Ό άγιος πατήρ ημών Γερμανός γεννήθηκε τον 6° αιώνα στο Ώτέν. Μετά τις σπουδές του αποσύρθηκε σε έναν συγγενή του καί επί δεκαπέντε χρόνια διήγε μαζί του βίο θεάρεστο, με άσκηση, προσευχή και ύμνους.
Καθώς ή εύωδία των αρετών του απλώθηκε στην περιοχή, ο επίσκοπος του Ώτέν τον χειροτόνησε πρεσβύτερο (530), εν συνεχεία δέ ο διάδοχος εκείνου του ανέθεσε τήν ήγουμενία τής Μονής του αγίου Συμφοριανού.
Ή αυστηρότητα του τον έφερνε ενίοτε σέ αντίθεση μέ τον επίσκοπο, γεγονός που του κόστισε μάλιστα μία φορά τήν φυλάκιση του. Ή πόρτα τής φυλακής άνοιξε από μόνη της, άλλά ο άγιος δεν δέχθηκε νά διαβεί τό κατώφλι, παρά μόνο αφού έλαβε εντολή.
Περί το 555, κλήθηκε στο Παρίσι από τόν βασιλιά Χιλδεβέρτο καί ορίσθηκε νά χειροτονηθεί επίσκοπος τής πόλεως. Στο νέο του αυτό αξίωμα, ο ταπεινός Γερμανός δεν άλλαξε στο παραμικρό τήν αυστηρότητα του βίου του, ούτε τήν ενδυμασία του.
Μέχρι τήν τελευτή του, παρέμεινε μοναχός καί ασκητής, προσθέτοντας στήν τάση του προς τήν ευαγγελική τελειότητα τήν μέριμνα γιά τήν σωτηρία του λαού του τόν όποιο παραινούσε ακαταπόνητα.
Τό κήρυγμα του έβρισκε στήριγμα περίλαμπρο στήν δωρεά τών θαυμάτων, τήν οποία ο Θεός του είχε επιδαψιλεύσει. Θεράπευε πολλούς ανήμπορους καί ασθενείς καί ελευθέρωνε τους δαιμονιζομένους, τους οποίους κρατου σε πολλές ημέρες κοντά του, προκειμένου νά προσεύχεται γι’ αυτούς.
Καθώς ή φήμη του ώς θαυματουργού εξαπλώθηκε, χρησιμοποιούνταν κάθε αντικείμενο πού είχε ευλογήσει ή αγγίξει, γιά νά αποσταλεί σέ όσους δοκιμάζονταν, καί μέ τήν χάρη του Θεού εκείνοι λυτρώνονταν από τά δεινά τους.
Δεν έπαυε στιγμή τις ελεημοσύνες καί αφιέρωνε σέ αυτές τό μεγαλύτερο μέρος τών πόρων τής Εκκλησίας του, όταν δέ αυτοί δεν έπαρκοΰσαν, προσέφευγε στον βασιλιά Χιλδεβέρτο, ο όποιος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό στο πρόσωπο του από τότε πού ο άγιος τον είχε θεραπεύσει από βαρεία ασθένεια.
Ή εύσπλαγχνία του άγιου Γερμανού απευθυνόταν αδιακρίτως σέ όλους, χόλους και κακούς• και όταν ήταν στο χέρι του, φρόντιζε να αποφυλακίζονται οί κρατούμενοι και να απελευθερώνονται οί σκλάβοι κάθε εθνικότητας.
Στο πρόσωπο του οί χριστιανοί του Παρισιού πίστευαν οτι αναβίωνε ο άγιος Διονύσιος, ο πολιούχος τους [9 ‘Οκτ.].
Ενεθάρρυνε τήν τιμή των τοπικών άγιων και έδειχνε ιδιαίτερη μέριμνα για τό κάλλος και τήν μεγαλοπρέπεια τών ιερών Ακολουθιών. Εκτιμάται ότι αρκετές από τις ιδιαιτερότητες της τότε Λειτουργίας τών Γαλατών οφείλονταν στήν δική του επιρροή.
Με τήν υποστήριξη του βασιλιά, ίδρυσε μονή αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό καί στον άγιο Βικέντιο, ή όποια έκτοτε είναι γνωστή μέ τό όνομα Σαν Ζερμαίν ντε Πρέ. Φρόντισε νά έλθουν μοναχοί από τήν Μονή του αγίου Συμφοριανοΰ, προκειμένου νά επιβλέψουν στήν τήρηση του δικού τους Τυπικού, πού προερχόταν από τήν Μονή του Λερίνου.
Τέλειος γνώστης της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ο άγιος Γερμανός επαγρυπνούσε για τήν ειρήνη καί τήν ενότητα της Εκκλησίας τών Γαλατών. Ή συνεισφορά του ήταν μεγάλη στήν Σύνοδο της Τουρώνης (566), συνεκάλεσε δέ δύο συνόδους στο Παρίσι (557, 573).
Μετά τον θάνατο του Χιλδεβέρτου (558), τό Παρίσι έγινε ή πρωτεύουσα του ενωμένου βασιλείου του Κλοταίρου, ο όποιος επέδειξε στον άγιο επίσκοπο τον ίδιο σεβασμό δπως ο αδελφός του, χάρη στήν επιρροή της συζύγου του, αγίας Ραδεγόνδης [13 Αύγ.].
Όταν ή βασίλισσα αποφάσισε νά γίνει μοναχή στήν Μονή του Τιμίου Σταύρου, πού είχε ιδρύσει στο Πουατιέ, ο άγιος Γερμανός ίκέτευσε τον βασιλιά νά μήν βάλει εμπόδια στήν κλήση της, καί κατόπιν διατήρησε μαζί της σταθερή σχέση πνευματικής πατρότητος.
Στο τέλος της σύντομης βασιλείας του Κλοταίρου (561), τό βασίλειο χωρίστηκε πάλι ανάμεσα στους τέσσερεις άνηψιούς του: Χαριβέρτο, Γκοντράν, Σιγεβέρτο καί Χιλπέριχο.
Ο Χαριβέρτος, βασιλιάς τών Παρισίων, ήταν άνθρωπος άσεβης καί διεστραμμένος, λεηλατούσε τους ναούς καί είχε παντρευτεί δύο αδελφές. Περιφρόνησε τον αφορισμό του από τον άγιο άλλά, λίγο αργότερα, βρήκε τον θάνατο, δπως καί ή μία από τις συζύγους του.
Ό άγιος Γερμανός προσπάθησε, ματαίως, νά συμφιλιώσει τήν Βρουνχίλδη, σύζυγο του Σιγεβέρτου, καί τήν Φρεδεγούνδη, σύζυγο του Χιλπέριχου. Μετά τήν δολοφονία της αδελφής της Βρουνχίλδης, μέ τήν υποκίνηση της Φρεδεγούνδης (575), ο Σιγεβέρτος κήρυξε πόλεμο στον Χιλπέριχο.
Περνώντας από τό Παρίσι, συνάντησε εκεί τόν άγιο επίσκοπο, ο όποιος προσπάθησε νά τόν αποτρέψει από τό σχέδιο εκδίκησης που έτρεφε λέγοντας του: «”Αν ανοίξεις λάκκο γιά τόν αδελφό σου, θά πέσεις ο ίδιος μέσα». ο Σιγεβέρτος αγνόησε τήν συμβουλή αυτή και πέθανε δολοφονημένος.
Άφού γιά πολλά χρόνια υπήρξε πρωτεργάτης τής ειρήνης καί υποδειγματικός ποιμένας, ο άγιος Γερμανός έκοιμήθη έν Κυρίω στις 28 Μάίόυ 576 καί ενταφιάσθηκε στήν εκκλησία τής μονής του στο Παρίσι.
Στήν μεγάλη πυρκαγιά που άφάνησε το Παρίσι τό 585, εμφανίσθηκε γιά νά ελευθερώσει τους φυλακισμένους που κατέφυγαν αμέσως στον τάφο του. Στά χρόνια που ακολούθησαν, παρέμεινε ένας από τούς πλέον τιμώμενους άγιους, τόσο στο Παρίσι καί τήν Γαλατία όσο καί στήν υπόλοιπη λατινική Εκκλησία.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος