Πρόκειται για την εκδίωξη των Αγαρηνών με θαυματουργικό τρόπο από τον Άγιο Σπυρίδωνα, όταν αυτοί απειλούσαν με ολοκληρωτική καταστροφή την Κέρκυρα το 1716 μ.Χ.
Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο τώρα κατεχόμενο χωριό Άσσια (Άσκια) της Κύπρου (και όχι στην Τριμυθούντα – σημερινή Τρεμετουσιά – όπως γράφουν πολλοί) από οικογένεια βοσκών, που ήταν κάπως εύπορη.
Αν και μορφώθηκε αρκετά δεν άλλαξε επάγγελμα. Συνέχισε και αυτός να είναι βοσκός.
Σαν χαρακτήρας, ο Άγιος, ήταν απλός, αγαθός, γεμάτος αγάπη για τον πλησίον του. Τις Κυριακές και τις γιορτές, συχνά έπαιρνε τους βοσκούς και τους οδηγούσε στους ιερούς ναούς, και κατόπιν τους εξηγούσε την ευαγγελική ή την αποστολική περικοπή.
Ο Θεός τον ευλόγησε να γίνεται συχνά προστάτης χήρων και ορφανών.
Νυμφεύθηκε ευσεβή σύζυγο και απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη. Γρήγορα, όμως, η σύζυγός του πέθανε. Για να επουλώσει το τραύμα του ο Σπυρίδων αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στη διδαχή του θείου λόγου.
Μετά από πολλές πιέσεις, χειροτονήθηκε ιερέας. Και πράγματι, υπήρξε αληθινός ιερέας του Ευαγγελίου, έτσι όπως τον θέλει ο θείος Παύλος: «Ἀνεπίληπτον, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητας» (Α’ προς Τιμόθεον γ’ 2-7).
Δηλαδή ακατηγόρητο, προσεκτικό, εγκρατή, σεμνό, φιλόξενο, διδακτικό, και να έχει παιδιά που να υποτάσσονται με κάθε σεμνότητα. Έτσι και ο Σπυρίδων, τόσο σωστός υπήρξε σαν ιερέας, ώστε όταν χήρεψε η επισκοπή Τριμυθούντος στην Κύπρο, δια βοής λαός και κλήρος τον εξέλεξαν επίσκοπο.
Από τη θέση αυτή ο Σπυρίδων προχώρησε τόσο πού στην αρετή, ώστε τον αξίωσε ο Θεός να κάνει πολλά θαύματα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Σπυρίδων με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του στην Α’ Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) και στην οποία συμμετείχε, κατατρόπωσε τους Αρειανούς και αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης.
Μάλιστα, όπως αναφέρει η παράδοση, αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε το σημείο του Σταυρού και με το αριστερό χέρι, που κρατούσε ένα κεραμίδι, εις τύπον της Αγίας Τριάδος είπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» και έκανε να φανεί προς τα επάνω απ’ το κεραμίδι φωτιά, δια της οποίας είχε ψηθεί αυτό.
Όταν δε είπε: «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», έρρευσε κάτω νερό, δια του οποίου ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα του μόνο το χώμα που απέμεινε.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπέστης καὶ ἔσωσας. ἐπιδρομῆς χαλεπῆς, τὴν νῆσον σου Κέρκυραν, τὴν προσπεσοῦσαν θερμῶς, τὴ θεία πρεσβεία σου. Ὅθεν θαυματοφόρε, Ἱεράρχα Σπυρίδων, ἀΐνον εὐχαριστίας, σοὶ προσάδοντες πίστει, δεόμεθα τοῦ ρύεσθαι ἀεί, ἠμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὡς τῶν ὁρθοδόξων ὑπέρμαχος, καὶ πάντων τῶν ἀπίστων ἀντίπαλον, παμμακάριστε Σπυρίδων ὑμνοῦμέν σε, καὶ δυσωποῦμέν σε, φυλάττειν τὴν πόλιν σου, πάσης ὁρμῆς βαρβάρων ἀμέτοχον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῷ τῆς Κερκύρας νῦν προμάχῳ ὑπανοίγωμεν Ὡς τροπαιούχῳ νικητῇ τὰ αἰσθητήρια. Ἀνακράζοντες οἱ δοῦλοί σου, θεοφόρε, Σοὶ τῷ ἔχοντι ἀεὶ τὸ εὐσυμπάθητον· Ἐκ βαρβάρων, ὦ Σπυρίδων, περιφρούρησον. Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ ἀήττητε.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελον ἡ Κέρκυρα ὑπεδέξατο Πάτερ, σῶμα σὸν Ἱερἀρχα τὸ θεῖον, ἐν δὲ τῇ ὑποστάσει σαρκός, ἀθανάτου μένον σὲ θαυμαστῶς βλέπουσα, ἐξίσταται καὶ ἵσταται βοῶσα πρὸς σὲ τοιαῦτα·
Χαίροις ἀδάμας τῆς Ἐκκλησίας·
χαῖροις τὸ σέλας τῆς ἀσεβείας.
Χαίροις Κερκύρας θεοφρούρητον τεῖχος·
χαίροις πολεμουμένων κραταιότατον ξίφος.
Χαίροις ἀνδρείας θεότερπνον ἄγαλμα·
χαίροις σωφροσύνης οὐρανόσδοτον ἔρεισμα.
Χαίροις ὀρθοδοξίας ἀδιάσειστος στύλος·
χαίροις Χριστοῦ γνησιώτατος φίλος.
Χαίροις κανὼν πρακτικῆς ἐμπειρίας·
χαίροις λαμπτὴρ εὐσεβοῦς θεωρίας.
Χαίροις τῶν θηρίων ὁρατῶν καθαιρέτης·
χαίροις τῶν θηρίων ἀοράτων ἀλέστης.
Χαίροις Πάτερ ἀήττητε.
Μεγαλυνάριον
Τῶν θαυμάτων πέλαγος γεγονώς, πάσης τρικυμίας, ἐν θαλάσσῃ τε καὶ ἐν γῇ, μέγιστε Σπυρίδων, διάσωζαι εὐχαῖς σου, τοὺς ἐπικαλουμένους, μέγα σὸν ὄνομα.