Για τον Άγιο Βηχιανό υπάρχουν πολλές εκδοχές όσο αφορά την καταγωγή, αλλά και το όνομά του. Η επικρατέστερη είναι αυτή που συναντάμε στα έργα του Αγίου Νεφύτου του Εγκλείστου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Άγιο Νεόφυτο, το όνομα του Αγίου Βηχιανού ήταν αυτό του Αγίου Γενναδίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αλλά επειδή από την πρώτη στιγμή της κοιμήσεως του και έκτοτε θεραπεύει το βήχα παρείσδυσε στην πάροδο του χρόνου το «παρατσούκλι» Βηχιανός.
Ο Άγιος Γενάδιος σε βαθύ γήρας αποχώρησε εκούσια από το θρόνο του πατριάρχου και αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιο Όρος. Κάποτε θέλησε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει τα πανάχραντα προσκυνήματα.
Στην επιστροφή πέρασε και από την Κύπρο για να συναντηθεί με τον Όσιο Ιλαρίωνα. Το πλοίο τον άφησε μαζί με τον υποτακτικό του στην Πάφο και από εκεί πεζός ξεκίνησε το δρόμο για τη συνάντηση. Όμως το βράδυ πλησίασε, ζήτησε να διανυκτερεύσει στο πρώτο σπίτι που συνάντησε.
Οι ένοικοι του σπιτιού του αρνήθηκαν. Η προχωρημένη ηλικία του σε συνδυασμό με το βαρύ χειμώνα, τον καθήλωσαν στην εξώπορτα του σπιτιού. Προτού, όμως, να ξημερώσει, ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα.
Έκτοτε, ο Άγιος Γεννάδιος ή, όπως είναι γνωστός στους πιστούς, Βηχιανός θεραπεύει όσους με ευλάβεια και πίστη καταφεύγουν στη μεσιτεία του.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το συγγραφικό έργο του Αγίου Γενναδίου είναι τόσο πλούσιο ώστε είναι ισάξιο μ’ αυτό των Τριών Ιεραρχών. Από τα έργα του σώζεται μόνο μια επιστολή, η οποία φυλάσσεται στο Άγιο Όρος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, θαυματουργοὶ ὤφθητε ὄντως, Βηχιανὲ καὶ Νόμων ὅσιοι. Νηστεία, κατετήξατε σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς. Ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξασθε, θεόπνευστοι. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, τῷ καὶ ὑμᾶς στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν πάσιν ἰάματα.