Ό άγιος πατήρ ημών Βονιφάτιος, ονομαζόμενος αρχικά Ούινφρίδος, γεννήθηκε περί το 672 κοντά στο Έξετερ, στήν δυτική εσχατιά του Ούέσεξ, ενός από τά βασίλεια τής άγγλοσαξωνικής Έπταρχίας.
Από νεαρότατη ηλικία έδειξε κλίση προς τον μοναχικό βίο και επτά ετών εισήλθε σέ μοναστήρι, αρχικά στο Έξετερ, αργότερα δε στο Νέρσλιγκ, γιά νά διδαχθεί εκεί τόσο τά ιερά όσο και τά θύραθεν γράμματα.
Μετά από λαμπρές σπουδές έλαβε τον τίτλο του καθηγητή, αλλά ή διδασκαλία τής γραμματικής και τής ρητορικής άλλον σκοπό δεν είχε γι’ αυτόν παρά την προπαρασκευή τής κατανόησης τής Άγιας Γραφής.
Τέλειος σέ ολα μοναχός, φανέρωσε επιπλέον ζωηρό ζήλο γιά τό κήρυγμα και τό όνειρο του ηταν νά ακολουθήσει τό παράδειγμα τών αγίων Ιρλανδών μοναχών που είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους γιά νά περιοδεύουν και νά διαδίδουν το Ευαγγέλιο στους ειδωλολάτρες.
Λίγο μετά τήν χειροτονία του εις πρεσβύτερον (716) εγκατέλειψε τήν Μονή του Νέρσλιγκ μαζι μέ τρέΐς συμμοναστές προκειμένου νά συμμε-τάσχει στήν ιεραποστολή του αγίου Ούίλλιμπρορντ [7 Νοεμ.] στήν Φρισία, ή όποια συναντούσε πολλές δυσκολίες, καθώς μπροστά στήν είδωλολατρική αντίδραση πού προκλήθηκε από τον θάνατο του Πεπίνου του Χέρισταλ, ο επίσκοπος είχε υποχρεωθεί να αποσυρθεί στο μοναστήρι του
.
Παρά τον ζήλο τους, οι νέοι ιεραπόστολοι αντιμετώπισαν τίς ίδιες δυσκολίες και χρειάστηκε συντομία να επιστρέψουν στο μοναστήρι τους στην Αγγλία, δπου οι αδελφοί δέχθηκαν με θέρμη τον Ούινφρίδο και του πρότειναν να διαδεχθεί τον ηγούμενο πού είχε προσφάτως τελευτήσει.
Χάρις στην υποστήριξη του επισκόπου του Ουίντσεστερ, ό άγιος μπόρεσε να άποδεσμευθεί από την υποχρέωση αυτή καί να προετοιμάσει μία νέα ιεραποστολή, αφού προηγουμένως μετέβη σε προσκύνημα στην Ρώμη (718).
Ό πάπας Γρηγόριος Β’ τον δέχθηκε με τιμές καί επιθυμώντας να συνεχίσει τό ιεραποστολικό εργο του ενδόξου ομωνύμου του Γρηγορίου Α’ [12 Μάρτ.], του ένεχείρισε επιστολή πού του έδινε την εξουσία να εύαγγελίσει όλους τους ειδωλολατρικούς λαούς στην Γερμανία, σε εξάρτηση από τήν ρωμαϊκή εδρα, ενώ ως ένδειξη άφοσιώσεως τον μετονόμασε Βονιφάτιο (719).
Αφού διέσχισε γρήγορα τήν Βαυαρία καί τήν Θουριγγία, ο άγιος κατευθύνθηκε εκ νέου προς τήν Φρισία, όπου ο άγιος Ουίλλιμπρορντ είχε καταφέρει να ανακτήσει τήν έ’δρα του της Ουτρέχτης.
