Ο Οσιομάρτυρας Ιγνάτιος, ο μέγας της Οικουμένης ο φωστήρας, ανέτειλεν ως άλλος ήλιος από την ανατολή, από την περιώνυμη πόλη Κίο, η οποία αυτή πόλη είναι παλαιά, ελληνική, των Ιώνων αποικία.
Ο Οσιομάρτυρας Ιγνάτιος γεννήθηκε στην Κίο από γονείς ευσεβείς, ενάρετους και φιλόθεους. Ο Όσιος Ιγνάτιος διδάχθηκε από τους γονείς του την αρετή αλλά και από τους δασκάλους του, την Θεόπνευστη γραφή και το ιερό Ευαγγέλιο.
Ο Όσιος ως φρόνιμος νέος στοχάσθηκε ν’ αρνηθεί τον κόσμο και να φορέσει το αγγελικό σχήμα, αλλά η σχέση και η αγάπη των γονέων του και η μεγάλη υπακοή όπου είχε προς αυτούς, τον τραβούσαν πίσω, έως ότου πέθαναν οι γονείς του.
Αφού αναπαύθηκαν εν Κυρίω, τότε ο Άγιος βρίσκοντας ευκαιρία πωλεί όλα του τα υποστατικά κα όσα χρήματα έλαβε, τα έδωσε όλα ελεημοσύνη στους φτωχούς, χήρες και ορφανά και μόνο για τρεις ημέρες κράτησε ζωοτροφίαν και ευθύς πήγε εις τον Όλυμπο της Βιθυνίας.
Εκεί ο Άγιος Ιγνάτιος βρήκε το μοναστήρι του Αγίου Αυξεντίου και αμέσως ο τότε ηγούμενος, τον ένδυσε το μέγα και άγιον αγγελικό σχήμα γνωρίζοντας εκ Πνεύματος Αγίου, ότι θα γινόταν σκεύος εκλογής κατά τον μέγα Παύλο και να ομολογήσει το όνομα του Χριστού ενώπιον βασιλέων και τυράννων.
Ποιος είναι σε θέση να καταγράψει τις αρετές του και τα μεγάλα κατορθώματα, την άκρα ταπείνωση, τις υπεράνθρωπες νηστείες, αγρυπνίες, αδιάλειπτες προσευχές, τα από κατάνυξη εκχεόμενα (ποταμηδόν) δάκρυα και την μέχρι θανάτου υπακοήν, τους άπειρους πειρασμούς του διαβόλου, της σάρκας τα άτακτα σκιρτήματα και την ματαιότητα του κόσμου.
Ο Άγιος Ιγνάτιος «αρματώθηκε» με την «μάχαιραν του Παναγίου Πνεύματος», δηλαδή τον ζωντανολόγο για να νικήσει τις αρχές και εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους, τα πνεύματα δηλαδή όλα της πονηρίας.
Ο Άγιος επιθυμούσε να μαρτυρήσει υπέρ του ονόματος του Χριστού και πάντοτε προσευχόταν στο Θεό με θερμά δάκρυα να αξιωθεί μαρτυρικού τέλους και έλεγε «επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Είχε τόσο θείο έρωτα ώστε έφθασε σ’ ένα ενθουσιασμό να εξομολογηθεί στον ηγούμενο και πνευματικό του πατέρα ότι επιθυμεί το μαρτυρικό τέλος.
Ο ηγούμενος τον εμπόδιζε λέγοντας, «ότι πολλές είναι οι παγίδες του διαβόλου και πρόσεχε παιδί μου καλώς, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμο η δε σάρκα ασθενής». Ο Άγιος ακόμη περισσότερο γινόταν ζηλωτής και αποφάσισε να γίνει μιμητής του πάθους του Χριστού, ο οποίος τον αξίωσε να έχει τέλος μαρτυρικό.
Όταν άρχισε ο πόλεμος κατά τω Αγίων εικόνων και εξορίζονταν όσοι τιμούσαν τις ιερές εικόνες (επί Λέοντος Γ’ του Ισαύρου), του Αγίου σφάδαζε και καιγόταν η καρδιά του από τον θείο έρωτα και έλεγε «ιδού καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού η μέρα σωτηρίος, ιδού καιρός αρμόδιος να μαρτυρήσω υπέρ του ονόματος του Χριστού και Θεού μου, δια τας αγίας και πανσέπτους εικόνας, ας σφαγώ, ας πνιγώ, ας θυσιάσω την ζωή μου, εμπί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος».
