Ο ιερός Αυγουστίνος εγεννήθηκε, στις 13 Νοεμβρίου 354 μ.Χ., στην Ταγάστη, πόλη της ανθυπατικής Νουμιδίας της Βορείου Αφρικής.
Ο πατέρας του, Πατρίκιος, κοινοτικός σύμβουλος στην Ταγάστη, εζούσε βίο έκλυτο και ως εθνικός μόνο περί το τέλος της ζωής του μεταστράφηκε στη Χριστιανική πίστη υπό της ευσεβούς συζύγου του Μόνικας, η οποία καταγόταν από χριστιανική οικογένεια και ήταν υπόδειγμα πιστής και ενάρετης γυναικός.
Ο Αυγουστίνος, ο οποίος είχε και νεώτερο αδελφό και πιθανώς και αδελφή, από την παιδική του ηλικία διακρινόταν για την ευφυΐα, την επιμέλεια, τη ζωηρή φαντασία και την ευγενή φιλοδοξία του.
Με τη φροντίδα της μητέρας του νεώτατος κατατάχθηκε μεταξύ των κατηχουμένων και αφού συμπλήρωσε στην Ταγάστη τη στοιχειώδη μόρφωση, εστάλη υπό του πατρός του, ο οποίος τον προόριζε για ρήτορα, στα γειτονικά Μάδαυρα και στη συνέχεια, το 371 μ.Χ., στην Καρχηδόνα, για συμπλήρωση των σπουδών του.
Υπό την επίδραση του διεφθαρμένου περιβάλλοντος στο οποίο εζούσε, ο νεαρός Αυγουστίνος εξέκλινε σε βίο έκλυτο στην Καρχηδόνα και ήδη σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, το 372 μ.Χ., απέκτησε εξώγαμο παιδί, τον Αδεοδάτο.
Ο μελέτη όμως του λατίνου φιλοσόφου και ρήτορος Κικέρωνος τον συγκράτησε. Αντίθετα η Αγία Γραφή δεν έκανε ακόμη σε αυτόν καμία εντύπωση. Όπως λέγει αργότερα στις περίφημες Εξομολογήσεις του: «Δεν ήμουν άξιος ούτε να εμβαθύνω ούτε να ευχαριστηθώ στην απλότητα εκείνη των λόγων, τόσο νέα για μένα…
Η μόνη εντύπωση, η οποία μου έμεινε, ήταν ότι τίποτε στη Βίβλο δεν μπορούσε να συγκριθεί προς τη μεγαλοπρεπή ευγλωττία του λατινικού ρήτορος. Η ματαιοδοξία μου περιφρονούσε τη φαινομενική ταπεινότητα των Γραφών και οι οφθαλμοί μου ήσαν πολύ ασθενείς για να διακρίνουν τι κρυβόταν σε αυτές».
Όμως τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου διαρκώς απασχολούσαν το πνεύμά του. Έτσι ενόμισε ότι θα μπορούσε να εύρει λύση αυτών στην ιδρυθείσα υπό του Πέρσου Μάνη (215 – 276 μ.Χ.) αίρεση των Μανιχαίων.
Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Καρχηδόνα, εξάσκησε με επιτυχία το επάγγελμα του διδασκάλου της γραμματικής.
Γρήγορα όμως, από το 383 μ.Χ., τόσο οι σπουδές του περί την αστρονομία όσο και η κατανόηση περί της ελλείψεως οιασδήποτε πραγματικής επιστημονικής έρευνας στο Μανιχαϊσμό, συνετέλεσαν να χάσει την εκτίμηση την οποία έτρεφε προς την αίρεση, χωρίς όμως και να διαρρήξει κάθε σχέση προς αυτήν.
Κατά το 383 μ.Χ. ο Αυγουστίνος, αφού άφησε την Αφρική, ήλθε στη Ρώμη και μετά στα Μεδιόλανα, όπου με τη σύσταση του Ρωμαίου έπαρχου Συμμάχου, διορίσθηκε διδάσκαλος της ρητορικής.
Η μελέτη νεοπλατωνικών συγγραμμάτων, ως και των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου, ιδίως δε η ακρόαση των κηρυγμάτων του περίφημου τότε Επισκόπου Μεδιολάνων Αμβροσίου, επέφεραν βαθμηδόν στην ψυχή του μία μεταστροφή και συνετέλεσαν στην οριστική διακοπή οιασδήποτε σχέσεώς του με το Μανιχαϊσμό.
Κατά το Σεπτέμβριο του 386 μ.Χ., σε ηλικία τριάντα δύο ετών, ευρισκόμενος στον κήπο της κατοικίας του και διαλογιζόμενος τα μεγάλα προβλήματα, τα οποία τον απασχολούσαν, ενόμισε ότι άκουσε σαν παιδική φωνή, επανειλημμένα να λέγει προς αυτόν: «Πάρε και διάβασε».
Ταραγμένος έσπευσε προς τον κήπο, όπου πριν λίγο είχε αφήσει τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, και αφού τις ευρήκε, τις άνοιξε. Τα μάτια του έπεσαν στο χωρίο της προς Ρωμαίους Επιστολής: «Ως εν ημέρα ευσχήμονος περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω.
Αλλ’ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε τας επιθυμίας». Ως λέγει ο ίδιος ο Αυγπυστίνος: «Δεν ήθελα να δω κάτι επί πλέον και δεν ήταν αναγκαίο.
Διότι μόλις ετελείωσα την ανάγνωση των λίγων αυτών λέξεων και αμέσως εχύθηκε στην καρδιά μου φως, το οποίο της εχάρισε την ειρήνη και αμέσως διαλύθηκε το σκοτάδι, με το οποίο την περιέβαλαν οι αμφιβολίες μου».
Ο Αυγουστίνος από εκείνη τη στιγμή ανένηψε, παραμέρισε τους δισταγμούς, προσανατολίσθηκε οριστικά στον Ιησού. Παραιτήθηκε από το διδασκαλικό του αξίωμα και αποσύρθηκε με τη μητέρα του, το παιδί του και κάποιους φίλους του σε κτήμα κοντά στο Μεδιόλανο.
Εβαπτίσθηκε τη νύχτα του Πάσχα (25 Απριλίου) του 387 μ.Χ. από τον Άγιο Αμβρόσιο μαζί με τον δεκαπενταετή υιό του και το φίλο του Αλύπιο.
Μετά μερικούς μήνες ετοιμάσθηκε να φύγει από την Ιταλία για την Αφρική, αλλά λόγω του θανάτου της αγαπημένης του μητέρας, που τον κατελύπησε, ανέβαλε την αναχώρησή του για το επόμενο έτος.
Στο ένατο βιβλίο των Εξομολογήσεών του ο ευγνώμων υιός εκφράζει την άφατη θλίψη του για το θάνατο της μητέρας του, της οποίας πλέκει το εγκώμιον.
Γυρίζοντας στην Αφρική, ο ιερός Αυγουστίνος συνέπηξε μια μικρή μοναστική αδελφότητα και λίγο αργότερα, αφού επέστρεψε στην Ιταλία, εχειροτονήθηκε από τον γέροντα Επίσκοπο Βαλέριο πρεσβύτερος, και το 396 μ.Χ. από το Μητροπολίτη Νουμιδίας βοηθός Επίσκοπος.
Μετά το θάνατο του Επισκόπου Βαλερίου εξελέγει Επίσκοπος Ιππώνος και ανέπτυξε μεγάλο πνευματικό έργο. Ζώντας ασκητικά μαζί με τον κλήρό του, διέθεσε την περιουσία του υπέρ των πτωχών, χάρη των οποίων προέβαινε και σε πώληση των εκκλησιαστικών σκευών.
Εκήρυττε το λόγο του Θεού τακτικώτατα και εργαζόταν αδιάλειπτα με ένθεο ζήλο για την καταπολέμηση των αιρέσεων. Υπηρέτησε όσο λίγοι την αλήθεια του Χριστού με τη γραφίδα. Τα κείμενά του είναι ωκεανός σοφίας και χάριτος.
Μερικά απ’ αυτά κτυπούν τις αιρέσεις του καιρού του, με αστραπόβροντα υψηλής θεολογίας και ανατανίκητη φραστική πειθώ. Άλλα είναι φιλοσοφικά, το περί ψυχής, το περί μουσικής και ένα τρίτο περί του Χριστού ως του μοναδικού Διδασκάλου.
Ασχολήθηκε και με την ερμηνεία της Βίβλου, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Αλλά και στα δογματικά θέματα προσέφερε αγλαούς καρπούς στοχασμού.
Ο ιερός Αυγουστίνος εκοιμήθηκε με ειρήνη, στις 28 Αυγούστου 430 μ.Χ., σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, πλήρης πικρίας, καθ’ όσον οι Βάνδαλοι, αφού ερήμωσαν την Αφρική, επολιορκούσαν ήδη την Ιππώνα.
Το τίμιο λείψανό του από τη Σαρδηνία, όπου μεταφέρθηκε από Ορθοδόξους Αρχιερείς εκδιωχθέντες από τους Αρειανούς, κατατέθηκε στη Μητρόπολη της Παβίας κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ.
Στίχος
Ἔρωτι φλεχθεὶς τοῦ Θεοῦ Αὐγουστῖνε. Φωστὴρ ἐδείχθης παμφαέστατος, μάκαρ. Ἀμφὶ πέμπτῃ δέκατῃ θαν’ Αὐγουστῖνος ὁ περίπτυστος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Θείου Πνεύματος, λαμπρὸν δοχεῖον, καὶ τῆς πόλεως, Θεοῦ ἐκφάντωρ, ἀνεδείχθης Αὐγουστῖνε μακάριε· καὶ τῷ Σωτῆρι ὁσίως ἱέρευσας, ὡς Ἱεράρχης σοφὸς καὶ θεόληπτος.
Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν Συνάναρχον Λόγον
Αὐγουστῖνον τὸν μέγαν ἀνευφημήσωμεν, τὸν Ἱεράρχην τὸν θεῖον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ σοφὸν ὑφηγητήν· τῆς ἄνω πόλεως, τὸν θεολόγον τὸν κλεινὸν, προσευχῆς τὸν
ἔραστὴν, καὶ στήλην τῆς μετανοίας· πρεσβεύει γὰρ τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, δεχθεὶς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, καὶ φῶς γεγονὼς, πιστοὺς ἐφωταγώγησας, τοὺς δὲ ἐχθροὺς κατέφλεξας, τοῖς σοφοῖς σου Πάτερ συγγράμμασιν, Αὐγουστῖνε
μακάρ Χριστὸν, ἀεὶ ἐκδυσώπει, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς τῆς σοφίας κεκτημένος τὴν λαμπρότητα τῆς εὐσεβείας ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον, Ἱεράρχα Αὐγουστῖνε, Χριστοῦ θεράπον. Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς ἐνθέου ἀγαπήσεως
Ἀναπτέρωσον ἡμᾶς πρὸς θεῖον ἔρωτα τοὺς βοῶντάς σοι, Χαίροις Πάτερ θεόληπτε.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τῆν Σοφίαν καὶ Λόγον
Τὴν σοφίαν ζηλώσας τὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκ ταύτης πλησθῆναι ἐπιποθῶν, τὸν νοῦν σου ἐπέστησας, ἐν τοῖς λόγοις τοῦ Πνεύματος, ἀνιχνεύων μάκαρ, ὡς
ἕμφρων τὰ κρύφια,
καὶ ἀρδεύων θείως, ψυχῆς σου τὰς αὔλακας. Ὅθεν ὡσεὶ δένδρον, ἐν ἐξόδοις ὑδάτων, χλοάζον ταῖς πράξεσι, καὶ καρποῦν θεωρήμασιν, ἀνεδείχθης
μακάριε· πρέσβευε Χριστῷ
τῷ Θεω, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἐκ τοῦ κρατῆρος τοῦ Πνεύματος πλησθεὶς καὶ τὰ βάθη τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἐκεῖθεν μυηθεὶς, γέγονας τοῖς πᾶσι περίβλεπτος. Ποιμὴν δὲ τῆς Ἐκκλησίας προχειρισθεὶς
πνευματικοῖς τε ἄνθεσιν τὴν Ποίμνην σου ἐκθρέψας καὶ πρὸς Θεὸν χειραγωγήσας, ἀπῆλθες πρὸς τὸν Χριστόν· ὅν ἐκδυσώπει ἀεὶ ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Αὐγουστῖνε Πάτερ σοφέ, Πνεύματος Ἁγίου, τὸ δοχεῖον τὸ ἐκλεκτόν· χαῖρε Ἱεράρχα, καὶ πρόεδρε Ἱππῶνος, ἠμῶν δὲ πρὸς τὸν Κτίστην, πρέσβυς εὐπρόδεκτος.
Μεγαλυνάριον
Ἱεράρχην πάντες τὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν θεολόγων σεμνολόγημα, καὶ τερπνὸν τοῦ Πνεύματος δοχεῖον, μεσίτην δὲ τῶν πόθῳ, τὴν μνήμην ἐκτελούντων αὐτοῦ ὑμνήσωμεν.