Οι άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος ανήκουν στην χορεία των εβδομήκοντα Αποστόλων και ήσαν μαθητές του Αποστόλου Παύλου. Κατάγονταν ο μεν Ιάσων από την Ταρσό ή από την Θεσσαλονίκη, κατά το παλαιό χειρόγραφο, όπως σημειώνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο δε Σωσίπατρος από την Αχαΐα. Κατεστάθησαν Επίσκοποι, ο μεν Ιάσων της Ταρσού, ο δε Σωσίπατρος του Ικονίου. Αφού εποίμαναν θεαρέστως τις Εκκλησίες τους, οδηγήθηκαν από το Άγιον Πνεύμα στην Κέρκυρα, όπου έκτισαν Ιερό Ναό στο όνομα του αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Εκεί λειτουργούσαν και εκήρυτταν καθημερινά τον θείο λόγο και ήλκυσαν πολλούς στην αληθινή πίστη.
Το πνευματικό έργο που επιτελούσαν οι δύο Απόστολοι με ανιδιοτελή αγάπη και ένθεο ζήλο ενόχλησε τον διάβολο και τα όργανά του, με αποτέλεσμα να συλληφθούν από τον ειδωλολάτρη βασιλέα Κερκυλλίνον και να οδηγηθούν στην φυλακή. Αλλά και φυλακισμένοι οι δύο Απόστολοι δεν σταμάτησαν να κηρύττουν το Ευαγγέλιο και κατάφεραν να ελκύσουν στην πίστη επτά φημισμένους λήσταρχους του Νησιού, τον δεσμοφύλακα Αντώνιο, αλλά και την θυγατέρα του Κερκυλλίνου, Κερκύρα. Το γεγονός ότι η Κερκύρα έγινε Χριστιανή προξένησε μεγάλη εντύπωση στον λαό, με αποτέλεσμα να αυξηθή σημαντικά ο αριθμός των πιστών. Ο Κερκυλλίνος προσπάθησε να μεταπείση την θυγατέρα του Κερκύρα και όταν αυτό στάθηκε αδύνατο, την φυλάκισε και διέταξε ένα Αιθίοπα να την διαφθείρη. Αλλά μόλις ο Αιθίοπας επλησίασε την θύρα της φυλακής δέχθηκε επίθεση από ένα θηρίο. Η αγία Κερκύρα τον γιάτρευσε και του δίδαξε την αληθινή πίστη. Μετά τον θάνατο του Κερκυλλίνου, ο διάδοχός του Δατιανός οδήγησε στα βασανιστήρια τον άγιο Σωσίπατρο και τον έκαψε ζωντανό. Στην συνέχεια όμως, ο άγιος Ιάσων κατάφερε με τον ζήλο του και με την Χάρη του Θεού να οδηγήση στην αληθινή πίστη τον Δατιανό και όλη του την οικογένεια. Μετά το συγκλονιστικό αυτό γεγονός, το πνευματικό έργο στην Κέρκυρα άρχισε να ριζώνη βαθειά και να αυξάνεται.
Ο άγιος Ιάσων ετελείωσε την ζωή του σε βαθύ γήρας. (Ο άγιος Σωσίπατρος εορτάζεται και την δεκάτη Νοεμβρίου).
Ο βίος και η πολιτεία των Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα παρακάτω:
Πρώτον, ότι η πνευματική σπορά των δύο Αποστόλων είχε πλούσια καρποφορία, επειδή δίδασκαν κυρίως με τον τρόπο της ζωής τους και με το παράδειγμα. Ζούσαν ασκητικά και πρόσεχαν πολύ τον πνευματικό τους καταρτισμό. Προσεύχονταν αδιάλειπτα και η ιεραποστολική τους δράση ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής τους εργασίας. Είχαν προσωπική κοινωνία με τον προσωπικό Θεό της Εκκλησίας, βίωναν τα όσα δίδασκαν και γι’ αυτό ο λόγος τους, που έβγαινε μέσα από την κεκαθαρμένη καρδιά τους, ήταν ζωοοποιός και αναγεννητικός. Άλλωστε, η ιεραποστολή, που φέρει αποτελέσματα, όπως διδάσκει ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, είναι εκείνη που γίνεται με ένταση, με πόνο ψυχής και με το παράδειγμα. Λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα: “Δεν πρέπει να ανοίγη κανείς στους άλλους την καρδιά του χωρίς να υπάρχη ανάγκη. Ανάμεσα σε χίλιους θα υπάρχη ίσως μόνον ένας, που θα είναι ικανός να μπή μέσα στο μυστήριό της. Με έναν ψυχικό άνθρωπο πρέπει να μιλά κανείς για ανθρώπινα πράγματα. Με αυτόν όμως που έχει την διάνοιά του ανοικτή στο υπερφυσικό, πρέπει να μιλά για ουράνια πράγματα. Δεν πρέπει να συζητή κανείς πνευματικά θέματα με ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρουν, αλλά να θυμάται τα λόγια του Κυρίου: “Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς” (Ματθ. ζ’,6). Η ιεραποστολή, μπορεί να κάνη περισσότερο κακό παρά καλό, όταν γίνεται απερίσκεπτα και από οιονδήποτε. Αντίθετα, η ιεραποστολή που γίνεται με την προσευχή, με την ένταση της εσωτερικής ζωής και με το παράδειγμα, είναι η μόνη που έχει αξία” (Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Έκδ. Τήνος, σελ 92).
Δεύτερον, ότι οι Άγιοι αγαπούσαν αυτό που έκαναν. Αγαπούσαν αληθινά τους ανθρώπους και γι’ αυτό μπορούσαν να τους πλησιάζουν και να συνδιαλέγονται μαζί τους εύκολα και άνετα. Αν αγαπάς αληθινά, τότε μόνον μπορείς να καταλάβης τον άλλον και τότε μόνον υπάρχει περίπτωση και εκείνος να σε δεχθή. Αγαπούσαν και προσεύχονταν ακόμη και για τα ανθρωπόμορφα εκείνα θηρία που φυλάκιζαν, βασάνιζαν και σκότωναν αθώους ανθρώπους μόνον και μόνον γιατί είχαν διαφορετική πίστη από την δική τους και κατάφεραν να εξημερώσουν πολλά από αυτά.
Τα όπλα των αγίων Αποστόλων, με τα οποία γκρέμισαν τα οχυρά του διαβόλου, του εχθρού της ανθρωπίνης σωτηρίας, και “κατέκτησαν”, δηλαδή ευεργέτησαν λαούς ολοκλήρους, ήσαν η αυθεντική πίστη, η ανιδιοτελής αγάπη και η ελπίδα της αιωνίου θείας ζωής. Οι τρεις αυτές αρετές, που στην αυθεντική τους μορφή αποτελούν καρπό του αγίου Πνεύματος, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, αφού γεννώνται η μία από την άλλη. “Την αγάπην γεννά μεν η απάθεια. Την απάθειαν δε γεννά η ελπίς εις τον Θεόν. Την ελπίδα γεννά η υπομονή και η μακροθυμία. Αυτάς δε πάλιν γεννά η εν πάσιν εγκράτεια. Την δε εγκράτειαν ο φόβος του Θεού. Τον φόβον γεννά η πίστις εις τον Θεόν” (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής).
Σε μια εποχή σαν την δική μας, στην οποία κυριαρχή η αλαζονεία της εξουσίας και διαπράττονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα στο όνομα της πίστης, της ειρήνης, της αγάπης και της ελευθερίας, είναι επιτακτική ανάγκη να τονίζεται η αξία της ανόθευτης Ορθόδοξης πίστης, που γεννά την αυθεντική αγάπη, την πραγματική ειρήνη, την ακαταίσχυντη ελπίδα και τον σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο.