Μέσα εις το νέφος των μαρτύρων και αγίων της πίστεώς μας, οι οποίοι έδωσαν την ζωήν των δια την αγάπην των προς τον Χριστόν, περιλαμβάνεται και η μορφή του αγίου Παντελεήμονος.
Νέος, γεμάτος σφρίγος και παλμόν, δύναμιν και θάρρος, εμαρτύρησε δια την Ορθόδοξον Πίστιν του.
Με αποφασιστικότητα διεκήρυξε και διελάλησε την αλήθειαν της πίστεώς του εις όλους, όσοι κατά την εποχήν εκείνην ευρίσκοντο εις το βασίλειον του σκότους και του ψεύδους, της ειδωλολατρίας.
Ηρνήθη να θυσιάση εις τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα και παρ’ όλας τας κολακείας του βασιλέως Μαξιμιανού έμεινεν ακλόνητος και επροτίμησε να θυσιασθή και να καταστή έτσι κληρονόμος της ουρανίου Βασιλείας.
Είλκυσεν εις τον Χριστόν και την πίστιν του όσους είχαν πραγματικόν πόθον και δίψαν να γνωρίσουν τον αληθινόν Θεόν.
Σου ευχόμεθα, αγαπητέ αναγνώστα να σε εμπνεύση προς μίμησιν η αγία ζωή του Αγίου Παντελεήμονος και η ανάγνωσις του βίου του να γίνη αφορμή δια προσέγγισιν εις την πηγή του φωτός και των ιαμάτων, τον Χριστόν.
ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»
Ο άγιος αυτός έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, ήτοι περί το 304. Κατήγετο από την πόλιν Νικομήδειαν. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήτο ειδωλολάτρης. Η μητέρα του ωνομάζετο Ευβούλη, και ήτο χριστιανή.
Όσην περιποίησιν έκανε ο πατέρας προς τα είδωλα, τόσην προθυμίαν και αγάπην προς την ορθόδοξον πίστιν εδείκνυε η μητέρα του, που με στοργή και αγάπην ανέτρεψε τον υιόν των Παντολέοντα (έτσι τον είχαν ονομάσει). Του έδινε όχι μόνον υλικήν τροφήν, αλλά και πνευματικήν. Όμως απέθανε ενωρίς η ευτυχισμένη Ευβούλη.
Ο Παντολέων αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, εμορφώθη και εις τα Ελληνικά. Αργότερον, αφού έμαθε αρκετά και επροχώρησεν, ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύση εις τον ξακουστόν ιατρόν Ευφρόσυνον.
Πράγματι ο νέος, ευφυής καθώς ήτο, εξεπέρασε τους υπολοίπους συμμαθητάς του εις την επίδοσιν, μέσα εις σύντομον χρονικόν διάστημα.
Ητο πολύ ωραίος εις την όψιν. Εις την ομιλίαν γλυκύς και εις το παράστημα μέτριος και ταπεινός. Ήτο στολισμένος με τας αρετάς, και είχε τόσον καλήν διαγωγήν που διεκρίνετο εις τας συναναστροφάς του από τους συνομηλίκους του.
‘Ολοι όσοι τον επλησίαζαν ευχαριστούντο και έχαιραν διότι απεκόμιζαν πολλάς ωφελείας.
Ένεκα των αρετών του ο Παντολέων έγινε ξακουστός και φημισμένος εις ολόκληρον την Νικομήδειαν.
Αλλά και αυτός ο βασιλεύς, όταν κάποια ημέρα επήγε με τον πατέρα του Ευστόργιον εις το παλάτι και τον είδε, ήρωτησε και έμαθε δια τας αρετάς του Παντολέοντος.
Όταν είδε την ορθήν του σκέψιν και τον καλόν του χαρακτήρα, εκάλεσε τον Ευστόργιον και τον παροτρύνε να σπουδάση τον υιόν του όσον το δυνατόν περισσότερον, ούτως ώστε να τον κάνη τέλειον ιατρόν, και εν συνεχεία να τον τοποθέτηση μέσα εις το παλάτι του.
Βαπτίζεται Χριστιανός.
Ο άγιος Ερμόλαος ήτο ιερεύς της εκκλησίας της Νικομήδειας την εποχήν εκείνην. Όμως ήτο κρυμμένος εις μίαν οικίαν μαζί με άλλους Χριστιανούς, επειδή εφοβούντο τον βασιλέα.
Καθώς λοιπόν έβλεπε τον νέον, που επερνούσε από την οικίαν καθημερινώς δια να πάη εις τον διδάσκαλόν του, διεπίστωσε και αντελήφθη ότι ο νέος αυτός έχει σεμνότητα και ήθος και εξ αυτών έκρινε ότι και η ψυχική του κατάστασις θα ήτο αγαθή, όπως η αγαθή και καρποφόρος εκείνη γη που αναφέρει το Ευαγγέλιον.
Ενώ εσκέπτετο ο Ερμόλαος αυτά, ηθέλησε να δοκιμάση και να σαγήνευση τον Παντολέοντα και αφού ήνοιξε την θύραν της οικίας, τον εφώναξε δια να του ειπή κάτι. Ο Παντολέων εισήλθεν εις την οικίαν και ο άγιος τότε τον ηρώτησε περί της καταγωγής του και περί του αντικειμένου της λατρείας των (δηλ. σε τι πιστεύουν).
Ο νέος απήντησεν εις την ερώτησιν με όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή η μητέρα του ήτο Χριστιανή και ο πατέρας του Ειδωλολάτρης.
Ο Ερμόλαος και πάλιν τον ηρώτησε λέγων: «Εσύ, παιδί μου, ποίαν θρησκείαν αγαπάς περισσότερον;» Και ο νέος απήντησεν ως εξής: «Όταν εζούσεν η μητέρα μου, με συνεβούλευε καθημερινώς να γίνω χριστιανός.
Και εγώ αυτό εποθούσα να γίνω. Η μητέρα μου απέθανε, και έμεινα μόνος με τον πατέρα μου, ο οποίος με αναγκάζει να τον ακολουθώ εις την θρησκείαν και σκοπεύει να μου προσφέρη εις ένδειξιν τιμής θέσιν εις το παλάτι»
Τον ξαναρωτά ο Ερμόλαος: «Ποίαν επιστήμην ακολουθείς, παιδί μου;» Και ο Παντολέων απεκρίθη λέγων: «Την Ιατρικήν, σεβαστέ γέροντα, ακολουθώ.
Αυτήν που εδίδαξεν ο Ασκληπιός, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι σοφοί. Απ’ όλα τα επαγγέλματα εις τον πατέρα μου, ήρεσε αυτό το επάγγελμα. ‘Αλλά και ο διδάσκαλός μου με επληροφόρησε ότι εάν γίνω τέλειος ιατρός, δεν θα υπάρχη ασθένεια που να μην μπορώ να την θεραπεύσω».
Τότε ο Ερμόλαος ευρών την κατάλληλον ευκαιρίαν, είπε προς τον νέον: «Πίστευσέ με, παιδί μου, ότι η επιστήμη του Ασκληπιού, του Γαληνού και των υπολοίπων σοφών που μου ανέφερες, μικρήν βοήθειαν μπορεί να προσφέρη εις αυτούς που την σπουδάζουν.
Αλλά και αυτοί οι θεοί που προσκυνεί ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψευδείς μύθοι, που τους πιστεύουν οι ανόητοι.
Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον εάν πιστεύσης εξ όλης της καρδίας σου, θα ιατρεύσης κάθε νόσον, χωρίς τα ιατρικά βότανα, με μόνην την Χάριν και δύναμιν Εκείνου.
Ο Χριστός εφώτισε πολλούς τυφλούς, ανέστησε νεκρούς, εκαθάρισε λεπρούς, εθεράπευσε δαιμονιζομένους και αιμορροούντας, ιάτρευσε δυσθεραπεύτους ασθενείας και έκανε αμέτρητα θαύματα.
Αλλά και σήμερον ο Χριστός ευρίσκεται μεταξύ των πιστών δούλων Του, και τους βοηθεί να τελούν έργα που προκαλούν κατάπληξιν και δέος. Και τους πιστούς Του αυτούς τους καθιστά κληρονόμους της ουρανίου βασιλείας Του».
Μόλις ήκουσε αυτά ο Παντολέων, ένοιωσε μεγάλην χαράν. Η καρδιά του εγέμισε ευφροσύνην και διεπίστωσεν, ότι όλα όσα τον έλεγεν ο ιερεύς ήσαν αληθή και δίκαια. Και απήντησεν ως εξής: «Άγιε γέροντα, όσα μου είπες τα ήκουσα και από την μητέρα μου πολλές φορές.
Την έβλεπα να προσεύχεται και να επικαλήται τον Θεόν, που και εσύ κηρύττεις. Τον παρακαλούσε θερμώς να μας φωτίζη και να μας βοηθή».
Αφού ηυχαρίστησε ο Παντολέων, δια την διαφώτισιν και συμβουλήν τον Ερμόλαον έφυγε συνεχίσας τον δρόμον του.
Όμως εντυπωσιάσθη από τους λόγους του Ερμολάου και δι’ αυτό πολλές φορές ήρχετο και ήκουε την διδασκαλίαν του. Τοιουτοτρόπως η πίστις του εις τόν Χριστόν ολίγον κατ’ ολίγον ηύξανε.
Μίαν ήμέραν ένω επέστρεφε από τόν διδάσκαλόν του, εύρεν εις τον δρόμον ένα παιδί που το εδάγκωσε φαρμακερό φίδι. Το παιδί απέθανε και η έχιδνα που το εδάγκωσε έστεκε πλησίον του. Ο Παντολέων μόλις είδε το συμβάν, ενεθυμήθη τους λόγους του Ερμολάου.
Εσκέφθη λοιπόν ως εξής: «εάν ο Χριστός εκπλήρωση την απαίτησί μου ν’ αναστηθή το παιδί, και να θανατωθή το φίδι δεν χρειάζομαι άλλην διαπίστωσιν ούτε άλλην απόδειξιν των όσων με εδίδαξεν ο σεβάσμιος γέρων.
Μάλιστα θα γίνω αμέσως Χριστιανός». Αφού έκαμε προσευχήν, το παιδί την ίδια ώρα ανεστήθη σαν να είχε ξυπνήσει από βαθύν ύπνον. Η έχιδνα έγινε κομμάτια και εχάθη. Τότε ο Παντολέων εξ όλης της ψυχής και καρδίας του επίστευσεν εις τον Χριστόν.
Και αφού έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανόν με πολλήν χαράν ευχαρίστησε και εδόξασε τον Κύριον, που τον ελύτρωσε από την πλάνην και από το σκοτάδι των ειδώλων, και τον ωδήγησεν εις την επίγνωσιν της αληθείας.
Έπειτα τρέχων, επήγεν εις τον Ερμόλαον και του ανέφερε το γεγονός και με μεγάλην χαράν του εζήτησε να τον καταστήση τέλειον Χριστιανόν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ο Ερμόλαος με χαράν εδέχθη να τον βάπτιση, επειδή εγνώριζεν ότι το μύρον του Αγ. Πνεύματος θα το έβαζε εις εκλεκτόν σώμα.
Αφού τον εβάπτισε τον εκοινώνησε του Δεσποτικού σώματος και αίματος και τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της αληθούς μας πίστεως.
Πλησίον του αγίου γέροντος έμεινεν επτά ημέρας πληρούμενος χαράς και τρεφόμενος με εκείνα τα μελίρρυτα λόγια. Την ογδόην ημέραν έφυγε και επήγε εις την οικίαν του.
Από τότε «φρόντιζε με κάθε τρόπον να επιστρέψη τον πατέρα του εις την αληθινήν πίστιν. Δια τούτο μίαν ημέραν του είπε: «Διατί πατέρα, όσα είδωλα κατεσκευάσθησαν όρθια δεν εκάθησαν ποτέ, και όσα πάλιν κατεσκευάσθησαν καθήμενα ποτέ δεν εσηκώθησαν;».
Ο Ευστόργιος δεν ημπόρεσε ν’ απάντηση εις τον υιόν του και μάλιστα ήρχισε ολίγον κατ’ ολίγον να ψυχραίνεται η ευλάβειά του προς αυτά, και δεν εθυσίαζε εις αυτά συχνά, όπως πριν.
Ο Παντολέων ευχαριστούσε τον Θεόν, διότι έβλεπε και διεπίστωνε την αλλαγήν του πατρός του και παρακαλούσε ασταμάτητα τον θεόν να τον φωτίση και να τον λύτρωση από την πλάνην και την αγνωσίαν το συντομώτερον.
Εσκέπτετο να συντρίψη τα είδωλα που ευρίσκοντο εις την οικίαν του, αλλ’ όμως δεν ήθελε να λυπήση τον πατέρα του και δεν το έκαμε.
Εσκέφθη ότι θα ήτο καλύτερον ο πατέρας του με τα λόγια να πιστέψη εις τον Χριστόν και αφού τον έπειθε, ο ίδιος ο πατέρας του θα συνέτριβε τα είδωλα. «Όπερ και έγινε. Ο Θεός ήκουσε την προσευχήν του δούλου Του και οικονόμησε τα πράγματα με κατάλληλον τρόπον, ώστε να φέρη εις την ευσέβειαν με ένα θαύμα τον Ευστόργιον.
Θεραπεύει τον τυφλόν.
Εις την οικίαν του Ευστοργίου έφεραν ένα τυφλόν. Αφού εκτύπησαν την θύραν οι συγγενείς του τυφλού ηρώτησαν εάν ήτο μέσα ο ιατρός Παντολέων.
Μόλις ήκουσε αυτός ότι τον εκάλεσαν, εβγήκε με τον πατέρα του έξω και ηρώτησαν τον τυφλόν τι εζητούσε. Εκείνος τους είπε:«Άριστε ιατρέ, επιθυμώ σφοδρώς το φως μου, διότι δεν υπάρχει εις τους ανθρώπους γλυκύτερον πράγμα.
Σε παρακαλώ να λυπηθής την ταλαιπωρίαν και την συμφοράν μου και να με ελεήσης τον άθλιον. Διότι πολλοί ιατροί υπεσχέθησαν να με θεραπεύσουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. Έχω μάλιστα εξοδεύσει όλην την περιουσίαν μου εις φάρμακα χωρίς να ιδώ καμμίαν απολύτως ωφέλειαν.
Μάλιστα διεπίστωσα ότι και το ολίγον φως που είχα, το έχασα, και έμεινα όχι μόνον τυφλός αλλά και φτωχός ο άθλιος».
Ο Παντολέων του είπε τότε: «Επειδή εξώδευσες όλην την περιουσίαν σου εις τους άλλους ιατρούς και δεν είδες ωφέλειαν, εάν εγώ σε θεραπεύσω τί θα μου δώσης;»
Και ο τυφλός απεκρίθη: «Σου χαρίζω μετά χαράς και προθύμως ό,τι μου απέμεινε από την περιουσίαν». Τότε του είπε: «Τους μεν οφθαλμούς σου θα θεραπεύση ο αληθής Θεός, δια μέσου μου, την δε αμοιβήν που μου υπεσχέθης θέλω να την διαμοίρασης εις τους πτωχούς».
Ο Παντολέων βεβαίως εμίλησε έτσι επειδή ήλπιζε εις την Χάριν και την δύναμιν του Χριστού. Ο πατήρ του όμως, επειδή ενόμισε ότι θα τον θεραπεύση με τα βότανα της ιατρικής επιστήμης, τον ημπόδισε λέγων. «Αγαπημένε μου υιέ, μην επιχειρής κάτι ανώτερον από την δύναμίν σου, μήπως και ντροπιασθής αν αποτύχης.
Τί άλλο μπορείς εσύ να προσφέρης ή επιτύχης περισσότερον από τους υπολοίπους ιατρούς πού δεν κατώρθωσαν να τον θεραπεύσουν;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ουδείς άλλος δύναται να τον θεραπεύση, πατέρα, όπως εγώ, επειδή από τον διδάσκαλόν μου μέχρις αυτούς τους ιατρούς υπάρχει μεγάλη διαφορά».
Ο πατέρας του επειδή ενόμισε ότι ωμιλούσε περί του διδασκάλου του Ευφροσύνου του είπε πάλιν: «Μα εγώ, παιδί μου, ήκουσα πως αυτόν τον τυφλόν τον επήγαν και εις τον διδάσκαλόν σου και τίποτα δεν κατώρθωσε να επιτύχη». Ο Παντολέων είπε προς τον πατέρα του: «Πρόσεχε πατέρα να διαπίστωσης ολοφάνερα την άλήθειάν μου».
Και μόλις ετελείωσε τα λόγια του αυτά, άπλωσε το δεξιό του χέρι και έκανε το σημείον του Σταυρού εις τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος συγχρόνως και το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Και, ω του θαύματος!, αμέσως ήνοιξαν τα μάτια του τυφλού, και ανέβλεψαν και τα μάτια του σώματός του και της ψυχής του, διότι ήτο ειδωλολάτρης.
Μόλις λοιπόν είδε το θαύμα που του έγινε με την επίκλησιν του ονόματος του Χριστού, αμέσως επίστευσεν. Και όχι μόνον ο πρώην τυφλός επίστευσεν, αλλά και ο πατέρας του Παντολέοντος, και μεγαλοφώνως διεκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον.
Ο Άγιος Παντολέων εχάρη δοξάζων τον Κύριον και τους επήγε εις τον άγιον Ερμόλαον, ο οποίος και τους εβάπτισε.
Ο Ευστόργιος μόλις επέστρεψεν εις την οικίαν του συνέτριψε όλα τα είδωλα. Ύστερα απ’ ολίγον καιρόν, αφού έζησε εν μετανοία, απεδήμησε προς Κύριον.
Ο Παντολέων εμοίρασε όλην την περιουσίαν του, εις τους πτωχούς και τους φυλακισμένους. Ηλευθέρωσε τους δούλους του, εφρόντισε δια τους αδυνάτους και ασθενείς και όχι μόνον τους ιάτρευε από κάθε ασθένειαν, αλλά τους έδινε και αρκετά χρήματα δια να ζήσουν.
Εξ αιτίας των ευεργεσιών του αυτών, η φήμη του και το όνομά του διεδόθη παντού. Όσοι είχαν ασθενείς εζητούσαν, εκαλούσαν και επροτιμούσαν απ’ όλους τους ιατρούς τον Παντολέοντα.
Αυτός αφού τους εθεράπευε, δεν εζητούσε πληρωμήν παρά μόνον τους εκαλούσε να ομολογήσουν τον Χριστόν τον μόνον αληθή θεραπευτήν των σωματικών και των ψυχικών πόνων.
Έτσι όσοι επίστευαν εις τον Χριστόν εθεραπεύοντο διπλά, λαμβάνοντες την σωτηρίαν της ψυχής και την υγείαν του σώματος.
Φθονούν και συκοφαντούν τόν άγιον εις τον βασιλέα.
Οι ιατροί της πόλεως, όταν είδαν ότι ο Παντολέων τελεί τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα, τον εφθόνησαν.
Μίαν ημέραν ενώ εκάθοντο εις την αγοράν, είδαν τον πρώην τυφλόν που επερνούσε από εκεί.
Μόλις λοιπόν τον είδαν υγιή εσυγχύσθησαν και έλεγαν μεταξύ των: «Μα δεν είναι αυτός που δοκιμάσαμε με πολλούς τρόπους να τον θεραπεύσωμεν και τίποτα δεν επετύχαμεν;» Και τον ηρώτησαν, και έμαθαν ότι τον εθεράπευσε ο Παντολέων.
Και εθαύμασαν λέγοντες: «Όπως είναι ο διδάσκαλος σπουδαίος, έτσι ανέδειξε και τον μαθητήν του αξιοθαύμαστον». Πλην όμως από τότε εφθόνησαν περισσότερον τον άγιον και εζητούσαν αιτίαν να τον συκοφαντήσουν εις τον βασιλέα.
Ευρήκαν λοιπόν ένα χριστιανόν ομολογητήν που ετιμώρησε ο ασεβής Μαξιμιανός, εξ αιτίας της πίστεώς του, και τον οποίον περιέθαλπε και εφρόντιζεν ο Παντολέων.
Έτρεξαν λοιπόν χωρίς χρονοτριβήν και είπαν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, γνώριζε ότι ο Παντολέων, τον οποίον αγαπάς τόσον και έχει σπουδάσει, ώστε να γίνη τέλειος ιατρός, δια να τον έχης δια βοήθειαν εις καιρόν ανάγκης, τώρα ούτε την μεγάλην δύναμιν και εξουσίαν της βασιλείας σου φοβείται, ούτε τον ενδιαφέρει η φιλία και η αγάπη της βασιλείας σου.
Περιέρχεται και ευρίσκει και θεραπεύει αυτούς που τιμωρεί τόσον δικαιολογημένα η βασιλεία σου και που είναι εχθροί των θεών σου.
Αλλά δεν αρκεί μόνον ότι ηρνήθη την πατρικήν του θρησκείαν, και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον, αλλά διδάσκει και άλλους Έλληνας, όσους μπορεί, δια να τους κάνη χριστιανούς.
Εμείς λοιπόν οι δούλοι σου, ως πιστοί που είμεθα της βασιλείας σου, σου προτείνομε να τον βγάλης από το μέσον το συντομώτερον.
Διότι ύστερα θα λυπηθής όταν ιδής τους έλληνας (ειδωλολάτρας) ν’ αρνούνται τους θεούς, και να γίνωνται χριστιανοί με τας ευεργεσίας του, και μάλιστα τας θεραπείας του Ασκληπιού να διαδίδουν ότι τας τελεί ο Χριστός.
Αν θέλης να μάθης την αλήθειαν των όσων είπαμε, πρόσταξε να έλθη εδώ ο τυφλός που ιάτρευσε ο Παντολέων να τ’ ακούσης και από τον ίδιον».
Ο βασιλεύς μόλις ήκουσε αυτάς τας πληροφορίας ελυπήθη και διέταξε να του παρουσιάσουν τον πρώην τυφλόν.
Πράγματι ωδηγήθη ενώπιόν του, και ο βασιλεύς τον ηρώτησε με ποίον τρόπον τον εθεράπευσε ο Παντολέων και εκείνος ωμολόγησε την αλήθειαν χωρίς φόβον ή δειλίαν λέγων: «Με το όνομα του Χριστού με ιάτρευσεν και το εκπληκτικώτερον είναι ότι προτού τελείωση τους λόγους του, τα μάτια μου ήνοιξαν και έτσι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι μ’ εθεράπευσε με την ιατρικήν επιστήμην».
Ο βασιλεύς τότε του είπε: «Εσύ λοιπόν τί παραδέχεσαι δι’ αυτό το θέμα. Ο Χριστός σ’ εθεράπευσε ή οι θεοί;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν καλώς και θ’ αποδειχθή η αλήθεια.
Βλέπεις τους ιατρούς αυτούς που προσεπάθησαν να με ιατρεύσουν; Όμως παρ’ όλον ότι ευηργετήθησαν από εμέ, και εξώδευσα όλην μου την περιουσίαν εις τα φάρμακα, τίποτα δεν με ωφέλησαν, μάλλον μ’ έβλαψαν, διότι μου αφήρεσαν και το ολίγον φως που είχα.
Ποίον λοιπόν πρέπει να ονομάσω ιατρόν και βοηθόν μου; Τον Ασκληπιόν που επικαλούνται εις βοήθειαν αυτοί εδώ οι ιατροί και τίποτα δεν μου προσέφεραν ή τον Χριστόν που με τ’ όνομά του μόνον ο Παντολέων μου εχάρισε το φως που λαχταρούσα; Την απάντησιν, βασιλεύ, την ξέρει και ένας τυφλός και αγράμματος».
Ο βασιλεύς μη γνωρίζων τι ν’ αποκριθή εις τον πρώην τυφλόν είπεν: «Μήπως είσαι ανόητος άνθρωπε; Ούτε καν ν’ αναφέρης ότι ο Χριστός σε ιάτρευσε. Οι θεοί σου έδωσαν το φως και αυτό είναι ολοφάνερον».
Τότε ο άλλοτε τυφλός, φωτισμένος εις την ψυχήν περισσότερον παρά εις το σώμα δεν εφοβήθη την βασιλικήν εξουσίαν ούτε τον θυμόν του βασιλέως.
Εσκέφθη ότι θα ετιμωρείτο, αλλά με μεγάλο θάρρος είπε προς τον βασιλέα: «Συ βασιλεύ είσαι ανόητος που ισχυρίζεσαι ότι οι ψεύτικοι και αναίσθητοι θεοί σου μου έδωσαν το φως. Είσαι τόσον πολύ τυφλός όπως και αυτοί εδώ και δεν ημπορείς να διακρίνης την αλήθειαν που λάμπει περισσότερον από τον ήλιον».
Ο τύραννος βασιλεύς όταν ήκουσε αυτά εβεβαιώθη ότι όσα του είπαν οι ιατροί ήσαν αληθή. Αμέσως διέταξε και απεκεφάλισαν τον ευτυχή, άλλοτε τυφλόν που ήτο φίλος του Χριστού, συνήγορος της αληθείας, μάρτυς αψευδής, ο οποίος εθυσιάσθη δια τον Χριστόν που τον εθεράπευσε και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του.
Ο άγιος ήγόρασε μυστικώς το τίμιον λείψανόν του και το ενεταφίασε εκεί όπου έθαψε τον πατέρα του.
Μαρτύριον και θαύματα του αγίου.
Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντολέοντα να πάη να τον συνάντηση. Ο άγιος ενώ επήγαινε προς αυτόν προσηύχετο λέγων: «Ο Θεός την αίνεσίν μου μη παρασιώπησης» και την συνέχειαν του ψαλμού.
Όταν έφθασεν εις το παλάτι και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως, του είπε ο βασιλεύς: «Ήκουσα μερικά λόγια για σένα, Παντολέον, επιβαρυντικά. Δηλαδή ότι υβρίζεις, και περιφρονείς τον Ασκληπιόν και τους άλλους θεούς.
Ήκουσα ότι πιστεύεις εις τον Χριστόν και ισχυρίζεσαι ότι μόνον αυτός είναι αληθινός Θεός και τρέφεις ελπίδα εις αυτόν που εύρε τόσον ατιμωτικόν θάνατον.
Γνωρίζεις, Παντολέον, πόσον σε αγαπώ και έδωσα εντολάς εις τον διδάσκαλόν σου να σε διδάξη όσον το δυνατόν καλύτερον την επιστήμην σου δια να σ’ εγκαταστήσω εις το παλάτι μου.
Βέβαια γνωρίζαμεν ότι πολλοί εξ αιτίας του φθόνου των διαδίδουν και ψέματα. Δι’ αυτό και σε προσεκάλεσα να κάμης θυσίαν εις τους θεούς, δια να μάθωμεν την αλήθειαν».
Ο άγιος απεκρίθη: «Τα έργα είναι αξιότερα, ω βασιλεύ, παρά τά λόγια όπως όλοι γνωρίζομεν.
Εάν ερευνώμεν και εξετάζωμεν τα μικρά και τόσον ασήμαντα πράγματα εάν είναι αληθινά και γνήσια, πολύ περισσότερον επιβάλλεται να εξετάζωμεν με μεγάλην προσοχήν όσα αφορούν τον Θεόν, δια να μη ζημιωθώμεν.
Διότι η ευσέβεια προς τον Θεόν είναι το υψηλότερον όλων των πραγμάτων. Ο Θεός λοιπόν που εγώ προσκυνώ και σέβομαι, εδημιούργησε τον ουρανόν, την θάλασσαν, την γην και όλον τον κόσμον.
Αυτός ανέστησε νεκρούς, εφώτισε τυφλούς, εκαθάρισε λεπρούς, εσήκωσε παραλύτους και όλα αυτά τα θαύματα τα έκαμε μόνον με τον λόγον και την διαταγήν.
Οι θεοί που προσκυνούν οι Έλληνες (ειδωλολάτραι) δεν γνωρίζω εάν έκαμαν ποτέ τέτοια έργα ή εάν ημπορούν να κάμουν. Εάν ασφαλώς επιθυμής, βασιλεύ, ας δοκιμάσωμεν τώρα, δια να μάθης την αλήθειαν.
Δώσε διαταγήν να φέρουν εδώ ένα ασθενή που να πάσχη από αθεράπευτον ασθένειαν και ας προσέλθουν οι ιερείς σας να παρακαλέσουν τους θεούς των, όσον θέλουν, δια να τον θεραπεύσουν.
Έπειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεόν μου, με τ’ όνομα του οποίου θα ιατρευθή ο ασθενής. Αυτόν λοιπόν τον Θεόν πρέπει ν’ ονομάζωμεν αληθινόν και τους υπόλοιπους θα τους περιφρονήσουμε».
Οι λόγοι του Παντολέοντος άρεσαν εις τον βασιλέα, και αφού έδωσε εντολήν, έφεραν ένα παράλυτον καθισμένον εις το κρεββάτι του, ο οποίος δεν ημπορούσε να κινηθή καθόλου.
Οι ιερείς των ειδώλων έκαμαν την ανοσίαν δέησίν των, επικαλούμενοι επί πολλήν ώραν τους αναίσθητους θεούς των. Αυτοί ως κωφοί και άλαλοι δεν εισήκουσαν. Και ο άγιος τους εχλεύασε εξ αιτίας της μεγάλης αγνοίας των.
Όταν τελικώς διεπίστωσαν ότι δέν ημπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα, είπαν προς τον άγιον να επικαλεσθή τον Θεόν του.
Τότε ο Παντολέων εσήκωσε τα μάτια του και όλην την διάνοιάν του προς τον ουρανόν και είπε. «Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω.
Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν με. Δείξον Δέσποτα εις αυτούς που δεν σε γνωρίζουν, ότι συ είσαι ο μόνος Θεός ο αληθής και ο παντοδύναμος».
Έτσι είπε και αφού έπιασε τα χέρια του παραλύτου είπε: «Εν ονόματι του Χριστού, ο οποίος ανορθώνει τους καταπληγωμένους και κτυπημένους, σήκω και περιπάτει».
Τότε αμέσως ο λόγος έγινεν έργον. Και ο ασθενής εσηκώθη και περιεπάτησε με μεγάλην προθυμίαν και αγαλλίασιν. Όταν είδαν οι ειδωλολάτραι το θαύμα αυτό εξεπλάγησαν, και πολλοί ηρνήθησαν τα είδωλα, και επίστευσαν εις τον αληθινόν Θεόν.
Οι βδελυροί όμως ιερείς εξηκολούθησαν να παραμένουν άπιστοι. Και αφού προσήλθαν εις τον βασιλέα του είπαν. «Σε ορκίζομεν εις τους αθανάτους θεούς μας να μην αφήσης πλέον τον Παντολέοντα να ζήση ούτε μίαν ώραν, διότι θα εξαφάνιση την θρησκείαν μας και οι χριστιανοί θα γίνουν ισχυροί και θα στραφούν εναντίον μας.
Ο βασιλεύς όταν τους ήκουσε, εκάλεσε πάλιν τον άγιον και εδοκίμασε να τον παραπλάνηση με κολακευτικά λόγια, μήπως τον πείση και συμφωνήση μαζί του.
Αφού τίποτα όμως δεν κατόρθωσε ούτε με τας κολακείας ούτε με τας απειλάς να τον πείση, ήρχισε να τον τιμωρή με διάφορα βασανιστικά μέσα. Κατ’ αρχήν τον εκρέμασαν εις ένα ξύλον και τον εξέσχισαν με σιδερένια νύχια. Έπειτα κατέκαυσαν τας πλευράς του, και τα υπόλοιπα ευαίσθητα μέλη του.
Αλλ’ ενώ το σώμα του αγίου και Μάρτυρος με αυτούς τους τρόπους ετιμωρείτο, ο νους του ήτο εστραμμένος προς εκείνον που ημπορούσε να του παράσχη βοήθειαν. Τα μάτια του ήσαν γυρισμένα προς τον ουρανόν και με θερμήν πίστιν προσηύχετο εις τον Κύριον νοερώς.
Και ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν του, και έφθασε κατ’ εκείνην την στιγμήν μπροστά του με την μορφήν του Ερμολάου και του είπε, καθώς είναι πατήρ γνήσιος και φιλόστοργος: «Μη φοβήσαι, διότι εγώ είμαι μαζί σου, βοηθός σου, εις όσα θα υποφέρης δι’ εμέ». Και αμέσως τα χέρια των στρατιωτών παρέλυσαν, αι λαμπάδες εσβήσθησαν, και αι πληγαί του αγίου εθεραπεύθησαν.
Ο βασιλεύς εντροπιάσθη μόλις είδε τα όσα συνέβησαν και αφού διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλον είπε προς τον άγιον: «Με ποίαν τέχνην και μαγείαν έκανες τα χέρια των στρατιωτών να παραλύσουν και τας λαμπάδας να σβήσουν;»
Και απεκρίθη: «Η τέχνη και η μαγεία μου είναι ο Χριστός που αγαπώ και ο οποίος ευρίσκεται πλησίον μου και τελεί τα θαύματα».
Ο Μαξιμιανός τότε του είπε: «Αλλ’ εάν σε βάλω σε χειρότερα και σκληρότερα βασανιστήρια τί θα γίνης;» Και ο Άγιος απήντησε: «Τότε θα λάβω και εγώ μεγαλυτέραν βοήθειαν από τον Χριστόν μου».
Διέταξε λοιπόν ο Μαξιμιανός και εγέμισαν με μολύβι ένα δοχείον μεγάλο και αφού το έβρασαν πολύ έβαλαν μέσα τον άγιον. Και πάλιν προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου λέγων.
«Εισάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» και εσυνέχιζε τον ψαλμόν.
Και πάλιν παρουσιάσθη ο Κύριος με την μορφήν του Ερμολάου και εισήλθε εις το μεγάλο δοχείον και αμέσως η φωτιά που το έβραζε έσβησε και ο μόλυβδος εκρύωσε.
Ο Άγιος συνέχισε να ψάλλη το «Εγώ προς Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου».
Όσοι ευρέθησαν εκεί εξεπλάγησαν και απόρησαν δια το παράξενον γεγονός.
Ο βασιλεύς πωρωμένος και αναίσθητος καθώς ήτο, δεν αντελήφθη ότι τα θαύματα αυτά ετελούντο από τον ισχυρόν και αληθινόν Θεόν.
Αλλά τα εθεωρούσε ως μαντικάς επιτυχίας. Εσυλλογίζετο λοιπόν με ποίον άλλο βασανιστήριον θα ημπορούσε να καταβάλη τον αήττητον Μάρτυρα.
Αφού μάλιστα συνεβουλεύθη τους άρχοντάς του, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του αγίου ένα μεγάλο λίθον και να τον ρίψουν εις την θάλασσαν.
Οι στρατιώται έτρεξαν να εκτελέσουν την διαταγήν. Και ο Θεός πάλιν εφρόντισε να διαφύλαξη και βοηθήση τον δούλον Του που εκινδύνευε χάριν Αυτού.
Μόλις τον έρριψαν εις την θάλασσαν επενέβη ο Χριστός καθώς φαίνεται και έκαμε την βαρειάν εκείνην πέτρα που είχε εις τον λαιμόν του ελαφροτέραν και από το φύλλον του δένδρου και έπλεε εις την θάλασσαν.
Ο Άγιος περιεπάτησε επάνω εις το νερό της θαλάσσης, όπως άλλοτε ο πρωτόθρονος Πέτρος, και εβγήκε εις τον αιγιαλόν σώος και αβλαβής. Ο βασιλεύς όταν τον είδεν εις την ξηράν εθαύμασε και του είπε: «Τί είναι αυτό που βλέπω, Παντολέον;
Εξουσιάζεις δια της μαγείας σου και την θάλασσαν;» Και ό άγιος απεκρίθη: «Η διαταγή Εκείνου που την εξουσιάζει έκανε αυτό που βλέπεις.
Πρέπει να ξέρης ότι η γη, η θάλασσα και όλα τα δημιουργήματα υπακούουν και υποτάσσονται εις τον Θεόν περισσότερον απ’ ό,τι υπακούσουν εις σε οι υπηρέται σου».
Η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του βασιλέως δεν άλλαξε καθόλου. Παρ’ όλον ότι είδε τόσα και τόσα θαύματα ο ασυνείδητος, διέταξε να συγκεντρώσουν όλα τα άγρια θηρία της γης.
Έπειτα θέλων να δείξη ότι λυπάται δήθεν τον άγιον, και δια να τον φοβίση του είπε: «Βλέπεις αυτά τα θηρία; Δια τον χαμόν σου τα έφεραν.
Λυπήσου λοιπόν τον εαυτόν σου. Εγώ λυπάμαι την νεότητα και ωραιότητά σου, μάρτυρές μου οι θεοί.
Σε συμβουλεύω όπως ο πατέρας, να προτίμησης ως λογικός το συμφέρον σου, δια να μην αποθάνης πρόωρα με τέτοιον πικρόν θάνατον και να στερηθής την γλυκυτάτην και τόσον ποθητήν ζωήν».
Ο άγιος απεκρίθη τότε: «Εάν δεν σε υπήκουσα προηγουμένως, πώς ελπίζεις να σε ακούσω τώρα που είδα τόσην βοήθειαν από τον Θεόν μου; Ούτε καν να το σκεφθής λοιπόν ότι θα κάμω ποτέ θυσίαν εις τους δαίμονας.
Διατί με απειλείς με τα θηρία σου; Εκείνος που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και επάγωσε τον βραστόν μόλυβδον και εξήρανεν την θάλασσαν, θα κάμη και τα φοβερά σου θηρία ημερώτερα από τα πρόβατα».
Ο άγιος δεν επείσθη από τον βασιλέα να προσκυνήση τα είδωλα και προτίμησε να ριφθή εις τα άγρια θηρία. Ο βασιλεύς όμως επέμενε και μάλιστα του έδωσε προθεσμίαν τρεις ημέρας δια να σκεφθή και να θυσιάση εις τα είδωλα.
Διαφορετικά θα εκτελείτο η διαταγή του και ο άγιος θα ερρίπτετο εις τα θηρία, δια να τον κατασπαράξουν.
Το γεγονός αυτό διεδόθη εις ολόκληρον την πόλιν. Όλοι έτρεξαν δια να ιδούν τον ωραιότατον και ευγενή νέον που προετίμησε να ριφθή εις τα θηρία παρά να θυσιάση εις τα αναίσθητα είδωλα.
Συνεκεντρώθη λοιπόν μεγάλο πλήθος εις το θέατρον και ο βασιλεύς εκάθισε εις υψηλήν εξέδραν. Έδωσε την διαταγήν, και αμέσως οι υπηρέται έσυραν τον άγιον δια να τον ρίξουν εις τα άγρια θηρία.
Ο άγιος με τόλμην και θάρρος επροχώρησε, επειδή είχε προστάτην και βοηθόν τον Χριστόν.
Οι υπηρέται έρριξαν τον άγιον εις τον τόπον που τους ώρισαν, και απελευθέρωσαν όλα τα θηρία. Όλοι επερίμεναν να ίδουν τον Παντολέοντα να κατασπαράσσεται και να καταβροχθίζεται από τα πεινασμένα και άγρια θηρία.
Η κακία των ανθρώπων εκείνων είχε ξεπεράσει και την αγνωσίαν των αλόγων ζώων, διότι δεν επροσκυνούσαν τον αληθινόν Θεόν και ετιμωρούσαν, όσους επίστευαν εις Αυτόν, με αγριότητες και ωμότητες.
Και ο Θεός που μετατρέπει τα πάντα όπως θέλει, οικονόμησε και εδώ ούτως ώστε να φάνουν τα θηρία ήρεμα, και να γίνουν όπως τα λογικά όντα, και μιμηθούν την ημερότητα των ανθρώπων και να γίνουν ακόμη φανεροί μάρτυρες της κακίας των ανθρώπων και της αγαθότητος του θεού.
Τα θηρία επλησίασαν τον άγιον ωσάν λογικά δημιουργήματα με πολλήν ευλάβειαν, εκινούσαν την ουράν των και έγλειφαν τα πόδια του, συναγωνιζόμενα ποίον θα επήγαινε μπροστά του να τον κολακεύση και να τον προσκύνηση.
Και το κάθε θηρίον δεν έφευγε από κοντά του εάν δεν άπλωνε το χέρι του δια να το ευλόγηση.
Το πλήθος σαν είδε αυτό το θαύμα εξεπλάγη. Όλοι μ’ ένα στόμα εφώναζαν «Μέγας και αψευδής ο Θεός των Χριστιανών, και ας αφεθή ο δίκαιος».
Όταν ο ασύνετος βασιλεύς είδε ότι τα θηρία ηρνήθησαν να εκτελέσουν την προσταγήν του ωργίσθη τόσον πολύ, ώστε διέταξε να τα σκοτώσουν.
Επί πολλάς ημέρας εκοίτοντο σκοτωμένα, χωρίς να πλησίαση κανένα πτηνόν από τα σαρκοφάγα δια να τα φάνε. Και αυτό συνέβαινε από τον Θεόν εις ένδειξιν τιμής προς τον Άγιον, δια να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν.
Κατόπιν ο βασιλεύς έστειλε ανθρώπους και τα έθαψαν. Ύστερα διέταξε να κατασκευασθή ένας τροχός και αφού τον τοποθετήσουν εις χώρον υψηλόν να δέσουν τον άγιον και μετά να κυλήσουν τον τροχόν προς τον κατήφορον, δια να λειώση τον Μάρτυρα.
Αυτό βέβαια το εισηγήθησαν εις τον βασιλέα μερικοί τεχνίται εφευρέται της κακίας και ειδικοί εις το να βλάπτουν τους άλλους.
Αλλ’ ο φιλάνθρωπος Κύριος προστάτης των πιστών δούλων Του, επενέβη πάλιν εις την κατάλληλον στιγμή.