμα, δίνοντας του το όνομα Κύριλλος, δεν τον εκειρε όμως και μετέβη νά αναγγείλει το νέο στον Τιμόθεο.
Εκείνος εξοργισμένος έδιωξε τον άνθρωπο του Θεού με προσβολές• λίγο αργότερα ωστόσο μετενόησε, χάρις στις επιπλήξεις της συμβίας του, ζήτησε συγχώρεση άπό τον άγιο ηγούμενο και επέτρεψε στον Κύριλλο νά ακολουθήσει τον δρόμο πού του εΐχε χαράξει ο Θεός.
Άφού μοίρασε τά υπάρχοντα του στους φτωχούς, ο Κύριλλος έκάρη μοναχός στην Μονή Σιμονώφ, άπό τον Θεόδωρο [28 Νοεμ], άνηψιό του άγιου Σεργίου του Ραντονέζ, ο όποιος τον εμπιστεύθηκε σε έναν ενάρετο μοναχό, τον Μιχαήλ, ο όποιος έγινε αργότερα επίσκοπος Σμολένσκ.
Υπακούοντας στον Γέροντα του σάν νά ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο νεαρός μοναχός επιδόθηκε με χαρά σε ολες τις απαιτήσεις της μοναχικής ζωής και φλεγόμενος άπό παράφορο ζήλο ζήτησε την ευλογία του γιά νά νηστεύει περισσότερο άπό τούς άλλους μοναχούς και νά μήν λαμβάνει τροφή παρά μόνο κάθε δύο ή τρεις ήμερες.
Ο Μιχαήλ δεν του την έδωσε και τον διέταξε νά γευματίζει στην κοινή τράπεζα δίχως όμως νά χορταίνει.
Εγειρόταν την νύχτα, και ενώ ο Γέροντας διάβαζε το Ψαλτήριο εκείνος έκανε μετάνοιες, μέχρι νά αρχίσει ή Ακολουθία του Όρθρου.
Αυτή ή νυκτερινή προσευχή έγινε γιά τον όσιο πιο αναγκαια και άπό την βρώση και την πόση και δεν την εγκατέλειψε ποτέ, ακόμη και όταν ανέλαβε το βαρύ διακόνημα του αρτοποιού. Τις διαβολικές φαντασίες, δταν κυρίως απουσίαζε ο Γέροντας του, τις αποσοβούσε μέ την ευχή του Ίησού και με το σημείο του Σταυρού.
“Εκανε τέτοιες προόδους δουλαγωγώντας τις ορμές τής σαρκός, ώστε οι αδελφοί τον θεωρούσαν περισσότερο άγγελο, παρά άνθρωπο• και όταν ο άγιος Σέργιος επισκεπτόταν το μοναστήρι, πρώτα μετέβαινε στο αρτοποιείο γιά νά συνομιλήσει μαζί του επί θεμάτων πνευματικών.
Έν συνεχεία, ο Κύριλλος μετατέθηκε στο μαγειρείο και μπροστά στον πυρωμένο φούρνο επαναλάμβανε στον εαυτό του: «Νά υποφέρεις την φωτιά αυτή γιά νά μήν υποφέρεις το αιώνιο πυρ!»
Φοβούμενος, όμως, τον έπαινο τών ανθρώπων, ο μακάριος Κύριλλος άρχισε νά υποκρίνεται σαλότητα, αστειευόμενος και γελώντας με κάθε τυχόντα, μέχρι πού ο ηγούμενος του επέβαλε νά τρέφεται όλες τις ήμερες μέ ξερό ψωμί και νερό.
Μέ χαρά άδραξε ο Κύριλλος την ευκαιρία νά νηστεύει «αναγκαστικά και όχι οικειοθελώς».
Όταν ολοκληρώθηκε το έπιτίμιο αυτό, μετά άπό έξι μήνες, θέλησε νά αφοσιωθεί αποκλειστικά στην προσευχή μέσα στο κελλί του- μήν τολμώντας όμως νά ζητήσει άπό τον ηγούμενο νά άπαλλαχθεί άπό το διακόνημά του, έκμυστηρεύθηκε την επιθυμία του στην Θεοτόκο.
