Ο Άγιος Αναστάσιος διαδέχθηκε το 434 μ.Χ. στον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης τον επίσκοπο Ρούφο.
Το 435 μ.Χ. ο πάπας Σίξτος Γ’ (432 – 440 μ.Χ.) απέστειλε επιστολή στον επίσκοπο Κορίνθου Περιγένη, με την οποία του υπενθύμιζε ότι πρέπει να υπακούει στον επίσκοπο Θεσσαλονίκης και παπικό βικάριο Αναστάσιο, που είχε διαδεχθεί το Ρούφο.
Το ίδιο έτος απέστειλε και δεύτερη επιστολή προς τη σύνοδο που επρόκειτο να συνέλθει στη Θεσσαλονίκη, για να επαναλάβει τα δικαιώματα που είχαν παραχωρήσει οι προκάτοχοί του στο βικάριο του παπικού θρόνου, επίσκοπο Θεσσαλονίκης.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 446 μ.Χ., ο πάπας Λέων Α’ (440 – 461 μ.Χ.) απευθύνει επιστολή στον Αναστάσιο, με αφορμή τη διένεξή του με το μητροπολίτη Παλαιάς Ηπείρου Αττικό και επικυρώνει τα δικαιώματά του.
Δεν είναι, ωστόσο, γνωστό για ποιό λόγο δεν κατέστη δυνατό να συμμετάσχει αυτοπροσώπως στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε το 451 μ.Χ. στη Χαλκηδόνα. Στο πρώτο τμήμα της Συνόδου, στις 8 Οκτωβρίου 451 μ.Χ., υπογράφει ως τοποτηρητής του ο επίσκοπος Ηρακλείας Κυντίλλος: «Κυντίλλου ἐπίσκοπου ῾Ηρακλείας ἐπέχοντος τὸν τόπον τοῦ ἁγιωτάτου ἐπισκόπου Θεσσαλονικέων ᾿Αναστασίου».
Στο τρίτο τμήμα της Συνόδου (13 Οκτωβρίου) τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης αντιπροσωπεύει ο πρεσβύτερος Ανδρέας· εκτός αυτού όμως είναι αξιοπρόσεκτο, ότι ως επίσκοπος Θεσσαλονίκης πλέον δε μνημονεύεται ο Αναστάσιος, αλλά ο Ευξίθεος (ή Ευδόξιος), ο οποίος διαδέχθηκε τον Αναστάσιο, προφανώς μετά το θάνατό του. Εικάζεται ότι ο θάνατος του Αναστασίου είχε επέλθει ήδη περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 451 μ.Χ.
Πιθανόν ο πρεσβύτερος Ανδρέας, που εκπροσώπησε τον Ευξίθεο στις συνεδρίες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, να ταυτίζεται με τον μετέπειτα επίσκοπο Ανδρέα που διαδέχθηκε τον Ευξίθεο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης.