Ο Ταρσίζιος
Να κι ο Ταρσίζιος μες στους μάρτυρες,
ο μικρός φίλος κι αδελφός μου.
Γειά σου αδελφούλη, που ξεπέρασες
τους πιο τρανούς, εσύ, του κόσμου!
Στη δωδεκάχρονη καρδούλα του
σφίγγει το Ταρσίζιος τ’ άγια δώρα.
Δε θα τα ρίξει στην ατίμωση,
– Θεέ μου, η καρδούλα του πώς κάνει!
κι ας τον χτυπούν, κι ας τον πληγώνουνε.
Με τ’ άγια δώρα θα πεθάνει !
Γ. Βερίτης
Φορτωμένος τη σάκκα του ο Απόστολος, πήγαινε βιαστικός στο σχολείο, όταν στη γωνία αντίκρισε κάτι που δεν είχε ξαναδεί: Ο νεωκόρος του αγίου Ευθυμίου, κρατώντας ένα μικρό σταυρό και το θυμιατήρι, βάδιζε σιγοψέλνοντας μπροστά από τον ιερέα.
Εκείνος φορούσε πετραχήλι και σφιχτά πάνω στο στήθος του, κρατούσε με μεγάλη ευλάβεια το άγιο δισκοπότηρο.
– Παιδί μου, κάνε το σταυρό σου, περνάει ο Χριστός! άκουσε να του λένε.
– Φαίνεται πως ο κυρ Χαράλαμπος ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι, είπε κάποιος.
Στο νου του Απόστολου ήρθε αμέσως ο μικρός Ταρσίζιος.
Στη Ρώμη, την εποχή των μεγάλων διωγμών, ζούσε ο Ταρσίζιος. Μια μέρα, μετά τη θεία Λειτουργία, ζήτησε από τον ιερέα να αναλάβει τη δύσκολη αποστολή να πάει τα τίμια δώρα στους φυλακισμένους και μελλοθάνατους χριστιανούς.
«Ένα παιδί ξεφεύγει ευκολότερα από την αυστηρή παρακολούθηση των φρουρών» είπε. Ο ιερέας, συγκινημένος από την προσφορά του παιδιού και μη έχοντας άλλη λύση, δέχτηκε.
Ο Ταρσίζιος παίρνει τη θεία Κοινωνία και την κρατά σφιχτά πάνω στο στήθος του. Με χίλιες προφυλάξεις βγαίνει στο δρόμο .. Στη φυλακή περιμένουν να κοινωνήσουν.
Στο δρόμο συναντά συμμαθητές του, ειδωλολάτρες, που έπαιζαν. Τον φώναξαν να παίξει μαζί τους αλλά αυτός αρνήθηκε. Πρόσεξαν τότε πως κάτω από το μανδύα του κάτι κρατούσε. Όρμησαν απάνω του να του το πάρουν.
Εκείνος έσφιξε τα τίμια δώρα με όση δύναμη είχαν τα χεράκια του και φώναξε:
– Προτιμώ να πεθάνω παρά να εγκαταλείψω τον Κύριό μου.
Από τις φωνές μαζεύτηκαν κι άλλοι, που άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να τον χτυπούν αλύπητα. Ο μικρός Ταρσίζιος δεν άντεξε. Πέθανε από τα χτυπήματα.
Ο κυρ Χαράλαμπος θα κοινωνεί τώρα ήρεμα, γαλήνια, χριστιανικά, σκέφτηκε ο Απόστολος κι ευχήθηκε στον καλοσυνάτο, ηλικιωμένο γείτονα το καλό ταξίδι.