Ο Φώτιος ήταν ανεψιός του Ανίκητου. Κατάγονταν και οι δύο από τη Νικομήδεια. Όταν ο Διοκλητιανός θέλησε να κινήσει διωγμό κατά των χριστιανών, μίλησε μπροστά στη Σύγκλητο με τους πιο υβριστικούς λόγους εναντίον τους.
Εκεί ήταν παρών και ο Ανίκητος, που όταν άκουσε αυτά τα λόγια του βασιλιά, όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά σηκώθηκε με θάρρος, δήλωσε ότι είναι χριστιανός και είπε στο Διοκλητιανό: «Πλανάσαι, βασιλιά, αν νομίζεις ότι με τα μέτρα κατά των Χριστιανών θα πετύχεις τους ασεβείς σκοπούς σου.
Μάθε ότι οι χριστιανοί αποτελούν σήμερα την υγιέστερη μερίδα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και θα ήταν ανόητοι και αναίσθητοι αν πίστευαν στα είδωλα. Γι’ αυτό όποια μέτρα και αν πάρεις εναντίον τους, στο τέλος ζημιωμένος θα είσαι εσύ, ενώ αυτοί ένδοξοι μάρτυρες».
Ο Διοκλητιανός, προσβεβλημένος από την παρατήρηση του Ανίκητου, διέταξε και τον έριξαν τροφή σε ένα τρομερό λιοντάρι. Αλλά το λιοντάρι σταμάτησε την άγρια ορμή του και ημέρεψε σαν πρόβατο. Τότε έγινε μεγάλος σεισμός και συνετρίβησαν πολλά ειδωλολατρικά αγάλματα.
Κατόπιν τον έβαλαν σε τροχό με αναμμένη φωτιά από κάτω. Αλλά ω του θαύματος, ο τροχός σταμάτησε και η φωτιά έσβησε. Τότε έτρεξε και τον αγκάλιασε ο ανεψιός του Φώτιος.
Μόλις είδαν αυτό οι ειδωλολάτρες, έδεσαν και τους δύο μέσα στο λεγόμενο λουτρό του Αντωνίου. Και αφού υπερθέρμαναν το νερό, παρέδωσαν και οι δύο ένδοξα το πνεύμα τους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, τὴν οἰκείωσιν, τῆς συγγενείας, δι’ ἀγώνων ἱερῶν ἐλαμπρύνατε, θεομακάριστε Μάρτυς Ἀνίκητε, σὺν τῷ Φωτίῳ φωτὸς τῷ θεράποντι. Ἀλλὰ αἰτήσασθε, δοθήναι πταισμάτων ἄφεσιν, τοὶς μέλπουσιν ὑμῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Καταβαλόντες τοῦ ἐχθροῦ τὰς ἐπάρσεις, τῇ καρτερίᾳ τῶν δεινῶν ἀθλοφόροι, τὸν οὐρανὸν ᾠκήσατε γηθόμενοι, Φώτιε ἀοίδιμε, καὶ Ἀνίκητε μάκαρ· ὅθεν μακαρίζεσθε, εἰς αἰῶνας αἰῶνος, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύοντες Χριστῷ, τῶν ἐκτελούντων ὑμῶν τὰ μνημόσυνα.