Η παράσταση της Κλίμακος, Εμμαν. Τζάνε 1663.Ι.Ν. Αγ.Γεωργίου, Βενετίας
Την Δ’ Κυριακή των Νηστειών η Ορθόδοξη Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του οσίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος. Όπως είναι γνωστό, η μνήμη του τελείται στις 30 Μαρτίου, αλλά οι άγιοι Πατέρες καθόρισαν η ακολουθία του να ψάλλεται την Δ’ Κυριακή των Νηστειών ίσως επειδή όλον αυτό τον καιρό της νηστείας, στα περισσότερα ορθόδοξα Μοναστήρια, κατά μία παλαιά παράδοση, αναγιγνώσκεται συνέχεια το κατανυκτικότατο και πνευματικότατο έργο του, που λέγεται «Κλίμαξ».
Ο άγιος Ιωάννης «της Κλίμακος», όπως τον ονομάζουν τα εκκλησιαστικά μας βιβλία, είναι από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ασκητισμού της Ανατολικής Εκκλησίας και έλαμψε σαν ένα λαμπερό αστέρι στο πνευματικό στερέωμα τον ΣΤ’ με Ζ’ αιώνα.
Σε ηλικία δεκάξη χρονών, αφοί σπούδασε καλά την «εγκύκλιο και εξωτερική σοφία», φεύγει για το αγιασμένο βουνό του Σινά, όπου έζησε με άσκηση μεγάλη και υποταγή, κοντά σε εμπειρότατο γέροντα.
Μετά από τρία χρόνια, δεκαεννιά χρονών, ο νέος ασκητής της «υποταγής» φεύγει στην έρημο για το στάδιο της «ησυχίας». Ο θείος έρωτας που φλογίζει τη καρδιά του, δεν αφήνει τίποτε να μπει ανάμεσα σ’ αυτόν και «ον ηγάπησεν η ψυχή του» Θεό.
Θέλει να είναι μόνος του, σε μια σχισμή ενός «απορρώγος βράχου», ανάμεσα ουρανού και γης, και να σκέπτεται, να συλλογίζεται, να προσεύχεται, να συνομιλεί, να δίνεται μοναδικά και ολοκληρωτικά στο Νυμφίο της ψυχής του, το Χριστό: «εκστατικός ο θείος έρως, ουκ εών εαυτών είναι τους εραστάς, αλλά των ερωμένων», κατά την μυστικότατη φράση του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Εκεί στην έρημο του Σινά, μέσα στην ασκητική μοναξιά και τον ευλογημένο έρωτα του «ακροτάτου εφετού», πέρασε ο άγιος Ιωάννης, σαράντα ολάκερα χρόνια.
Αυτό το πράγμα, δύσκολα μπορεί να το νιώσει ο σημερινός άνθρωπος, ακόμα κι αρκετοί χριστιανοί. Πώς μπορεί να περάσει μία ζωή ολόκληρη ένας άνθρωπος, έξω από τους ανθρώπους; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, απαιτεί πολύ χρόνο και θα μας πήγαινε πολύ μακρυά, αυτή τη στιγμή.
Εκείνο που πρέπει να λεχθεί τώρα είναι τούτο, ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα, τα αντικείμενα και τα πρόσωπα, ακόμα και τα πιο πνευματικά, τα «ομότροπα», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον απασχολούσαν έστω και για λίγο μακριά απ’ το Θεό, τα θεώρησε όλα «σκύβαλα» και έγκατα-βίωσε σε ένα απομακρυσμένο κελί της ερήμου του Σινά.
Πραγματικά, μεγάλη είναι η δύναμη, που μας κρατάει δεμένους με τον κόσμο ή με την δυσκολόφευγη αμαρτία του κόσμου.
Αλλά, όταν η αγάπη του Χριστού κυριέψει τη καρδιά μας, περιτρέχουμε με ανήσυχη τη ψυχή, δρυμούς και λειμώνες, άνυδρες ερήμους και απρόσιτες βραχοκορφές, όπου οι δεσμοί μας με τη γη χαλαρώνονται και η θεία μέθεξη, μας κάνει να ψιθυρίζουμε τα φοβερά εκείνα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;
Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχαί, ούτε δυνάμεις, ούτε ενεστώτα, ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών».