Έπί τρία χρόνια βοήθησε τον Γέροντα νά αποκαταστήσει τον Χριστιανισμό στήν περιοχή αυτή• όταν όμως ο Ουίλλιμπρορντ του πρότεινε νά τον χειροτονήσει επίσκοπο γιά νά τον διαδεχθεί, του απάντησε οτι είχε ως αποστολή νά εύαγγελίσει όλους τους βάρβαρους λαούς καί ήταν πιά καιρός νά στραφεί προς τίς περιοχές τής Γερμανίας, πού ήσαν ακόμη ελάχιστα εκχριστιανισμένες.
Διείσδυσε λοιπόν προς τό εσωτερικό τών χωρών εκείνων πού βρίσκονταν υπό φραγκική κυριαρχία, άλλά ήσαν ώς έπί τό πλείστον ειδωλολατρικές.
Στήν Έσση ξεκίνησε ιδρύοντας μονή στό Άμενεβούργο, ή οποία έγινε πόλος έλξης καί εκπαιδευτήριο ιεραποστόλων. Όταν ο πάπας έμαθε τίς επιτυχίες του Βονιφάτιου τον κάλεσε στήν Ρώμη καί τον χειροτόνησε επίσκοπο άνευ έ’δρας, άλλά υπό τήν άμεση εξουσία τής ρωμαϊκής έ’δρας (722).
Επιστρέφοντας στήν Έσση, ξανάρχισε τίς ιεραποστολικές περιοδείες του καί επέτυχε λαμπρή νίκη έπί τής ειδωλολατρίας καταρρίπτοντας μία δρύ αφιερωμένη στον θεό Θώρ, τήν όποια οι ειδωλολάτρες τιμούσαν ώς στήριγμα του ουράνιου θόλου.
Βλέποντας οι ειδωλολάτρες τί πήγαινε νά κάνει, όρμησαν εξαγριωμένοι κατεπάνω του, άλλά τό δένδρο αίφνης λύγισε κάτω από αόρατο χέρι καί ήρθε και τσακίστηκε σέ τέσσερα κομμάτια στά πόδια του άγιου.
Ό Βονιφάτιος χρησιμοποίησε τό ιερό δένδρο γιά νά κατασκευάσει μία εκκλησία, κοντά στήν οποία ίδρυσε τήν Μονή Φρίτζλαρ.
Καθώς ο Χριστιανισμός απλωνόταν, ό άγιος άφησε τους μαθητές του νά συνεχίσουν τό έργο του κι εκείνος πέρασε στήν Θουριγγία (724), όπου άρχισε ξανά τήν αποστολή του με τήν ίδρυση μιας άνδρώας μονής στο Όρντουρφ, κοντά στήν Γκότα, καθώς καί πολλών γυναικείων μονών.
Γιά νά οργανώσει τις νέες αυτές κοινότητες πάνω σέ παραδοσιακά θεμέλια, κάλεσε μοναχούς καί μοναχές από τήν Αγγλία11, οι όποιοι διέδωσαν στίς περιοχές αυτές όχι μόνο τήν χρηστότητα τών ευαγγελικών ηθών, άλλά καί τά φώτα του πολιτισμού.
Αφού έλαβε από τον πάπα Γρηγόριο Γ’ (731) τό αξίωμα του αρχιεπισκόπου καί τό πάλλιο, ό ακαταπόνητος απόστολος κατηύθυνε τις προσπάθειες του προς τήν Βαυαρία, τήν πλέον αχανή περιοχή τής Γερμανίας, πού είχε εύαγγελισθεΐ πρίν από πολύ καιρό από γενναίους ιεραποστόλους, άλλά στερούνταν ακόμη στερεής εκκλησιαστικής οργάνωσης.
Εγκατέστησε εκεί τέσσερεις επισκόπους, στο Σάλτσμπουργκ, στο Φράιζινγκ, στήν Ρατισβόννη καί στο Πασάου, καί επέστρεψε κατόπιν στήν Ρώμη γιά νά αναφέρει στον πάπα τά αποτελέσματα τής αποστολής του καί νά ζητή¬σει οδηγίες.