Και λίγες ήμερες αργότερα, ο ηγούμενος τον απάλλαξε άπό την εργασία του στο μαγειρείο και του εμπιστεύθηκε την αντιγραφή ενός χειρογράφου. ο Κύριλλος ευχαρίστησε την Παναγία και άρχισε το έργο του με μεγάλη χαρά.
Σύντομα όμως αντιλήφθηκε, ότι παρά την ησυχία της διαμονής του στο κελλί ή προσευχή του ήταν λιγότερο βαθειά και λιγότερο κατανυκτική άπό ό,τι προηγουμένως• αφού ολοκλήρωσε λοιπόν το καθήκον του, μέ πολλές ευχαριστίες στον Θεό επέστρεψε στο μαγειρείο, όπου και μόχθησε επί εννέα χρόνια.
Άφού χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ο όσιος συνέχισε τά ταπεινά του καθήκοντα και όταν ο Θεόδωρος ορίστηκε επίσκοπος Ροστώφ, υποχρεώθηκε παρά την θέληση του νά αναλάβει την ήγουμενία (1390).
Παραμένοντας ταπεινόφρων και πράος, όπως και προηγουμένως, δίχως νά ελαττώσει την άσκηση του, διοικοΰσε μέ σοφία το μοναστήρι και έπιδαψίλευε τις πνευματικές συμβουλές του στους μεγάλους του κόσμου τούτου, όπως και στους ταπεινότερους πιστούς, τούς όποιους προσείλκυε σέ μεγάλο αριθμό ή φήμη του.
Διαπιστώνοντας όμως ότι κινδύνευε νά άπωλέσει το πολυτιμότερο αγαθό του μονάχου, την ησυχία, παραιτήθηκε του αξιώματος παρά τις διαμαρτυρίες τών αδελφών και διήγε έγκλειστο βίο στο κελλί του.
Το αποτέλεσμα όμως ήταν το αντίθετο άπό εκείνο πού ανέμενε και ή απόσυρση του αυτή το μόνο πού έκανε ήταν νά του αποφέρει μεγαλύτερη δόξα, ή οποία γέννησε τον φθόνο του νέου ηγουμένου.
Γιά τον λόγο αυτό, ο όσιος Κύριλλος αποσύρθηκε γιά ένα διάστημα σέ κοντινή μονή, αφιερωμένη στο Γενέθλιον τής Θεοτόκου. Ή ψυχή του όμως, διψασμένη γιά θεωρία και απερίσπαστη προσευχή, λαχταρούσε νά φύγει μακριά άπό τούς ανθρώπους.
Μία νύχτα, ενώ έλεγε τον Ακάθιστο Ύμνο, ή ψυχή του έπληρώθη κατανύξεως και άκουσε ουράνια φωνή νά λέγει: «Κύριλλε, αναχώρησε άπό εδώ και πήγαινε στην Λευκή Λίμνη, όπου θά βρεις ανάπαυση, διότι ετοίμασα γιά σένα έκεί τόπον γιά την σωτηρία σου».
Κοιτάζοντας έξω είδε φώς άπλετο νά λάμπει προς τον Βορρά, κατά την Λευκή Λίμνη. “Εμπλεως χαράς, πέρασε προσευχόμενος όλη αυτην την νύχτα πού ήταν φωτεινότερη άπό λαμπρό πρωινό.
Λίγο αργότερα αναχώρησε προς εκείνη την κατεύθυνση, μαζί μέ τον άγιο Θεράποντα [27 Μαΐου], έναν άπό τούς πνευματικούς αδελφούς του πού επέστρεφε μετά άπό διαμονή στην περιοχή τής Λευκής Λίμνης.
Άφού βρήκε τον τόπο πού του υπέδειξε ή Θεοτόκος, πάνω σέ λόφο πού βρισκόταν σέ ένα πυκνό και ερημικό δάσος, έμπηξαν εκεί έναν σταυρό και άρχισαν νά διάγουν βίο ήσυχαστικό, απαλλαγμένο άπό κάθε βιοτική μέριμνα. Σέ λίγο καιρό ο Θεράπων αναχώρησε γιά νά ιδρύσει μονή λίγο πιο μακριά.
Ό Κύριλλος, ηλικίας τότε εξήντα ετών, δεν μπόρεσε νά απολαύσει την πλήρη έρημία πού ποθοΰσε παρά μόνο γιά λίγο καιρό, γιατί δύο αγαπητοί σ’ αυτόν μοναχοί τής Μονής Σιμονώφ, ο Ζεβεδαίος και ο Διονύσιος, ήλθαν νά μείνουν κοντά του, ακολουθούμενοι σέ λίγο άπό τον Ναθαναήλ, ο όποιος και ανέλαβε το διακόνημα του οικονόμου τής άδελφότητος.
Αν και αρνήθηκε αρχικά νά γίνει πνευματικός τους πατέρας, ο όσιος αναγκάστηκε νά ενδώσει στις επίμονες παρακλήσεις τους και έτσι οί αδελφοί έκτισαν μικρά κελλιά κοντά στο δικό του.
Ενας κάτοικος τής περιοχής, ο Ανδρέας, τρέφοντας μίσος κατά τών μοναχών, προσπάθησε πολλές φορές νά βάλει φωτιά στον φράκτη πού περιέβαλλε τά κελλιά τών ερημιτών, χάρις όμως στην παρέμβαση τής Παναγίας αυτά δεν έπαιρναν φωτιά.
Ο Λνδρέας συναισθάνθηκε την αμαρτία του, ζήτησε συγχώρεση άπό τον όσιο, και λίγο αργότερα έγινε μοναχός.
“Εχοντας κατά νου τά λόγια του Κυρίου: Τον έρχόμενον προς έμέ ού έκβάλω έξω (Τω. 6, 37), ο όσιος Κύριλλος δεχόταν, παρά τον φλογερό πόθο του γιά την ησυχία, όσους έδειχναν έτοιμοι νά αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες αύτοΰ του έρημου τόπου άπό αγάπη γιά τόν Θεό.
Από ταπεινά ασκητικά κελλιά, κτίστηκε ένα μοναστήρι πού έγινε κοινόβιο, και αργότερα ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση τής Θεοτόκου, μέ την βοήθεια ξυλοκόπων πού έστειλε ή Παναγία. “Ενας βογιάρος, άπληστος και βίαιος, ο Θεόδωρος, σκεπτόμενος ότι ο πρώην ηγούμενος της Μονής Σιμονώφ θά είχε φέρει μαζί του πολλά πλούτη, έστειλε την νύχτα ληστές νά λεηλατήσουν την μονή.
Πλησιάζοντας στον άγιο τόπο, οί κακοποιοί είδαν πλήθος από τοξότες πού την φύλαγαν άγρυπνοι, ενώ την επόμενη νύχτα υπήρχε εκεί μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων πού έμοιαζαν μέ φοβερούς πολεμιστές.
Το έβαλαν στά πόδια τρομοκρατημένοι και διηγήθηκαν τά συμβάντα στον βογιάρο, ο όποιος έστειλε έ’ναν υπηρέτη στο μοναστήρι για νά μάθει αν κάποιο σπουδαίο και ισχυρό πρόσωπο είχε φθάσει εκεί με την συνοδεία του.
Του απάντησαν ότι έδώ και μία εβδομάδα κανένας επισκέπτης δεν εΐχε έλθει στην μονή. ο Θεόδωρος κατάλαβε τότε ότι ο Θεός και οί άγγελοι του φύλαγαν το μοναστήρι.
Μετέβη λοιπόν στον όσιο γιά νά του ομολογήσει το δόλιο σχέδιο του. ο άγιος Κύριλλος του απάντησε: «Πίστεψε με, Θεόδωρε, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνο τούτο το σχισμένο ράσο πού βλέπεις νά φορώ και μερικά βιβλία».
Ή τάξις πού είχε θεσπίσει ο όσιος Κύριλλος εΐχε κάνει την μονή αυτή όμοια μέ προθάλαμο του ουρανού. Στην εκκλησία απαγορεύονταν οί ομιλίες και ή αναχώρηση πριν το τέλος τής Ακολουθίας.
Όλοι οί μοναχοί στέκονταν όρθιοι, μετά φόβου, στο μέρος όπου τούς είχε ορισθεί, ακολουθώντας το παράδειγμα του οσίου πατέρα τους πού παρέμενε ασάλευτος σάν στύλος, δίχως νά ακουμπά ούτε στον τοίχο, ακόμη κι όταν ήταν εξαντλημένος.
Μετά το λιτό γεύμα στην τράπεζα, οί αδελφοί επέστρεφαν, αφού έπαυε κάθε εργασία, στά κελλιά τους γιά νά εκτελέσουν τον Κανόνα τους.
Όλα σ’ αυτούς ήσαν κοινά και απαγορευόταν νά ονομάζει κανείς το ό,τιδήποτε «δικό μου» ή νά προφέρεται κάν ή λέξη «χρήμα». Ελεύθεροι άπό κάθε επίγεια προσπάθεια, μοναδική τους μέριμνα ήταν νά αρέσουν στον Θεό και νά διατηρούν μεταξύ τους τον δεσμό τής αγάπης.
Σέ περιόδους ένδειας, ο όσιος ενθάρρυνε τούς αδελφούς νά διατηρούν την εμπιστοσύνη τους στον Θεό και τούς απαγόρευε νά εγκαταλείπουν την μονή προς αναζήτηση πόρων.
Μία μόνο φορά τον χρόνο έβγαινε ένας μοναχός γιά νά αγοράσει τά αναγκαια, ενώ αν τούς έστελναν ελεημοσύνες αυτές γίνονταν δεκτές ως δώρα του Θεού.
Ο όσιος εξάλλου επαγρυπνούσε γιά την διατήρηση τής ησυχίας και τής ανεξαρτησίας τής μονής, την όποια επιθυμούσε πτωχή• γιά τον λόγο αυτό αρνούνταν τις δωρεές σέ κτήματα ή χωριά, έτσι ώστε νά μήν ταράζει τούς μοναχούς του, ούτε νά τούς γεννά κοσμικές μέριμνες.
Ό διάβολος κάποτε ένέβαλε λογισμούς μίσους γιά τον άνθρωπο του Θεού σέ κάποιον μοναχό, ονόματι Θεόδοτο. Αυτός, άφοΰ αγωνίστηκε έναν χρόνο, αποφάσισε τελικά νά τούς εξομολογηθεί, άλλά ή ντροπή τον εμπόδιζε νά μιλήσει.
“Εχοντας αξιωθεί άπό τον Θεό νά διαθέτει το χάρισμα τής διορατικότητος, ο Κύριλλος άρχισε νά του μιλά γιά τούς λογισμούς μίσους, περιγράφοντας μέ ακρίβεια την εσωτερική κατάσταση του μαθητή του και του ομολόγησε ότι ο ίδιος ήταν στην πραγματικότητα κακός και αμαρτωλός.
Συντριμμένος άπό την ταπεινοσύνη του Γέροντα, ο αδελφός έπεσε στά πόδια του κλαίγοντας και ζήτησε συγχώρηση, κατόπιν δε επέστρεψε εν ειρήνη στο κελλί του. Και σέ πολλές άλλες περιστάσεις ο όσιος Κύριλλος φανέρωσε το δώρο αυτό τής διορατικότητος προς οίκοδομήν τών ψυχών και διόρθωσιν τών αμαρτωλών.
Είχε λάβει επίσης το χάρισμα τής ίάσεως, το όποιο ασκούσε ραντίζοντας μέ αγιασμό τούς άρρωστους, ή χρίζοντας τους μέ λάδι ή ακόμη και εμφανιζόμενος στον ύπνο τους• επιπλέον έξέβαλλε μέ εξουσία δαιμόνια.
Άνέστησε μάλιστα και έναν νεκρό, έτσι ώστε νά μπορέσει νά μεταλάβει και νά αναπαυθεί κατόπιν έν ειρήνη. Σέ εκείνους όμως πού είχαν προσβληθεί άπό ασθένεια ως τιμωρία γιά τις αμαρτίες τους, αρνιόταν την ίαση, προκειμένου νά μπορέσει ή ψυχή τους νά σωθεί μέσα άπό την δοκιμασία αυτή.
Σέ μιά χρονιά λιμού έδωσε εντολή νά δίνουν τροφή σέ όσους παρουσιάζονταν, ενώ το αλεύρι, όσο το μοίραζαν άλλο τόσο πολλαπλασιαζόταν. Μιαν άλλη φορά έπιασε πυρκαγιά και ο όσιος την έσβησε μέ τον σταυρό στο χέρι στέκοντας ορθός μπροστά στις πελώριες φλόγες.
“Εφερε πάνω του αλυσίδες πού ακόμη και σήμερα τιμώνται και ή καρδιά του γέμιζε άπό θείο έρωτα σέ τέτοιον βαθμό πού δέν μποροΰσε νά κρατήσει τά δάκρυα του, όταν τελοΰσε την θεία Λειτουργά ή διάβαζε ή προσευχόταν στο κελλί του.
Καθώς ή φήμη του όσιου Κυρίλλου εΐχε φθάσει μακριά, οί μεγάλοι του κόσμου τούτου έγραφαν σέ αυτόν και δέχονταν ταπεινά τις συμβουλές του γιά νά κυβερνούν τούς υπηκόους τους σύμφωνα μέ τις εντολές του Θεού και νά κάνουν ελεημοσύνες γιά την σωτηρία τους.
Στον μεγάλο ηγεμόνα Βασίλειο τής Μόσχας έγραφε, λόγου χάριν: «”Οπως σέ ένα καράβι το ελάττωμα ενός κωπηλάτη δέν συνιστά μεγάλο κακό, ενώ εκείνο του καπετάνιου θέτει σέ κίνδυνο όλο το πλοίο, έτσι και όταν ο ηγεμόνας άμαρτάνει, ζημιώνει όλους τούς υπηκόους του».
“Οταν ο όσιος, σέ ηλικία ενενήντα χρόνων, εξαντλημένος άπό τούς ασκητικούς αγώνες αισθάνθηκε ότι πλησίαζε ή ώρα νά μεταβεί στην ουράνια πατρίδα του, συγκέντρωσε τούς πενήντα τρεις μαθητές του, τούς συνέστησε νά μήν παρεκκλίνουν κατά το παραμικρό άπό το κοινοβιακό Τυπικό πού είχε θεσπίσει, όρισε ώς διάδοχο του έναν άνθρωπο ενάρετο, ονόματι Ίννοκέντιο, και κατόπιν αποσύρθηκε στην σιωπή και την προσευχή.
Όταν ήταν πια στά τελευταία του και οί αδελφοί έκλαιγαν λέγοντας πώς το μοναστήρι θά ερημωνόταν μετά την έκδημία του, τούς υποσχέθηκε ότι δεν θά τούς εγκατέλειπε και ότι ή αδελφότητα τους θά αυξανόταν σημαντικά, υπό τον όρο ότι θά διατηρούσαν την αδελφική αγάπη.
Άφού τούς ευλόγησε και τούς ασπάσθηκε, κοινώνησε τών Άχραντων Μυστηρίων και παρέδωσε την ψυχή του στά χέρια του Κυρίου, την 9η Ιουνίου 1427, ενώ προσευχόταν. Αμέσως ή Οψη του όσιου φωτίστηκε και μία ουράνια εύωδία γέμισε τον τόπο.
Τά τίμια λείψανα του έπετέλεσαν κατόπιν πλήθος θαύματα στο μοναστήρι του πού έγινε το κέντρο τής επονομαζόμενης «Θηβαΐδος του Βορρά». Πολλοί μαθητές του έγιναν ονομαστοί γιά την αγιότητα του βίου τους και ίδρυσαν μονές πού τηρούσαν πιστά το Τυπικό του όσιου Κυρίλλου.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ινδικτος