«Οὐκ ἐξεστὶ σοὶ ἔχειν, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Δεν σου επιτρέπεται από το νόμο του Θεού να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου, ο όποιος ζει ακόμα.
Λόγια του Τιμίου Προδρόμου, που αποτελούσαν μαχαιριές στις διεφθαρμένες συνειδήσεις του βασιλιά Ηρώδη Αντίπα και της παράνομης συζύγου του Ηρωδιάδος, που ήταν, γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου.
Ο Ηρώδης, μη ανεχόμενος τους ελέγχους του Προδρόμου, τον φυλάκισε. Σε κάποια γιορτή όμως των γενεθλίων του, ο Ηρώδης υποσχέθηκε με όρκο να δώσει στην κόρη της Ηρωδιάδος ότι ζητήσει, διότι του άρεσε πολύ ο χορός της.
Τότε η αιμοβόρος Ηρωδιάς είπε στην κόρη της να ζητήσει στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη. Πράγμα που τελικά έγινε.
Έτσι, ο ένδοξος Πρόδρομος του Σωτήρα θα παραμένει στους αιώνες υπόδειγμα σε όλους όσους θέλουν να υπηρετούν την αλήθεια και να αγωνίζονται κατά της διαφθοράς, ανεξάρτητα από κινδύνους και θυσίες.
Και να τι λένε οι 24 πρεσβύτεροι της Αποκάλυψης στο Θεό για τους διεφθαρμένους: «ἦλθεν… ὁ καιρὸς τῶν ἐθνῶν κριθήναι… καὶ διαφθείραι τοὺς διαφθείροντας τὴν γῆν».
Ήλθε, δηλαδή, ο καιρός της ανάστασης των νεκρών για να κριθεί ο κόσμος και να καταστρέψεις (Θεέ μου) εκείνους, που με τη διεφθαρμένη ζωή τους διαφθείρουν και καταστρέφουν τη γη.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πάντων ὑπέρτερος, τῶν Προφητῶν ἀληθῶς, αὐτόπτης καὶ Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Προφῆτα γεγένησαι, ὅθεν καὶ παρ’ Ἡρῴδου, ἐκτμηθεῖς σου τὴν Κάραν, ἔδραμες τοὶς ἐν Ἅδῃ, προκηρύξαι τὸ λύτρον διὸ σὲ Ἰωάννη Βαπτιστά, ποθῶ γεραίρομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. α’.
Ἡ τοῦ Προδρόμου ἔνδοξος ἀπoτομή, οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή, ἵνα καὶ τοῖς ἐν ᾅδη τοῦ Σωτῆρος κηρύξῃ τὴν ἔλευσιν. Θρηνείτω οὖν Ἡρωδιάς, ἄνομον φόνον αἰτήσασα, οὐ νόμον γὰρ τὸν τοῦ Θεοῦ, οὐ ζῶντα αἰώνα ἠγάπησεν, ἀλλ᾽ ἐπίπλαστον πρόσκαιρον.