Επιστρέφοντας στήν Γερμανία εφοδιασμένος μέ ιερά λείψανα καί συστατικές επιστολές του πάπα, εγκατέστησε επισκόπους στήν Έσση καί στήν Θουριγγία- τό εργο αποδείχθηκε δυσχερέστερο άπ’ ό,τι στήν Βαυαρία, διότι οι περιοχές αυτές δέν είχαν κληρονομήσει τήν ρωμαϊκή διοικητική οργάνωση καί δέν διέθεταν πραγματικές πόλεις ικανές νά χρησιμεύσουν ώς επισκοπές (741).
Όταν ολοκληρώθηκε ή αποστολή αυτή μετά από είκοσι χρόνια μόχθων, μπόρεσε νά παρουσιάσει, μέ τήν έγκριση του νέου πάπα Ζαχαρία, τήν οργάνωση τής νέας Εκκλησίας.
Γιά νά σφραγίσει τό έργο αυτό ό άγιος αποφάσισε νά ιδρύσει στο κέντρο τών τεσσάρων χωρών πού είχε εύαγγελίσει, τής Φρισίας, τής Έσσης, τής Θουριγγίας καί τής Βαυαρίας, μία μεγάλη μονή πού συμβόλιζε τήν ενότητα τής Γερμανικής Εκκλησίας καί ή όποια θά μπορούσε νά του χρησιμεύσει ώς τόπος διαμονής.
Μετά από μακρές έρευνες, ό μαθητής του Στρούμ βρήκε τον προσφυή τόπο, σε ίνα πυκνό δάσος που τό διέσχιζε ο ποταμός Φούλντα, ο δπόίδς και έδωσε τό όνομα του στο νέο καθίδρυμα. Κάθε χρόνο ο άγιος Βονιφάτιος ερχόταν έκεί νά αναπαυθεί και νά διδάξει τίς παραδόσεις του μοναχισμού στήν αδελφότητα, ή οποία έφθασε νά αριθμεί τετρακόσιους μονάχους όταν έτελεύτησε ο άγιος.
Παρά τήν προχωρημένη ηλικία του καί τήν επιθυμία γιά ησυχία, ο άγιος Βονιφάτιος δεν έπαυσε ωστόσο τίς δραστηριότητες του.
Τό 743 έλαβε μέρος σε μία μεγάλη γερμανική Σύνοδο πού συγκλήθηκε γιά πρώτη φορά από τον αυλάρχη Αύστρασίας Καρλομάνο προκειμένου νά διευθετηθούν πολλά προβλήματα πού είχαν ανακύψει στήν Φραγκική Εκκλησία από τίς μεταρρυθμίσεις του Καρόλου Μαρτέλου καί τούς αγώνες μεταξύ των αριστοκρατικών φατριών.
Οι αναταράξεις αυτές στήν εκκλησιαστική οργάνωση είχαν ανοίξει τον δρόμο στήν επανεμφάνιση του παγανισμού καί στήν επιρροή πλήθους απατεώνων πού εκμεταλλεύονταν τήν ευπιστία του λαού.
Στήν Σύνοδο αυτή επιβεβαιώθηκε ή αυθεντία τών επισκόπων, οι όποιοι, υπαγόμενοι στον άγιο Βονιφάτιο, όφειλαν νά επαγρυπνούν γιά τήν αναμόρφωση του κλήρου τους, τήν τήρηση τών ίερών παραδόσεων καί τον αγώνα κατά τών δεισιδαιμονιών.
Αποδόθηκε μέρος τών εκκλησιαστικών αγαθών πού είχαν σφετερισθεί οι ευγενείς καί καθαιρέθηκαν οι ανάξιοι ιεράρχες. Ή μεταρρύθμιση αυτή επεκτάθηκε στο σύνολο τής Φραγκικής Εκκλησίας καί επικυρώθηκε στήν Σύνοδο του Σουασόν, τό 744.
