Οικοδόμος στη Μ. Ασία
Στη Χίο υπάρχει ένα χωριό, πού το λένε Καρυές. Από εκεί καταγόταν ο νέος αυτός Μεγαλομάρτυς του Χριστού Νικόλαος. Οι γονείς του και οι πρόγονοι του ήσαν Χριστιανοί.
Τον Πατέρα του τον λέγανε Πέτρο και την μητέρα του Σταματού. Είχε τόση αρετή παρότι έμεινε ορφανός από μικρός και χωρίς προστασία πατρός.
Όταν έγινε 20 χρονών πήγαινε με ένα συγχωριανό του στην Μαγνησία της Μ. Ασίας, και δουλεύανε κτίστες. Ο Νικόλαος όμως όσο μεγάλωνε στα χρόνια, προόδευε και στις αρετές.
Και τρελός !
Κάποια μέρα όμως σαν κάτι να έπαθε ο νους του και έμεινε παραλογισμένος, χωρίς ωστόσο να κάνει τρελά πράγματα. Βλέποντάς τον οι Τούρκοι σ’ αυτή την κατάσταση τον έφεραν στους αρχηγούς τους με σκοπό να τον εξισλαμίσουν. Όταν εκείνοι τον εξέταζαν ο Άγιος δεν τους αποκρινόταν αλλά έμενε σιωπηλός, σαν να μην άκουγε τι του έλεγαν.
Οπότε οι αγάδες αγανακτισμένοι, χτυπώντας τον, τον έδιωξαν ως τρελλό και ήλεγξαν εκείνους που τους τον πήγαν.
Οι συμπατριώτες του, βλέποντας την κατάστασή του, φοβήθηκαν μη διαταραχθεί ψυχικά και τον πήγαν στη Χίο, στην αδελφή του, στην οποία και είπαν τα καθέκαστα. Εκείνη, από αφροσύνη, δεν τα φύλαξε μυστικά και κυκλοφόρησε φήμη ότι ο Νικόλαος είχε εξισλαμισθεί.
Τα έμαθαν οι αγάδες του νησιού και τον πήραν, τον ονόμασαν Μεϊμέτη (Μεχμέτ) και τον έντυσαν τούρκικα, χωρίς να του κάνουν όμως περιτομή. Για να ζήσει έβοσκε τα ζώα των χασάπηδων.
Ο Κύριλλος τον συμβουλεύει
Εκεί, στα βουνά της Αγίας Υπομονής, τον συνάντησε κάποιος αρχιμανδρίτης που ονομαζόταν Κύριλλος. Συζήτησε μαζί του, είδε την απλότητά του και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Αυτό ήταν και η αρχή της αλλαγής του Νικολάου.
Κάποια νύχτα κοιμήθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο ναό της Αγίας Άννης και εκεί είδε στο όνειρό του μια ωραιότατη κόρη που του είπε: να πας στον ιερέα του ναού του Υιού μου να σε λούσει, να γίνεις καλά για να σε πάρω γαμπρό.
Σηκώθηκε και έτρεξε στην αδελφή του και της διηγήθηκε το όνειρο. Πήγαν μαζί στον ιερέα του χωριού αλλά εκείνος δεν τους έδωσε σημασία.
Τότε προσέτρεξαν στον ναό του Σωτήρος, όπου εφημέρευε ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος, ο οποίος του έκανε αγιασμό, του διάβασε τις σχετικές ευχές και ο νέος ήρθε στα συγκαλά του.
Ζωή μετανοίας
Ο Μακάριος, λοιπόν Νικόλαος, αφού θεραπεύθηκε τελείως, χωρίς να του μείνει κανένα ελάττωμα, άρχισε να ζει μια ζωή θαυμασίας μετανοίας. Άφησε κάθε σωματική φροντίδα.
Περνούσε όλο του τον καιρό, προτού μαρτυρήσει, με προσευχές, με γονυκλισίες πολλές και με νηστείες. Πολλές δε φορές, καίτοι η αδελφή του τον παρακινούσε να δώσει στον εαυτόν του κάποια άνεση από την πολλή ταλαιπωρία, δεν το έκαμνε. Έμενε νηστικός και τρεις μέρες συνεχώς.
Επειδή όμως είχε ακουστεί ότι είχε τουρκέψει, οι συγχωριανοί του φοβόντουσαν την οργή των Τούρκων και δεν τον δέχονταν στην εκκλησία, παρόλα τα δάκρυα και την διαμαρτυρία του.
Συλλαμβάνεται από τους Τούρκους
Επειδή όμως ακούστηκε, ότι ο Νικόλαος άφησε τον Μωαμεθανισμό και γύρισε πάλι στον Χριστιανισμό, να! και φθάνουν με μαχαίρια και όπλα οι απεσταλμένοι, από το Κριτήριο, για να τον πάνε για δίκη.
Του έδεσαν τα χέρια πισθάγκωνα. Συνέλαβαν κατόπιν τον εφημέριο του χωριού και άλλους δυο προεστούς. Όλους δε μαζί τους πήγανε στο Δικαστήριο.