Τώρα πια ο πνευματικός δεσμός του αγίου Ιωάννου με το Θεό είναι τέτοιος, που θα μπορούσε να πει τα λόγια του ιερού Αυγουστίνου: θα ήταν προτιμότερο για μένα να μην υπάρχω καθόλου, παρά να είμαι δίχως το Χριστό -«άμεινον ην μοι μηδαμώς είναι, του Ιησού άνευ είναι»!
Γι’ αυτό και όταν οι Μοναχοί της Ιεράς Μονής του Σινά τον κάλεσαν, εκτιμώντας τη σοφία του και την αγιότητά του, και τον έκαναν Ηγούμενό τους, εκείνος, που είχε ζήσει τόσο καιρό στη γλυκεία έρημο, μελετώντας και μιλώντας μοναχά με το Θεό, δεν μπόρεσε ν’ αντέξει, και έφυγε πάλι για να βρει την έρημό του.
Εκεί συνέχισε, με την πηγή των δακρύων του την ακατάπαυστη, να γεωργεί της ερήμου το άγονο και, με τη χάρη του Θεού, να απολαμβάνει εκατονταπλασίονα καρποφορία από τους πνευματικούς πόνους του, όπως μας δείχνει η «ουρανοδρόμος Κλίμαξ», που μας άφησε, πνευματική κληρονομιά ανεκτίμητη και αξεπέραστη.
Όλη η αγία πείρα και οι μυστικές εμπειρίες του αγίου Ιωάννου, βρίσκονται στην «Κλίμακά» του, που με πολλή ταπείνωση έγραψε, όταν του ζητήθηκε, σχεδόν κατ’ επιταγή, από τον ηγούμενο της Μονής Σινά Ιωάννη.
Εκεί στη «Κλίμακα» φαίνεται, ότι ανέβηκε στο όρος Σινά και εισήλθε, σαν νέος θεόπτης Μωϋσής, στο θείο και άδυτο γνόφο· διάβηκε με το νου του τα σκαλοπάτια της ουράνιας κλίμακας· έφτασε στο Θεό με τον καθαρό και άγιο λογισμό του, και αφού δέχτηκε το θείο φωτισμό, μας έδωσε τις νέες θεοχάρακτες πλάκες, με τις οποίες μπορούμε και εμείς να ανεβούμε την πνευματική σκάλα που φέρνει στο Θεό.
Θα προτιμούσα όμως να λιγοστέψουν τα φτωχά δικά μου σχόλια, και να σας δώσω μερικά μόνο κομμάτια, σε κατανυκτική μετάφραση και γλώσσα, απ’ το αριστούργημα της ασκητικής φιλολογίας, που λέγεται «Κλίμαξ», το γνωστό έργο του Ιωάννη.
Να, ένα απόσπασμα από το λόγο του για την καλοσύνη. «Η ήμερη ψυχή είναι καθέδρα καλοσύνης, μα η σκληρή και απάνθρωπος είναι εργαστήριο της πονηρίας. Η ήμερη ψυχή είναι βρύση της σοφίας, και ποτίζει τον εαυτό της και τους άλλους θεϊκή γνώση, όπως μας το λέει ο ψαλμός: “οδηγήσει πραείς εν κρίσει”.
Ο Κύριος οδηγεί και διδάσκει πάντα τους ήμερους να κρίνουν και να διαλέγουν το καλό από το κακό, και να το φανερώνουν και στους άλλους. Μα τους άτυχους και σκληρόκαρδους, τους σκοτίζει ο δαίμονας να τρέχουν στα κακά και τα άδικα, και να σέρνουν και τους όμοιούς τους. Η ήμερη και ίσια ψυχή, έχει σύντροφο την ταπείνωση, μα η πονηρή είναι σκλάβα της υπερηφάνειας.
Η ήμερη ψυχή γεμίζει αγία γνώση, μα η αυστηρή και σκληρή, τυφλώνεται από σκότος και αγνωσία… Την ημερότητα ακολουθεί η απλότητα, η οποία είναι μία άκακη και καθαρή καρδιά, και ζωή απονήρευτη, και συνήθεια ασκανδάλιστη και ορθή καλωσύνη, που γίνεται στη ψυχή από τη θεϊκή βοήθεια και την ανθρώπινη σπουδή και τον κόπο…»
Από το λόγο του για τη πολυφαγία, που για την εποχή μας έχει καταπληκτική επικαιρότητα, μεταφέρουμε εδώ ένα μικρό κομμάτι: «Η κοιλία μοναχή της είναι που σηκώνει τις ανεμοταραχές και όλα τα κύματα και μας καταποντίζουν.
Και από αυτή έχουν όλα τα πάθη την αρχή και την κίνηση, να μας βυθίζουν σε αυτή τη σιχαμερή θάλασσα και να μας πνίγουν. Εκείνος που νηστεύει, έχει καθαρό το νου του και ξύπνιο στη προσευχή του προς το Θεό. Μα εκείνος που χορταίνει, γεμίζει ο νους του όλο σιχαμερούς λογισμούς και πρόσωπα.
Ο χορτασμός της κοιλιάς ξηραίνει τα δάκρυα, μα η πείνα της τα γεννά· και αν θέλεις δάκρυα νήστευε. Όποιος θέλει να χορταίνει τη κοιλιά του, και να νικά και το δαίμονα της πορνείας, είναι όμοιος εκείνου που θέλει να σβήσει ένα μεγάλο καμίνι με το λάδι· γιατί, καθώς το λάδι ανάβει τη φλόγα, έτσι και η πολυφαγία τη σαρκική πύρωση.
Όταν πεινά και θλίβεται η κοιλιά, τότε ταπεινώνεται η καρδιά· μα όταν χορταίνει και χαίρεται, υπερηφανεύεται ο λογισμός και υπερυψώνεται…
Η νηστεία είναι ένα σπαθί που κόβει τους κακούς λογισμούς από τη ψυχή, και την ελευθερώνει από τα σιχαμερά όνειρα και τις φαντασίες και την κάνει να στέκεται ήσυχη και ασύγχυστη στη προσευχή, και να φωτίζεται από το Θεό, και να φυλάει το νου της, να έχει ανοιχτά τα μάτια της, και να κατανύγεται και να αναστενάζει, να κλαίει με δάκρυα και ταπείνωση και να συντρίβει πασίχαρη τη καρδιά· να παύει τη πολυλογία, να ησυχάζει με σιωπή, και να κρατά ξέγνοιαστο και γερό το κορμί, γιατί -καθώς το βεβαιώνουν οι γιατροί- η νηστεία είναι μητέρα της υγείας, προξενεί την καθαρότητα, και διώχνει τις αμαρτίες, και ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου».
Ω, να μπορούσε κάθε άνθρωπος, που θέλει να λέγεται πνευματικός, να διαβάζει λίγες σελίδες από την «ουρανοδρόμο Κλίμακα» του αγίου Ιωάννη!
Θα καταλάβαινε, πως, πάνω από τις ανθρώπινες αδολεσχίες και τα παιχνιδίσματα του λόγου και των λέξεων, που κάνουν δύσκολη τη θεολογία της Εκκλησίας μας και απομακρύνουν τον πιστό από τον ίσιο και απλό δρόμο, πάνω απ’ όλα αυτά υπάρχει η απλή αλήθεια και η πνευματική ομορφιά, όπως την έπλασε ο Θεός και όπως την είδαν όσοι απόχτησαν, με αγώνα και άσκηση, καθαρή καρδία και θεωμένο λογισμό και νου.
Όλες οι δυσκολίες και τα δυσνόητα και τα δύσληπτα γίνονται τότε απλά, καταληπτά, εύκολα, όπως στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, για τον οποίο μπορούμε να πούμε το Πατερικό «δογμάτων βυθός μέγας· νους δε ασκητού, εν αυτοίς ακινδύνως άλλεται»(το βάθος των δογμάτων είναι μεγάλο· ο νους δε του ασκητή ασχολείται με αυτά χωρίς κίνδυνο).