Οι Άγιοι Μελάσιππος, Κασσίνη και Αντώνιος ήταν από την πόλη Άγκυρα της Μικράς Ασίας και έζησαν κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.).
Ο Αντώνιος ήταν γιος του Μελασίππου και της Κασσίνης. Όντως σωστοί χριστιανοί, ανάθρεψαν τον γιο τους με μεγάλη επιμέλεια και τον ανέδειξαν σε άξιο μέλος της κοινωνίας και δόκιμο εργάτη του Ευαγγελίου.
Όταν ο δούκας Αγριππίνος πληροφορήθηκε τη χριστιανική πίστη τους, πρόσταξε τη σύλληψή τους. Τους μεν γονείς προσπάθησε να τους νικήσει λέγοντάς τους ότι από αυτούς εξαρτάται η ζωή του παιδιού τους. και ότι αν απαρνιόντουσαν τον Κύριο θα χάριζε τη ζωή στον γιο τους.
Τον δε Αντώνιο τον πίεζε ψυχολογικά, λέγοντάς του ότι μπορεί να σώσει τους γονείς του. Εκείνοι όμως δεν φοβήθηκαν τον μαρτυρικό θάνατο και η καρδιά τους ήταν έτοιμη να πάει στον Κύριο. Ο δούκας Αγριππίνας θύμωσε ακούγοντας τους να εξυμνούν τον Ιησού, παρόλο τις απειλές του και διέταξε τον βασανισμό τους.
Τον Μελάσσιπο και την Κασσίνη τους θανάτωσε κρεμασμένους πάνω σε ξύλο. Τον δε Αντώνιο τον βασάνισαν φρικτά και μετά τον έβαλαν μέσα σε αναμμένο κλίβανο.
Όμως με τη βοήθεια της Θείας Χάρης, ο Άγιος έμεινε αβλαβής. Βλέποντας το θαύμα αυτό 40 νεαρά παιδιά ήλθαν στην πίστη του Χριστού, που αμέσως αποκεφάλισαν οι υπηρέτες του βασιλιά.
Έπειτα έριξαν τον Άγιο σε πυρακτωμένη κάμινο, πάλι όμως χάρη στη Θεία επέμβαση έμεινε άφλεκτος. Ύστερα από το θαύμα αυτό πολλοί προσχώρησαν στην πίστη του Χριστού.
Τελικά οι δήμιοι τον αποκεφάλισαν και έτσι ο Άγιος Αντώνιος ετελειώθη και κοσμήθηκε από τον Κύριο, όπως οι γονείς του, τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.