Έτσι αφήνει τον ησυχαστικό βίο και την ασκητική ζωή, έρχεται στην πατρίδα του την Κίο και ανταμώνεται με τον αγιώτατον και σοφώτατον επίσκοπον Κίου κύριον Ευστάθιον (βλέπε 29 Μαρτίου), άνθρωπο ενάρετο, σοφότατο και διδακτικότατο, πλήρη Πνεύματος Αγίου.
Ο Άγιος συναναστράφηκε με τον Άγιο Ευστάθιο και διδάχθηκε απ’ αυτόν τα μεγάλα και υπερφυή μυστήρια της θεολογίας, και άλλα απόρρητα έμαθε από τον Ευστάθιον, ώστε αποφάσισαν και οι δύο να θανατωθούν για τις άγιες εικόνες και να φυλάξουν ακίβδηλη και απαραμείωτη την πατροπαράδοτη πίστη.
Στη συνέχεια ο Άγιο Ευστάθιος έλεγξε τον τύραννο και έφερε αποδείξεις και μαρτυρίες από την θεόπνευστη γραφή, από το ιερόν Ευαγγέλιο και από τις παραδόσεις των Θεοκηρύκτων Αποστόλων ώστε τον έκανε αναπολόγητο.
Ο Άγιος Ιγνάτιος έμεινε στην πατρίδα του την Κίο, νηστεύοντας, αγρυπνών και προσευχόμενος. Κάθε μέρα μεταλάμβανε τα άχραντα μυστήρια, την αθάνατη τροφή της ψυχής για να ενδυναμωθεί πνευματικώς. Αφού δυναμώθηκε πνευματικά πήγε στο Βυζάντιο και παρουσιάσθηκε στον τύραννο Λέοντα κηρύττοντας την αγγελική αλήθεια.
Ο Άγιος Ιγνάτιος αφού είπε στον τύραννο όλη την διδασκαλία για τις εικόνες βγάζει παρευθύς μια εικόνα του Σωτήρος Χριστού όπου είχε εγκόλπιο και την ασπαζόταν λέγων «ει τις την εικόνα του Χριστού, και της Θεοτόκου, και των αγίων πάντων δεν προσκυνά σχετικώς είη της αιωνίω αναθέματι».
Ο ασεβής Λέων έγινε παράφρονας από τον θυμό του, και προστάζει παρευθύς τους δημίους και τον δέρνουν τόσο σκληρά και απάνθρωπα, ώστε η γη κοκκίνησε από το αίμα του Αγίου.
Ο Άγιος χαιρόταν αγαλλόμενος σαν να ήταν καμία πανήγυρις και έλεγε «Δόξα σοι Κύριε ο Θεός μου, ότι ηξίωσάς με ατιμασθήναι υπέρ του ονοματός σου και υπέρ των αγίων εικόνων σου».
Έτσι όπως ήταν ο Άγιος ανεπιμέλητος τον έριξαν στην φυλακή και την νύκτα εμφανίζεται ο Δεσπότης Χριστός και του δίνει θάρρος λέγων «μετά σου ειμί, θάρσει, μη φοβού από των αποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων τι ποιήσαι» και βρέθηκε υγιής ο Άγιος.
Έμεινε στη φυλακή άσιτος και άποτος σαράντα ημέρες, μόνος με τη θεία χάρη να τον δυναμώνει. Μετά απ’ όλα αυτά του λέγει ο τύραννος «άραγε, ω Ιγνάτιε, εσωφρονίσθης από τας τιμωρίας όπου έλαβες ή μένεις πάλιν εις την πρώτη ισχυρογνωμίαν, και άτεκτον γνώμην σου»;
Ο Άγιος με Θαρραλέο φρόνημα και ανδρεία γνώμη είπε προς τον τύραννο «ω βασιλεύ, βέλη νηπίων ελογίσθησαν αι πληγαί σου, όποιον μεγαλύτερον κακόν, ή τιμωρίαν έχεις να κάμης εις εμένα κάμε την, εγώ παντελώς δεν σε φοβούμαι».
Τότε ο Λέων βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του, τον εξόρισε σε ένα ερημονήσι πετρώδες αναμεταξύ Μυτιλήνης και Τενέδου, να μην έχει καμία ανθρώπινη βοήθεια, να αποθάνει από την μεγάλη κακοπάθεια και έλλειψη των αναγκαίων αλλά ο άγιος δοξάζων και ευλογών τον Θεόν, και περιφέρων τα στίγματα του Χριστού στο σώμα του έμεινε εκεί τρεφόμενος με τα άγρια χόρτα της γης, η δε θεία δίκη, δεν πέρασε πολύς καιρός, και τιμώρησε τον Λεόντα και τον έπιασε μια συστροφή εντέρων και τόση σφοδρότατη δυσεντερία, ώστε του σάπησαν όλα του τα έντερα. Έτσι βρήκε φρικτό θάνατο.
Μετά από τον Λέοντα έγινε βασιλιάς ο υιός του Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος. Ο Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος πρόσταξε όσοι εξορίσθηκαν από τον πατέρα του Λέοντα να παραμείνουν στην εξορία. Έτσι ο Άγιος Ιγνάτιος έμεινε σ’ εκείνο το ερημονήσι χωρίς ανθρώπινη βοήθεια, μόνος με το Θεό.
Ο Θεός φώτισε κάποιους ψαράδες όπου πήγαιναν εκεί να ψαρέψουν και γνώρισαν τον Άγιο και του έφερναν παξιμάδια και νερό, διότι ούτε νερό δεν υπήρχε εκεί.
Ο Άγιος σ’ αυτό το ερημονήσι από την πολλή κακοπάθεια και από το γήρας ατόνησε και γνώρισε το τέλος της ζωής του και αφού κάλεσε τους ψαράδες τους είπε να φέρουν ένα ιερέα να τον μεταλάβει τα άχραντα μυστήρια, το τίμιο και πανάγιο σώμα του Δεσπότου Χριστού.
Οι ψαράδες αμέσως έφεραν ιερέα και τον μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια και μετά από λίγη ώρα είπε «Κύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», εκοιμήθη εν Κυρίω την 8η Οκτωβρίου.
Τον Άγιο του λείψανο το ενταφίασαν ο ιερεύς και οι ψαράδες στον τόπο όπου ασκήτευε ο Άγιος. Κάθε νύχτα οι ψαράδες έβλεπαν ένα ουράνιο φως επάνω στον τάφο του Αγίου. Μετά από καιρό δύο Κιώτες συμπολίτες συγγενείς και φίλοι άκουσαν για την κοίμησή του και πήγαν να πάρουν κανένα μέρος των λειψάνων του δια αγιασμόν της πατρίδος τους.
Όταν πήγαν βρήκαν και άλλους χριστιανούς να διαμερίζουν τα άγια λείψανα του Αγίου Ιγνατίου και πήραν και αυτοί τον δεξιό κάλαμο του χεριού με πολλή χαρά να το πάνε στην Κίο.
Κατά την διάρκεια του ταξιδιού έγινε φουρτούνα μεγάλη και αυτοί απελπισμένοι φώναζαν «Άγιε Ιγνάτιε βοήθησον ημίν» και φάνηκε ο Άγιος στην πρύμνη του καϊκιού βαστώντας την εικόνα του Χριστού και είπε προς αυτούς «θαρσείτε, μη φοβείσθε, εγώ ειμί μεθ’ ημών» και ευθύς έπαυσε η φουρτούνα και έγινε γαλήνη μεγάλη και έφθασαν στην Κίο χαρούμενοι.
Αυτοί οι δύο έκρυψαν αυτόν τον θησαυρό σ’ ένα παραθαλάσσιο μαγαζί όπου τώρα είναι ο πάνσεπτος ναός του. Μόλις πέθανε ο Κοπρώνυμος έκτισαν αυτό το μαγαζί πάνσεπτο ναό και έβαλαν εκεί τον πολυτίμητο θησαυρό, ο οποίος πηγάζει ιάματα σ’ αυτούς που προστρέχουν με πίστη και πόθο θερμό, ιατρεύει διάφορα πάθη ανίατα και παύει λοιμικές νόσους.