Ό άγιος Βονιφάτιος έπιθυμούσε νά ολοκληρώσει τό έργο αυτό τής ενοποίησης τής Φραγκικής Εκκλησίας έγκαθιστώντας τήν έδρα του στήν Κολωνία, άλλά οι αντιδράσεις ενός μέρους του κλήρου καί τών Φράγκων πριγκήπων εμπόδισε τήν πραγματοποίηση του σχεδίου αύτού καί έτσι δέχθηκε ώς έδρα τήν Μαγεντία (747)• ή Αλσατία, ή ‘Αλεμανία καί ή περιοχή τών Τρεβήρων παρέμειναν οργανωμένες πάνω σέ άλλες αρχές, με μία μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τήν Ρώμη, ενώ ή Σαξωνία παρέμενε επίμονα προσηλωμένη στά βαρβαρικά ήθη
.
Μετά τήν παραίτηση του Καρλομάνου γιά νά γίνει μοναχός στο Μόντε Κασσίνο, ο άγιος Βονιφάτιος έστεψε τον αδελφό του Πεπίνο τον Βραχύ στο Σουασόν, εγκαινιάζοντας έτσι τίς αρχές τής Καρολίγγειας δυναστείας (751).
Παρά τήν ηλικία του ο αποστολικός του ζήλος δέν είχε σβήσει καί σχεδίαζε πάντα νά συνεχίσει τον ευαγγελισμό τής αντιστεκόμενης Φρισίας. Αφού τοποθέτησε ώς διάδοχο του στήν Μαγεντία τον προσφιλέστερο του μαθητή Αούλλο, αποχαιρέτησε τούς φίλους του καί παίρνοντας προφητικά ε να σάβανο στις αποσκευές του άνέπλευσε στον Ρήνο.
Αφού πέρασε τον χειμώνα στήν Ουτρέχτη σέ ένα μοναστήρι πού διοικούσε ένας από τους μαθητές του, ξεκίνησε στίς αρχές τής άνοιξης γιά τήν αποστολή του στίς βορειότερες περιοχές τής χώρας. Έγινε φιλικά δεκτός από τον πληθυσμό καί οι ιεραπόστολοι βάπτισαν αρκετούς ειδωλολάτρες.
Στίς 5 Ιουνίου 754, όμως, ενώ αυτοί ετοιμάζονταν νά λάβουν τό χρίσμα, μία ομάδα ένοπλων όρμησε ουρλιάζοντας στον καταυλισμό. οι υπηρέτες καί οι σύντροφοι του αγίου προσπάθησαν νά πάρουν τά όπλα γιά νά άντισταθούν, άλλά ό Βονιφάτιος στάθηκε στήν μέση τής συμπλοκής καί παροτρύνοντας τους ανθρώπους του νά μήν ανταποδώσουν κακό στο κακό, αναφώνησε: «Έφθασε επιτέλους ή πολυπόθητη μέρα.
Ό καιρός ο ορισμένος γιά τήν επικείμενη λύτρωση μας. Άς παρηγορηθούμε λοιπόν εν Κυρίω, άς δεχθούμε τήν απόφαση Του ευχαριστώντας Τον, νά έχετε εμπιστοσύνη σέ Αυτόν. Έχει λυτρώσει ήδη τίς ψυχές μας!» Ό λύσσα τών βαρβάρων έγινε ακόμη μεγαλύτερη.
Ένας ανάμεσα τους σήκωσε τό ξίφος του καί μέ μία σπαθιά έσχισε τό χειρόγραφο πού είχε σηκώσει ο άγιος γιά νά προστατευθεί καί κατόπιν τό κρανίο του. Έσφαξαν πενήντα δύο από τους συντρόφους του καί μέ ξίφη καί τσεκούρια έχαναν κομμάτια λειψανοθήκες καί βιβλία πού άποτελούσαν τον μόνο θησαυρό τών ιεραποστόλων.
Χριστιανοί ήλθαν αργότερα νά περισυλλέξουν τά λείψανα τους καί τό σκήνωμα του άγιου Βονιφατίου μεταφέρθηκε στήν Μαγεντία, από εκεί δέ σύμφωνα μέ τίς δδηγίες πού εΐχε δώσει ο άγιος στήν Μονή Φούλντα, ή όποια έγινε κέντρο προσκυνήματος καί τό σύμβολο τής ένότητος τής Εκκλησίας στήν Γερμανία.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος