Τα Συναξάρια της Εκκλησίας μας είναι ολάνθιστος κήπος με διάφορα λουλούδια μικρά και μεγάλα, που, όμως, το καθένα από αυτά εκπέμπει την δική του πνευματική ευωδία. Δηλαδή, στα Συναξάρια υπάρχουν Άγιοι όλων των ηλικιών, ήτοι νήπια και μικρά παιδιά, καθώς και υπέργηροι άνω των εκατόν ετών.
Είναι π. χ. τα νήπια τα οποία απέκτεινε ο Ηρώδης, «από διετούς και κατωτέρω», αλλά και ο άγιος Ιερομάρτυς Χαράλαμπος, ο οποίος εμαρτύρησε σε ηλικία 113 ετών. Ο άγιος Κήρυκος, του οποίου μελετούμε τον βίο, ήταν μόλις 3 ετών.
Μαρτύρησε δε την ίδια ημέρα με την μητέρα του Ιουλίττα και γι’ αυτό εορτάζονται και οι δύο μαζί.
Η αγία Ιουλίττα καταγόταν από το Ικόνιο. Μετά την κοίμηση του συζύγου της ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του γιου της Κηρύκου.
Όταν ξέσπασε ο σκληρός διωγμός επί Διοκλητιανού, η Ιουλίττα κατέφυγε μαζί με τον τριετή Κήρυκο στην Σελεύκεια και στην συνέχεια στην Ταρσό της Κιλικίας. Εκεί συνελήφθησαν και οι δύο και οδηγήθηκαν μπροστά στον ειδωλολάτρη Έπαρχο.
Η αγία Ιουλίττα ομολόγησε την πίστη της με θαυμαστή παρρησία, αλλά και ο τριετής Κήρυκος δεν ήταν φοβισμένος, αλλά ήρεμος και ομολόγησε και αυτός με τον δικό του τρόπο την πίστη του, αφού ψέλλιζε συνεχώς το όνομα του Χριστού.
Όταν δε ο Έπαρχος προέτρεπε την αγία Ιουλίττα να αρνηθή τον Χριστό και να θυσιάση στα είδωλα, ο μικρός Κήρυκος τον κτύπησε με το πόδι του, όσο ήταν φυσικά δυνατό, και τότε εκείνος οργισμένος πήρε το παιδί από την αγκαλιά της μητέρας του και το έριξε με δύναμη στις σκάλες του βήματος, με αποτέλεσμα να υποστή μαρτυρικό θάνατο.
Η αγία Ιουλίττα παρά τον μεγάλο πόνο που δοκίμασε δεν έχασε την ηρεμία και την ειρήνη της και ομολόγησε και πάλι την πίστη της στον Χριστό με περισσότερο θάρρος.
Ήλεγξε δε τον Έπαρχο για την άνανδρη πράξη του και τότε εκείνος γεμάτος θυμό διέταξε και την αποκεφάλισαν, και έτσι μητέρα και γιος συγχορεύουν στα επουράνια σκηνώματα και συναγάλλονται μετά πάντων των Αγίων.
Ο βίος και η πολιτεία τους μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Στο Απολυτίκιο των Μαρτύρων αναφέρονται μεταξύ των άλλων και τα εξής: «Η καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα, συν τριετεί αμνώ αυτής τω Κηρύκω, δικαστικού προ βήματος παρέστησαν φαιδρώς, εύτολμοι κηρύττοντες, την χριστώνυμον κλήσιν».
Δηλαδή, οι Μάρτυρες όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στο δικαστικό βήμα του ειδωλολάτρη Επάρχου δεν ήσαν στενοχωρημένοι, φοβισμένοι και τρομαγμένοι, αλλά ειρηνικοί και χαρούμενοι και κήρυξαν την πίστη τους στον Χριστό με τόλμη.
Άλλωστε, χαρακτηριστικό γνώρισμα των αληθινών μαθητών του Χριστού δεν είναι η δειλία, αλλά η ανδρεία και αυτό το διακρίνει κανείς πάντοτε, ιδιαίτερα δε στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους.
