Ο Άγιος Θεόφιλος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1617 μ.Χ. και ήταν ωραίος και ρωμαλέος στο σώμα.
Εργαζόμενος σαν ναυτικός δεν θέλησε να υπηρετήσει σε τούρκικο πλοίο. Εναντιούμενος στη θέληση του Τούρκου πλοιάρχου, συκοφαντήθηκε απ’ αυτόν, ότι δήθεν είχε φορέσει τούρκικο κάλυμμα στο κεφάλι του.
Οδηγήθηκε βίαια στον κριτή, όπου με κολακείες και φοβερισμούς προσπαθούσαν να τον εξισλαμίσουν. Ομολογώντας με θάρρος τον Χριστό ο Θεόφιλος, περιτμήθηκε με τη βία από τους Τούρκους, που θέλησαν να τον στείλουν δώρο στο παλάτι του Σουλτάνου.
Ο Θεόφιλος όμως, όταν ακόμα ήταν στη Χίο, απόδρασε και πήγε στη Σάμο, όπου παρέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα. Όταν επανήλθε στη Χίο, οι Τούρκοι τον αναγνώρισαν και αφού τον συνέλαβαν τον οδήγησαν στον κριτή.
Ο κριτής, βλέποντας τον Θεόφιλο να εμμένει στην πίστη του τον καταδίκασε σε θάνατο δια πυρός. Απτόητος ο γενναίος αυτός μάρτυρας της πίστης μας, έκανε το σημείο του σταυρού και είπε «στα χέρια σου Χριστέ μου παραδίδω την ψυχή μου».
Και μπήκε μόνος του στη φωτιά, όπου παρέδωσε στον αγωνοθέτη Θεό την αγία ψυχή του στις 24 Ιουλίου 1635 μ.Χ.
Τα εναπομείναντα από τη φωτιά λείψανα του, αγοράστηκαν από χριστιανούς και εναποτέθηκαν με τιμές στον ναό του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στη Χίο.
Το Μαρτύριο του Αγίου αυτού, συνέγραψε πρώτα ο Γεώργιος Κορέσιος ο Χίος.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Θεὸν τὸν σαρκωθέντα εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, τὰ Ἀγαρηνῶν καταπτύσας, ἀπιστίας διδάγματα. Πυρὶ δὲ ὑπ’ αὐτῶν κατακαείς, ἀρώμασιν ἐπλήρωσας τὴν γῆν, ὦ Θεόφιλε τρισμάκαρ, τοῦ Θεοῦ φίλε γνήσιε. Χαίροις οὖν Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, χαίροις Ἐκκλησίας τὸ καύχημα, τῆς Ζακύνθου χαίροις ὁ γόνος, καὶ τῆς Χίου ἐγκαλλώπισμα.
Κοντάκιον
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Χριστοῦ δῆμος ᾄσμασιν, ἀνευφημεῖ ἐπαξίως, τοὺς λαμπροὺς ἀγῶνάς σου, Μάρτυς Θεόφιλε θεῖε, ἤνεγκας, καὶ γὰρ γενναίως εἱρκτὴν ζοφώδη, ἔφερας, πικρὰς αἰκίας καὶ ἀνυποίστους, καὶ τὸν θάνατον ἐδέξω, πυρὸς ἐν μέσῳ, ὡς φίλος ὄντως Θεοῦ.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν
Ἐφλέχθης τῷ πυρί, ὁ πυρίπνους Μαρτύρων, σωζόμενος πυρί, ὑπερφώτου Τριάδος· διὸ καὶ ἀμαρύγμασι, τούτου πάντας ἐφώτισας, μηδὲν τίθεσθαι, τὴν τοῦ πυρὸς μικρὰν φλόγα, κατοπτρίζοντας, τῆς φεγγοβόλου Τριάδος, τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερον.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μετὰ τὴν β’ Στιχολογίαν
Τὸν γενναῖον ὁπλίτην καὶ Ἀθλητήν, ἐντελῶς ὁπλισθέντα ὅπλοις Χριστοῦ, φέροντα τὴν ἄμαχον, πανοπλίαν καὶ μάχαιραν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἀσπίδα καὶ κόρυθα, οἷς καθεῖλεν ἀνδρείως, ἐχθροῦ μηχανήματα· δεῦτε ἐτησίως, εὐφημήσωμεν πάντες, ἐστέφθη γὰρ τὸν στέφανον, στρατιώτης ὡς ἔννομος, καὶ πρεσβεύει τῷ στέψαντι, δοῦναι πᾶσι λύσιν τῶν δεινῶν, καὶ τελείαν πταισμάτων συγχώρησιν· τοῖς ἐκ καρδίας καὶ πόθου, τελοῦσι τὴν μνήμην αὐτοῦ.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ἐλαμπρύνθη σήμερον, ἡ νῆσος Χίος, ταῖς αὐγαῖς τῶν ἄθλων σου, Μάρτυς Θεόφιλε σοφέ, τὸν φωτοδότην γεραίρουσα, τὸν σὲ ἀστέρα φαιδρὸν ἀναδείξαντα.
Ὁ Οἶκος
Τῷ ἀΰλῳ πυρὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης πυρποληθεὶς τὴν ψυχήν, Θεόφιλε μακάριε, τοῦ ὑλικοῦ πυρὸς τὴν παφλάζουσαν φλόγα οὐκ ἔδεισας, ἀλλ’ εἰσεπήδησας ἐν αὐτῇ χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος, καὶ τὸν θάνατον ἐν αὐτῇ δεξάμενος μετὰ πικροὺς καὶ ἀνυποίστους αἰκισμούς, τὸ στέφος τῆς ἀφθαρσίας, καὶ τὴν αἰωνίζουσαν εὔκλειαν εἴληφας, ὡς φίλος ὄντως Θεοῦ.
Μεγαλυνάριον
Ἄνθος ἐκ Ζακύνθου φυὲν τερπνόν, ἄθλοις Μαρτυρίου, εὐωδίασε νοητῶς, τοὺς πιστοὺς ἐν Χίῳ, Θεόφιλος ὁ θεῖος, πυρὶ τακεὶς τὰς σάρκας, Χριστοῦ τῷ ἔρωτι.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τοὺς ἀσπαζομένους σου Ἀθλητά, τὴν σεπτὴν εἰκόνα, καὶ τὰ λείψανα εὐλαβῶς, καὶ τὴν θείαν μνήμην, τελοῦντες ἐτησίως, περίσωζε Θεόφιλε, ταῖς πρεσβείαις σου.