Ήταν τα μαύρα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Το Γερμανικό Στρατηγείο, που ήδρευε στην Τρίπολη, πληροφορήθηκε για ένα σαμποτάζ, που επιχείρησαν οι αντάρτες κοντά στα Φιλιατρά και αποφάσισε να τιμωρήσει σκληρά τους αντιστασιακούς.
Η ανίλεη διαταγή διαβιβάστηκε από το Στρατηγείο της Τριπόλεως στο Γερμανό Διοικητή των Φιλιατρών Κούνστερ και εκείνος με την σειρά του, την ανακοίνωσε στους αξιωματικούς και στρατιώτες του.
Σύμφωνα με τη διαταγής την επομένη ημέρα στις 6 το πρωί οι Γερμανοί θα φόνευαν ορισμένους προκρίτους των Φιλιατρών, χίλιους πεντακοσίους άνδρες θα τους έστελναν αιχμαλώτους στην Γερμανία, και εν συνεχεία θα έκαιγαν όλα τα σπίτια της πόλης.
Ο Αρχιμανδρίτης Θεόδωρος Κωτσάκης, Φιλιατρινός, που υπηρετούσε σε Ναό της Τριπόλεως, πληροφορήθηκε τη διαταγή και έπεσε σε βαθιά θλίψη. Πως να γλυτώσει τη γενέτειρά του από το φοβερό κακό;
Πήρε κάποιον Έλληνα, που γνώριζε τα Γερμανικά και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του στρατηγού. Απ’ τον διάδρομο ακούγονταν φωνές, βρισιές, αναστάτωση.
Κατάλαβαν, ότι η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Μια Ελληνίδα, που ήταν εκεί, τους συμβούλευσε να φύγουν το ταχύτερο, για να μην τους εκτελέσουν κι αυτούς επί τόπου.
Δεν χωρούσε πλέον καμιά ανθρώπινη ενέργεια. Ο ευλαβής ιεροκήρυκας ειδοποίησε τότε αμέσως όλους τούς Φιλιατρινούς, που κατοικούσαν στην Τρίπολη, να προσευχηθούν ολόθερμα στον Άγιο Χαράλαμπο και ο ίδιος όλη την νύκτα αγρύπνησε με έμπονο προσευχή.
Το ίδιο έκαναν κι οι κάτοικοι των Φιλιατρών, που με ανησυχία είδαν τις έκτακτες νυκτερινές κινήσεις των Γερμανών και κατάλαβαν, πως κάποιο μεγάλο κακό προμηνυόταν.
Δεν παρέβλεψε τις εναγώνιες προσευχές τους ο στοργικός προστάτης και πολιούχος τους πλέον Άγιος Χαράλαμπος.
Τη νύκτα, την ώρα που κοιμόταν βαθιά ο Γερμανός Διοικητής, παρουσιάστηκε μπρος στο κρεββάτι του σαν ιεροπρεπής ορθόδοξος Λειτουργός με τα ιερατικά Του άμφια και λευκή μακριά γενειάδα. Ο σεβάσμιος Γέροντας του είπε με ιλαρότητα:
—Άκουσε, παιδί μου, τη διαταγή, που έλαβες, να μην την εκτελέσεις. Την πόλη αυτή την προστατεύω εγώ.
Ο Άγιος σε λίγο εξαφανίστηκε και ο Κούνστερ, που ξύπνησε για λίγο ανήσυχος απ’ τον περίεργο επισκέπτη, σκέφτηκε πως ήταν όνειρο και έπεσε από το άλλο πλευρό να κοιμηθεί. Μετά όμως από λίγη ώρα, παρουσιάζεται πάλι ο Άγιος στον ύπνο του και του λέει:
—Αυτό που σου είπα, να κάνεις. Να μην εκτελέσεις τη διαταγή, κι εγώ θα φροντίσω να μην τιμωρηθείς.
Ξύπνησε πάλι, ανακάθισε για λίγο στο κρεββάτι, κάτι πήγε να σκεφτεί, μα σταμάτησε. Γαλουχημένος καθώς ήταν ο Κούνστερ με το στείρο πνεύμα του Προτεσταντισμού, που δεν τιμά τους Αγίους και δεν πιστεύει στα θαύματα τους, και σκληρυμένος με το άθεο πνεύμα του ναζισμού, δεν αποφάσιζε να υπακούσει στον Άγιο.
Γνώριζε άλλωστε καλά, πως δεν χωρούσαν απειθαρχίες στις διαταγές των ανωτέρων του.
Είχε πάλι κοιμηθεί, όταν για τρίτη φορά εμφανίστηκε ο σεβάσμιος ιερεύς και θέλοντας να τον πείσει, τον διαβεβαίωνε για την ασφάλειά του:
—Σου είπα, να μη φοβηθείς για τη ζωή σου. Εγώ θα φροντίσω και δεν θα τιμωρηθείς. Θα φυλάξω δε εσένα και όλους τους στρατιώτες σου και θα γυρίσετε πίσω στα σπίτια σας, χωρίς να πάθει κανένας σας τίποτε.
Δεν είχε όμως ακόμη λυγίσει ο Γερμανός Διοικητής των Φιλιατρών και ο Άγιος δεν σταματούσε την προσπάθεια διασώσεως του ποιμνίου Του.
Φρικτά όνειρα τάραξαν τον Γερμανό όλη την υπόλοιπη νύκτα. Άκουγε θρήνους και οιμωγές από βασανισμένους ανθρώπους. Σκιαχτερά φαντάσματα έφταναν κοντά του, σαν γυναικείες μορφές, που θρηνούσαν και του έδιναν κατάρες για την σφαγή των παιδιών τους.
Κι έβλεπε ακόμη μαύρα σύννεφα, που έβγαιναν απ’ το δωμάτιο του και ανέβαιναν και σκίαζαν τον ήλιο και σκοτείνιαζαν όλο το στρατόπεδο των Γερμανών.
Οι στρατιώτες τρόμαζαν και πάνω στον φόβο τους έκαναν το σταυρό τους. Κι όλοι έτρεχαν πίσω απ’ τα λιόδεντρα, να κρυφτούν.
Ο Κούνστερ σηκώθηκε τρέμοντας και ταραγμένος. Θυμήθηκε ότι είχε κι αυτός αφημένη πίσω οικογένεια.
Το αίσθημα του ανθρωπισμού ξύπνησε για λίγο μέσα του και άρχισε να συλλογίζεται: Γιατί να γίνονται πόλεμοι, να σκοτώνονται άνθρωποι και να μένουν άθαφτοι, σαν τα σκυλιά;
Γιατί να καίγονται σπίτια και υποστατικά και σε μια στιγμή να καταστρέφονται οι κόποι κι οι ιδρώτες μιας ολόκληρης ζωής;
Προβληματίστηκε για λίγη ώρα και πάλι κυριάρχησε μέσα του το πνεύμα του φασισμού:
—Είπα θα την κάψω την πόλη και θα την κάψω! Ένοιωθε το κεφάλι του βαρύ και ζαλισμένο απ’ τον διακεκομμένο ύπνο και τα φρικτά όνειρα. Έκλεισε τα μάτια του πάλι για να κοιμηθεί, οπότε εμφανίστηκε για τέταρτη φορά ο Άγιος Χαράλαμπος και του λέγει επιτακτικά και επίμονα:
—Πρόσεξε! Η πόλη δεν θα καεί και οι κάτοικοι δεν θα συλληφθούν. Είναι αθώοι. Το ακούς;
Τινάχτηκε πάνω ταραγμένος. Είχε πιστέψει πια, πως κάποιος Άγιος, προστάτης των Φιλιατρών, προσπαθούσε να ματαιώσει το βάρβαρο σχέδιο τους. Με χέρια, που έτρεμαν, έπιασε το τηλέφωνο και κάλεσε το Σιρατηγείο στην Τρίπολη.
Με διστακτική φωνή άρχισε να αναφέρει στο Γενικό Διοικητή της Πελοποννήσου για την εφιαλτική νύκτα, που πέρασε και την περίεργη επέμβαση του Αγίου.
Εκείνος πήγαινε να βάλει τις φωνές, ότι οπωσδήποτε πρέπει να εκτελεστεί η διαταγή, και πάλι κόμπιαζε. Τι είχε συμβεί;
Το ίδιο βράδυ είχε παρουσιαστεί ο Άγιος και στο Γενικό Διοικητή της Τριπόλεως, όπως ακριβώς τον περιέγραφε και ο Αξιωματικός από τα Φιλιατρά και είχε δώσει την ίδια εντολή.
Τελικά λύγισε μπρος την καταπληκτική σύμπτωση των ονείρων και διέταξε:
—Γράψατε. Αναστέλλω την καταστροφή της πόλεως. Έλθετε αμέσως ενώπιόν μου αύριο μεσημβρίαν.
Η πόλη των Φιλιατρών σώθηκε.
Η χαρά, που πλημμύρισε στις καρδιές όλων, σαν ανακοινώθηκε η ματαίωση της αποφασισμένης καταστροφής, δεν περιγράφεται. Αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο και ξεχύθηκαν πανηγυρικά στους δρόμους, στην αγορά, στις πλατείες.
Ο Γερμανός Διοικητής των Φιλιατρών κάλεσε το πρωί δύο ιερείς και τους ανέφερε τα σχέδιά τους και την σωστική επέμβαση του Αγίου Ιερέως.
Ρώτησε να μάθει, ποιος Άγιος προστάτευε την πόλη τους και με την συνοδεία των ιερέων και δύο άλλων στρατιωτικών, πήραν με την σειρά όλες τις εκκλησίες των Φιλιατρών.
Άρχισαν από τον Άγιο Ιωάννη, τον Άγιο Νικόλαο, Άγιο Αθανάσιο και τελικά κατευθύνθηκαν προς την Εκκλησία της Παναγίας.
Ο Κούνστερ αναζητούσε ν’ αναγνωρίσει τον Άγιο, που του μίλησε κατ’ επανάληψη στον ύπνο του. Όταν μπήκε στο ναό της Παναγίας και είδε σ’ ένα προσκυνητάρι την μορφή του Αγίου Χαραλάμπους, συγκλονίστηκε ολόκληρος.
Αναγνώρισε τον σεβάσμιο νυκτερινό του επισκέπτη και ντράπηκε για την απιστία του, για τις επανειλημμένες πεισματικές αρνήσεις του.
Κατάλαβε ότι η Ορθόδοξη πίστη μας είναι ολοζώντανη και ότι οι άγιοι δεν είναι απλά διακοσμητικά των ναών. Κάλυψε με τα χέρια του το πρόσωπο του και είπε μερικές προσευχές στην γλώσσα του.
Με έκσταση και ιερό ρίγος οι παριστάμενοι ιερείς και λαϊκοί παρακολουθούσαν την σκηνή, και όταν τελείωσε την προσευχή του, με συγκίνηση του ανέφεραν την άθληση του Αγίου Χαραλάμπους και τα πολλά του θαύματα.
Όταν μαθεύτηκε σ’ όλη την πόλη το πανσωστικό αυτό θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους, έσπευσαν όλοι να προσκυνήσουν τον μεγάλο προστάτη τους και να ψάλουν ευχαριστήριες δοξολογίες.
Όλη τη μέρα οι καμπάνες κτυπούσαν γιορταστικά και διαλαλούσαν την τρανή των Φιλιατρών χαρά, επί πολλές δε ημέρες πλήθη χριστιανών από τα γύρω χωριά και τις πλησιόχωρες πολιτείες συνέρρεαν σε παλλαϊκό προσκύνημα του θαυματουργού Ιερομάρτυρος.
Ο Άγιος Χαράλαμπος τήρησε τις υποσχέσεις του προς τον Γερμανό φρούραρχο των Φιλιατρών. Τόσο ο ίδιος όσο και όλοι οι άνδρες της φρουράς, όταν τελείωσε ο πόλεμος, επέστρεψαν στα σπίτια τους, χωρίς να πάθει κανένας τους τίποτε.
Ο Κούνστερ βρέθηκε ξανά στην ζεστή οικογενειακή του φωλιά με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Το συγκλονιστικό όμως περιστατικό των εμφανίσεων του Αγίου Χαραλάμπους, δεν ήταν δυνατόν να το λησμονήσει.
Δυο χρόνια αργότερα αποφάσισε να έρθει οικογενειακώς στα Φιλιατρά για την γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους.
Την παραμονή τον είδε πάλι στον ύπνο του και του είπε να πραγματοποιήσει το ταξίδι του, γιατί οι κάτοικοι των Φιλιατρών θα τον δεχτούν με πολλή χαρά. Με μικρή καθυστέρηση έφτασε στις 11 Φεβρουαρίου, δηλαδή μια μέρα μετά τον πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του.
Όταν τον είδανε οι Φιλιατρινοί, τον υποδέχτηκαν συγκινημένοι και για να τον τιμήσουν γιόρτασαν και την δεύτερη ημέρα. Έψαλαν στο Ναό επίσημη δοξολογία και συνέχισαν το πανηγύρι με τραπέζια και χαρές.
Και για πολλά ύστερα χρόνια, την μέρα της γιορτής του Αγίου Χαραλάμπους ο παλαιός Φρούραρχος των Φιλιατρών μετέβαινε εκεί, για να προσευχηθεί με τους Φιλιατρινούς και να ευχαριστήσουν μαζί τον Προστάτη τους, που έσωσε αυτούς μεν από την φωτιά, τις σφαγές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων, εκείνον δε από τα δεινά του πολέμου και κυρίως από τον επικίνδυνο λοιμό της απιστίας.