Και τους μεν άλλους τρεις τους φυλάκισαν και μόνο τον Νικόλαο κρατήσανε για απολογία.
Ο Κριτής και οι άλλοι Τούρκοι προσπάθησαν με πολλές παρακλήσεις, κολακείες και υποσχέσεις να τον κρατήσουν στη θρησκεία τους. Αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε. Ίσα-ίσα άναψαν περισσότερο τον ζήλο του μάρτυρος.
Στο μπουντρούμι βασανίζεται
Σαν να μην έφταναν τα βασανιστήρια, είχε και τους συμπατριώτες του και μάλιστα τον ιερέα που τον παρακινούσαν να τουρκέψει για να απαλλαγούν από τη φυλάκιση λέγοντάς του ότι μ’ ένα Χριστιανό λιγότερο δεν κινδυνεύει η Χριστιανοσύνη.
Μετά από κάποιες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι στο δικαστήριο. Εκεί άρχισαν πάλι τις κολακείες, τις προτάσεις για αξιώματα, πλούτη και τιμές αλλά και τις απειλές για βάσανα και θάνατο.
Ο άγιος και πάλι με γενναιότητα και θάρρος τους απάντησε: Ούτε τις κολακείες σας δέχομαι ούτε τις τιμωρίες και το θάνατο φοβούμαι. Χριστιανός είμαι και από την αγάπη του Χριστού τίποτα δεν θα με χωρίσει.
Όμως αν με ακούσετε εσείς πρώτα σε κάτι που θα σας ζητήσω, θα σας υπακούσω κατόπιν και εγώ.
Μη γνωρίζοντας τι θα τους ζητήσει του απάντησαν ναι, μετά χαράς. Λοιπόν τους λέει δεχθείτε εσείς πρώτα να σας βαπτίσω εγώ Χριστιανούς και κατόπιν κάντε με κι εσείς ό,τι θέλετε. Τόσο πολύ θύμωσαν ώστε επινόησαν δεινά βασανιστήρια.
Έχυσαν στη φυλακή νερά, έβαλαν ύστερα κάτω μια σανίδα με καρφιά και ξάπλωσαν επάνω τον μάρτυρα και τοποθέτησαν πάνω στο στήθος και την κοιλιά του μια βαριά πλάκα. Έδεσαν τον λαιμό του με αλυσίδα και τα πόδια του πάντα στο τιμωρητικό ξύλο. Ο άγιος τα δεχόταν όλα υπομονετικά δοξάζοντας τον Θεό.
Ο Χριστός στο πλευρό του
Ο Χριστός όμως δεν άφησε τον δούλο του αβοήθητο. Τα μεσάνυχτα να! και γίνεται ένας φοβερός σεισμός μέσα στη φυλακή! Με το σεισμό κύλησε η πλάκα και έπεσε από το στήθος του. Και ώ του θαύματος.
Ούτε η πλάκα του είχε συντρίψει τα κόκκαλα, ούτε τα καρφιά του είχαν τρυπήσει την πλάτη. Ο Νικόλαος έμεινε άβλαβής. Η φυλακή γέμισε την ώρα εκείνη από μια υπέροχη ευωδία.
Τότε ο ολιγόπιστος ιερεύς, βλέποντας το θαύμα, μετανόησε, και ζητούσε από τον Θεό να τον συγχωρήσει, για κείνα πού βλασφήμησε.
Ζητούσε δε συγνώμη και από τον μάρτυρα, επειδή του είχε πει να τουρκέψει. Όχι μόνον ο ιερεύς, αλλά και όλοι όσοι βρέθηκαν στη φυλακή θαύμασαν.
Νηστεύει στο στάβλο των αλόγων
Ύστερα απ’ όλα αυτά αποφυλάκισαν τους συγχωριανούς του αγίου, για να μη βλέπουν και διαδώσουν τα θαύματα, τον ίδιο δε τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον έριξαν στον στάβλο των αλόγων, για να μην τον βλέπουν οι άλλοι φυλακισμένοι και επηρεάζονται αλλά και για να τον σκοτώσουν τα άλογα καταπατώντας τον.
Όλες τις ημέρες στον στάβλο νήστευε, σχεδόν άσιτος και προσευχόταν. Αντιλαμβανόμενοι οι Τούρκοι ότι δεν κατάφερναν τίποτε τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Στον τόπο της εκτελέσεως
Τότε τον έβγαλαν από το στάβλο πού τον είχανε κρατούμενο και τον φέρανε στη θέση Βουνάκι, έξω από τα τείχη της Σούδας του Κάστρου. Λίγο παρά κάτω από τη μαρμαρένια βρύση.
Την ώρα εκείνη επέστρεφαν από το Τζαμί όλοι οι Αγάδες έφιπποι. Σταθήκανε γύρω του και τον ρωτήσανε τρεις φορές, αν σκόπευε να τουρκέψει.
Αυτός ο ευλογημένος εξαντλημένος από τη νηστεία τόσων ημερών και ταλαιπωρημένος από τα πολλά βάσανα για να τους δείξει, ότι δεν τους λογαριάζει ολότελα, δεν τους αποκρίθηκε με λόγο, αλλά με το κούνημα του κεφαλιού του πού σήμαινε, «Όχι».
