Ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης και καθηγητής της Ερήμου. 11 Ιανουαρίου ε.ε.

Ο Όσιος Θεοδόσιος καταγόταν από την κωμόπολη της Μωγαρισσού, η οποία ανήκε στην επαρχία της Καππαδοκίας. Έζησε κατά τους χρόνους του Λέοντος του Θρακός και έφτασε έως και τους χρόνους του αυτοκράτορα Αναστασίου (491 – 518 μ.Χ.).

Ο πατέρας του ονομαζόταν Προαιρέσιος και η μητέρα του Ευλογία.

Ήταν καί οι δυο ευσεβείς και πιστοί άνθρωποι. Ο Θεοδόσιος όμως, από θείο ζήλο, δεν ακολούθησε την έγγαμο ζωή, αλλά το μοναχικό βίο. Γι’ αυτό έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους.

Στη συνέχεια μετέβη στην Αντιόχεια, όπου επισκέφθηκε τον Άγιο Συμεών τον Στυλίτη, ο οποίος τον εμύησε στα της μοναχικής πολιτείας και της αρετής και του προείπε ότι θα γίνει ποιμένας πολλών λογικών προβάτων.

Ασκήτεψε κοντά στο θαυμαστό και ενάρετο ασκητή, πού ονομαζόταν Λογγίνος, με τον οποίο μαζί μελετούσε, συζητούσε και προσευχόταν και του οποίου σπούδαζε την πνευματική διαύγεια και τη μεγάλη ταπεινοφροσύνη.

Ο Όσιος Θεοδόσιος από την προσευχή και την άσκηση, έφθασε σε τόσο ύψος ηθικής τελειότητας, ώστε να επιτελεί, με την χάρη του Θεού, θαύματα. Ο Άγιος είχε κατασκευάσει έναν τάφο για τον εαυτό του, ώστε βλέποντάς τον να ενθυμείται το θάνατο.

Τον τάφο αυτόν εγκαινίασε με τον θάνατό του ένας Άγιος ασκητής, ονόματι Βασίλειος. Τον ασκητή λοιπόν αυτόν, ενώ είχε πεθάνει, μόνο ο Θεοδόσιος και ένας άλλος μοναχός τον έβλεπαν να στέκεται ανάμεσα στους άλλους μοναχούς και να συμψάλλει.

Στους υπόλοιπους μοναχούς ο Βασίλειος ήταν αθέατος. Ένα άλλο θαύμα του Αγίου, είναι το ότι σε έναν τόπο στον οποίο πρόκειται να ιδρύσει μοναστήρι, άναψε σβησμένα κάρβουνα, χωρίς να έχει φωτιά.

Αλλά και το προορατικό χάρισμα είχε λάβει από τον Θεό ο Άγιος. Έτσι προείπε την καταστροφή πού θα γινόταν στην Αντιόχεια από μεγάλο σεισμό.

Ο Όσιος Θεοδόσιος υπήρξε και καθηγητής πολλών μοναχών στην ασκητική ζωή. Δεν άργησε έτσι πλησίον του να σχηματισθεί κοινοβιακή ζωή πού τον είχε ως κέντρο και οδηγό.

Ο υπερβολικός αριθμός των μοναχών πού συγκεντρώθηκαν κοντά του, τον έκανε να σκεφθεί πού θα ήταν προτιμότερο να ιδρύσουν κοινοβιακό μοναστήρι. Μετά από προσευχή και σκέψη εξέλεξαν ερημικό τόπο, πέραν της Νεκράς Θάλασσας, η οποία απέχει από τα Ιεροσόλυμα αρκετές ώρες.

Εκεί το μέγα πλήθος της αδελφότητας, έκτισε σε λίγο χρόνο μονή με εκκλησία και νοσοκομεία, καθόσον η φήμη του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου έφερε εκεί πλήθη πού ζητούσαν την συμβουλή του, την ευλογία του η την υλική του βοήθεια.

Εκείνος τους δεχόταν πατρικά πάντοτε, τους καθοδηγούσε, τους ενθάρρυνε ή τους παρακαλούσε, σαν να ήταν αυτός πού έπασχε και είχε ανάγκη της ιατρείας. Στις ώρες του μεσονυκτίου ανέτεινε τα χέρια του στον ουρανό και ζητούσε ενίσχυση και χάρη και άφεση για ανθρώπους, προς τους οποίους προ ολίγων ωρών ήταν εντελώς άγνωστος.

Ο Όσιος Θεοδόσιος, αφού έφθασε σε βαθύτατο γήρας, κοιμήθηκε με ειρήνη. Η είδηση της κοιμήσεώς του διαδόθηκε σαν αστραπή.

Και έτρεξαν πολλοί, λαϊκοί, κληρικοί και μοναχοί, ακόμη και Επίσκοποι, για να ασπαστούν το ιερό λείψανο του Αγίου ανδρός, πού στάθηκε για όλους φιλόστοργος πατέρας και προστατευτικός αδελφός.

Και αυτός ακόμη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων προσήλθε να ασπασθεί και να παραστεί στην εξόδιο Ακολουθία. Μεγάλη δε υπήρξε η συγκίνησή του, όταν βρέθηκε ενώπιον του ιερού σκηνώματος του Οσίου.

Η σύναξή του ετελείτο στο σεπτό Αποστολείο του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, πού ήταν κοντά στην Αγία Σοφία.

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον. 
Αρεταίς θεοσδότοις εκλάμψας Όσιε, Μοναστικής πολιτείας ώφθης λαμπρός χαρακτήρ, και φωστήρ θεοειδής Πάτερ και έξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, των Αγγέλων μιμητά, θεράπων ο της Τριάδος• ην εκδυσώπει απαύστως,ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών.

Κοντάκιον. Ήχος πλ. δ’. Τη υπερμάχω. 

Πεφυτευμένος εν αυλαίς ταίς του Κυρίου σου

Τάς σάς οσίας αρετάς τερπνώς εξήνθησας

Και επλήθυνας τα τέκνα σου εν ερήμω,

Των δακρύων σου τοίς όμβροις αρδευόμενα,

Αγελάρχα των Θεού θείων επαύλεων•

Όθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε.

Μεγαλυνάριον. 
Δόσιν θεοδώρητον ειληφώς, δόσεσιν οσίαις, τάς χορείας των Μοναστών, ιερώς ρυθμίσας, δοτούς Θεώ προσήξας, τους σοί εφαπομένους, ω Θεοδόσιε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