Όσιος Αβράμιος και Μαρία η ανεψιά του. 29 Οκτωβρίου ε.ε.

Αριστεύς της εγκράτειας και των πνευματικών ασκήσεων ο όσιος Αβράμιος, άφησε τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη διακονία του Θεού και του πλησίον.

Ζούσε σε ερημικό τόπο, όπου προσευχόταν και μελετούσε τα Ιερά γράμματα. Από εκεί πήγαινε σε διάφορες πόλεις, για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να διακονήσει τη βασιλεία της αλήθειας και της ειρήνης του Ευαγγελίου.

Η πίστη, η αγάπη και η υπομονή του κατόρθωσαν πολλές φορές να καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιές και να ελκύσουν στο σταυρό ψυχές υπερβολικά εξαγριωμένες.

Πάνω από 70 ετών ο Αβράμιος, διατηρούσε όλη τη ζωντάνια της Ιεραποστολικής δράσης του. Προστατευόμενος μάλιστα και από την ηλικία του, μπόρεσε να αφοσιωθεί στη σωτηρία αμαρτωλών γυναικών. Κάποτε ευτύχησε να ανασύρει από το βόρβορο της αμαρτίας και την κόρη του αδελφού του, τη Μαρία.

Την είδε σε κάποιο πανδοχείο, χωρίς να τη γνωρίζει, φορτωμένη με κοσμήματα και συντροφιά με ακόλαστους νέους. Η παραστρατημένη όμως νεαρή, δεν είχε αποβάλει εντελώς τις ευσεβείς αναμνήσεις της.

Την επομένη, πήγε στο γέροντα ασκητή και ζήτησε την ευλογία του. Εκείνος της απάντησε ότι δεν ωφελεί σε τίποτα η ευλογία των ανθρώπων, όταν ο Θεός είναι αναγκασμένος να μη παρέχει τη δική Του.

Τα λόγια αυτά συντάραξαν τη Μαρία, μετανόησε, εξομολογήθηκε και από τότε έζησε ζωή αγία. Ο δε Αβράμιος πέθανε υπέργηρος, υπηρετώντας πιστά μέχρι τέλους το Θεό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Ζωῆς τῆς φθειρομένης λιπῶν τᾶς ἀπολαύσεις, ἐν τὴ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, Ἀβράμιε θεοφόρε, ὁσίως ἐβίωσας ἐν γῇ, καὶ χρῖσμα ὑπεδέξω ἱερὸν διὰ τοῦτο ὡς τοῦ Λόγου μυσταγωγός, κατηύγασας τοὺς βοώντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἀβράμιε τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν σαρκὶ ὡς Ἄγγελος, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνεφάνης, καὶ ἀσκήσας γέγονας, πεφυτευμένον ὡς ξύλον, ὕδατι τῆς ἐγκρατείας καλῶς αὐξήσας, ῥεύματι τῶν σῶν δακρύων ῥύπον ἐκπλύνας· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

Ὁ Οἶκος
Τὰ φθαρτὰ παριδών, τὴν ἀφθαρσίαν εἴληφας, τὰς τερπνὰς ἡδονὰς τοῦ σώματος ἐμίσησας σοφὲ ἀπὸ βρέφους, ποθήσας ἁγνείαν· ὅθεν θαλάμου καὶ κόσμου ἀπέδρασας, συζύγου τε εὔκλειαν, καὶ τῶν γονέων ἐξέκλινας, μόνου Θεοῦ σοφὲ τὸν ἔρωτα ἐπιποθήσας, καὶ ἀγαπήσας ἐξ ὅλης, Πάτερ τῆς ψυχῆς, καὶ διανοίας ἀληθῶς· διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, δοχεῖον θείου, Ἀβράμιε Πνεύματος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