Κατόπιν τον γονάτισαν τρεις φορές. Την πρώτη του έδωσε ο δήμιος μια λογχευτή μαχαιριά στην ράχη.
Έπειτα τον σήκωσαν επάνω και πάλιν τον ρώτησαν, αν αρνείται την πίστη του. Τη δεύτερη φορά του κόψανε λίγο το λαιμό και τον σηκώσανε πάλι και τον ρωτήσανε ξανά αν θέλει να τουρκέψει, λέγοντάς του συγχρόνως, ότι οι πληγές του γιατρεύονται.
Την τρίτη φορά του είπαν να γονατίσει και αυτός πρόθυμα και γρήγορα από την επιθυμία πού είχε να μαρτυρήσει, γονάτισε. Φώναξε κατόπιν τρεις φορές το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου, λέγοντας, «Παναγία βοήθα με».
Τότε ο δήμιος τον χτύπησε με πολλή δύναμη, αλλά και πάλιν δεν κόπηκε η πάντιμος κεφαλή του, ούτε με την πρώτη, ούτε με τη δεύτερη. Τότε με απανθρωπιά και σκληρότητα τον έπιασε από τα μαλλιά της κεφαλής του και τον έσφαξε σαν πρόβατο.
Και έτσι ο Μακάριος Νικόλαος τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται, την προς τον Χριστό πίστη τετήρηκε, τον σωτήριο δρόμο του μαρτυρίου τετέλεκε, και το στέφος της αδθαρσίας παρά του Θεού έλαβε. Ήταν 23 ετών και μαρτύρησε την 31ην Οκτωβρίου του 1754 στις 12 το μεσημέρι.
Θεοσκόταδο και Ουράνιο φως
Τότε συνέβη ένα συγκλονιστικό φαινόμενο. Ενώ ήταν μεσημέρι, πυκνότατο σκοτάδι κάλυψε όλο το νησί, σε σημείο που ο ένας δεν έβλεπε τον άλλο ούτε τον δρόμο για να πάνε στα σπίτια τους. Στο υπόλοιπο νησί όπου οι κάτοικοι δεν γνώριζαν την αιτία έλεγαν ότι σίγουρα είναι οργή Θεού.
Μέχρι και σήμερα διηγούνται για το φοβερό εκείνο σκοτάδι. Και ενώ παντού επικρατούσε σκοτάδι το πρόσωπο του αγίου μάρτυρος έλαμπε σαν τον ήλιο. Ουράνιο δε φως έλουζε τρεις νύχτες το άγιο λείψανο.
Μη υποφέροντας οι Τούρκοι τα θεϊκά αυτά σημεία έλεγαν ότι ο Θεός ρίχνει φωτιά να τον κάψει και πήγαν με δαδιά και μαύριζαν το πρόσωπο του αγίου για να μη φαίνεται λαμπρό.
Πολλοί Χριστιανοί δωροδοκούσαν τους φύλακες να τους δώσουν κομμάτια από τα ρούχα του ή χώμα βρεγμένο από το αίμα του ή να του κόψουν κάποιο από τα δάχτυλά του.
Τα μαρτυρικά του λείψανα του στη συνέχεια έκαναν παράδοξα θαύματα, όπως αναφέρει το συναξάρι του.
Τέλος για να μην πάρουν οι Χριστιανοί το λείψανό του και το τιμήσουν το έριξαν οι ασεβείς στη θάλασσα και κανείς δεν έμαθε που έφτασε.
Στίχος
Νίκης τά λαμπρά, Νικόλαε, βραβεῖα, πρό Χριστοῦ ἀπείληφας στερρῶς ἀθλήσας, τριακοστή ἐν πρώτη κάραν ἐκτμηθεῖς.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς Χίου ἀγλάϊσμα, καὶ Ἀθλητῶν μιμητῆς, ἐδείχθης Νικόλαε, ὁμολογήσας Χριστόν, τυράννων ἐνώπιον• ὅθεν τῶν σῶν αἱμάτων, οἱ κρουνοὶ Ἀθλοφόρε, δρόσος ὤφθησαν θεία, τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ• ἐντεῦθεν πανευχαρίστως, μέλπει τοὺς ἄθλους σου.
Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Φερωνύμως γέγονας, νίκη λαοῦ Ὀρθοδόξου, ἱερὲ Νικόλαε, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναθλήσας• ὅθεν σοι, ἐν κατανύξει ψυχῆς βοῶμεν• Δώρησαι, ἡμῖν τὴν νίκην ταῖς σαῖς πρεσβείας, κατ’ ἐχθρῶν τῶν ὁρωμένων, καὶ ἀοράτων, τοῖς σὲ τιμῶσι πιστῶς.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Χίου θεῖος βλαστός, καὶ Νεομαρτύρων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν• χαίροις ὁ ἀθλήσας, ὑπὲρ Χριστοῦ νομίμως, Νικόλαε τρισμάκαρ, Μαρτύρων σύσκηνε.