Οι Άγιοι αυτοί ήταν νοτάριοι και γραμματικοί του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του ομολογητή, στα χρόνια του Αρειανού βασιλέως Κωνσταντίου (337 – 349 μ.Χ.). Άριστα σπουδαγμένοι και οι δύο, υπήρξαν συνήγοροι θαρραλέοι της ορθόδοξης αλήθειας.
Όταν ο Πατριάρχης Παύλος δεν δέχθηκε να συμφωνήσει με τους Αρειανούς, εξορίστηκε από το βασιλιά στην Αρμενία και πνίγηκε από τους εκεί Αρειανούς. Τότε οι δύο Άγιοι έμειναν πιστοί στον ποιμένα τους και σταθεροί στο ορθόδοξο δόγμα.
Διότι πάντα στο μυαλό τους κυριαρχούσε ο λόγος του Κυρίου: «ἐὰν ὐμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἔστε» (Ευαγγέλιο Ιωάννη, η’ 31). Αν, δηλαδή, εσείς, μείνετε στερεοί στη διδασκαλία μου, λέει ο Κύριος, τότε πράγματι είσθε και αληθινοί μαθητές μου.
Ο Μαρκιανός και ο Μαρτύριος το απέδειξαν περίτρανα αυτό, όταν συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα. Ομολόγησαν με θάρρος μπροστά του την αληθινή πίστη και ήλεγξαν αυτόν για τις παρανομίες του. Τότε, διατάχθηκε και τους σκότωσαν με μαχαίρι.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ζῆλον ἔνθεον ἀναλαβόντες, ἠμαυρώσατε Ἀρείου πλάνην ὁμοούσιον Τριάδα κηρύττοντες, Μαρκιανὲ καὶ θέοφρων Μαρτύριε, ὀρθοδοξίας οἱ ἄσειστοι πρόβολοι, θεῖοι μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Ἀγωvισάμενοι καλῶς ἀπὸ βρέφους, Μαρκιανὲ σὺv τῷ σοφῷ Μαρτυρίῳ, τὸv ἀποστάτηv Ἄρειοv καθείλετε, ἄτρωτον τηρήσαντες, τὴν ὀρθόδοξοv πίστιν, Παύλῳ ἐφεπόμενοι, τῷ σοφῷ διδασκάλῳ, ὅθεν σὺv τούτῳ εὔρατε ζωήv, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.
Ὁ Οἶκος
Ὡς ὑπηρέται εὐσεβῶς Θεοῦ τοῦ φιλανθρώπου, Δυὰς εὐλογημένη, προφθάσατέ με τάχος, λυτρούμενοί με τῶν δεινῶν, λόγον μοι σοφίας χορηγοῦντες, τὴν ὑμῶν ἀνευφημοῦντι ἄθλησιν, ἣν ὑπὲρ τῆς πίστεως Ἅγιοι, γνώμῃ αδιστάκτῳ ὑποστάντες, τῶν στεφάνων ἐτύχετε τῶν ἐπουρανίων, χοροῖς τε τῶν Ἀθλητῶν καὶ Ἀποστόλων, Διδασκάλων καὶ σεπτῶν Ἀρχιερέων συγχαίρετε ἀεί, ὡς κήρυκες Θεοῦ Λόγου, ὡς τῆς Τριάδος ὑπέρμαχοι ἄριστοι.