Δηλαδή, τότε που συμβαίνουν στην ζωή τους δύσκολα και τραγικά γεγονότα, όπως είναι ο θάνατος προσφιλών προσώπων, και όλα φαντάζουν μαύρα, ο δε δρόμος του βίου φαίνεται αδιέξοδος και η απελπισία ευρίσκεται προ των πυλών, αυτοί δεν χάνουν το θάρρος τους, δεν απελπίζονται, αλλά στρέφονται προς τον Θεό, δια της προσευχής, και λαμβάνουν από Αυτόν δύναμη, κουράγιο και αληθινή παρηγοριά.
Ο πόνος της μητέρας, που βλέπει να σκοτώνουν το παιδί της μπροστά στα μάτια της, είναι πραγματικά αβάσταχτος και μπορεί να την οδηγήση σε τραγικές καταστάσεις, αν δεν είναι έτοιμη και προετοιμασμένη να δεχθή την εξ ύψους δύναμη και παρηγοριά, δηλαδή, αν δεν έχη μάθει να προσεύχεται, και με αυτόν τον τρόπο να είναι ανοικτή στον Θεό και έτοιμη να δεχθή την Χάρη Του, που θα την ενισχύση και θα την παρηγορήση.
Χαρακτηριστικά και αξιοσημείωτα είναι τα όσα αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ο Μ. Βασίλειος στον εγκωμιαστικό του λόγο στην μάρτυρα Ιουλίττα, με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο εκείνη αντιμετώπισε τον θάνατο του συζύγου της, πρώτα, και στην συνέχεια του παιδιού της: «Η στέρηση αγαπητού παιδιού η προσφιλούς συζύγου η κάποιου άλλου από τα πολύ φιλικά και με οποιονδήποτε τρόπον συμπαθείας συνδεδεμένα μαζί μας πρόσωπα… λόγω της συνηθείας είναι δυσκολοβάστακτος και εις τα άλογα ζώα.
Μάλιστα, εγώ είδα κάποτε βόδι στο παχνί να δακρύζη, διότι είχε ψοφήσει ο σύντροφός του και το ταίρι του στον ζυγό».
Συνεχίζει όμως και λέγει ότι «η στέρηση των προσφιλών προσώπων δεν είναι κακόν γι’ αυτόν που εκ των προτέρων έχει σκεφθή σωστά και έχει οδηγό της ζωής του τον ορθό λόγο και δεν πορεύεται κατά συνήθεια…
Είναι γνώρισμα ευγνώμονος ψυχής το να μη δυσανασχετή για τον χωρισμό, αλλά να ευχαριστή για την αρχική σύνδεση με αυτόν (τον Θεόν), ο οποίος έκαμε την συγκλήρωση».
Για εκείνον που πιστεύει αληθινά στην ύπαρξη του Παραδείσου και της αιώνιας ζωής, καθώς και στις υποσχέσεις του Θεού προς εμάς για την απόλαυση των αιωνίων αγαθών, τα πράγματα γίνονται απλούστερα και ευκολότερα.
Δεν τον καταβάλλει η σκέψη ότι δεν θα ξαναδή τα προσφιλή του πρόσωπα, επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι θα τα συναντήση και πάλι και θα συγχαίρουν και θα συναγάλλονται με τους Αγίους και τους Αγγέλους.
Ο Μ. Βασίλειος μας διαβεβαιώνει ότι οι υποσχέσεις του Θεού είναι αληθινές και ότι «κοντά στις τόσο μεγάλες και λαμπρές ευεργεσίες Του, από τις οποίες ανώτερες δεν υπάρχουν, μας υπόσχεται πολλαπλάσια για το μέλλον.
Δηλαδή, παραδεισιακή τρυφή και δόξα στην βασιλεία και τιμές ισάξιες με τους αγγέλους και γνώση του Θεού, πράγμα που είναι ύψιστο από τα αγαθά για τους αξίους.
Κάθε λογικό ον αυτό το αγαθό επιθυμεί». Και τελειώνει με την προτροπή: «Μακάρι και μεις να το επιτύχουμε, αφού καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από τα πάθη».
Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο στην ζωή από τον απαράκλητο, εξ αιτίας της απιστίας, πόνο, αλλά και τίποτε υψηλότερο από την τέλεια πίστη, η οποία σταλάζει στην ψυχή την ελπίδα των αιωνίων αγαθών και την παρηγορεί αληθινά.