Ο μεγάλος και ένδοξος αυτός μάρτυς του Χριστού γεννήθηκε μετά το 1500 εις το χωρίον Γρανίτσα της Ευρυτανίας. Οι γονείς του, Δημήτριος και Σωτήρα ονομαζόμενοι, ήσαν θεοσεβείς και ενάρετοι, ελεήμονες και φιλακόλουθοι.
Τον συμβούλευσαν να είναι ταπεινός, σεμνός, και γενικά να φυλάττει τις εντολές του Θεού. Ο καλός πατέρας του πέθανε ατυχώς ενωρίς και η μητέρα του, δια να μη τυχόν εξωκείλη, τον πάντρεψε μόλις ήλθε εις ηλικίαν.
Ο Μιχαήλ μετέβη κατόπιν στη Θεσσαλονίκη δια να ζήσει. Εκεί γνωρίσθηκε με πολλούς. Εργάσθηκε σε διάφορα αρτοποιεία και τέλος άνοιξε δικό του ψωμοπωλείο. Από τον ίδρωτα του ζούσε αυτός, έδιδε στους πτωχούς και βοηθούσε και τις Εκκλησίες.
Ο Μιχαήλ έτρεχε πάντοτε στις Ακολουθίες της Εκκλησίας. Έτρεχε επίσης και άκουε τον λόγον του Θεού, όπου γινόταν κήρυγμα. Πήγαινε και εις τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Θεωνά, δια να ωφελείται ψυχικώς από τα θεία του λόγια, που ήκουε από αυτόν.
Η ζωή του ήταν πάντοτε θεοφιλής. Ένα είχε βάλει σκοπό στη ζωή του, που έπρεπε να τον είχαν βάλει όλοι: να κερδίσει τον Παράδεισο. Ήθελε μάλιστα να γίνει και μοναχός.
Τον εμπόδιζαν όμως μερικοί λέγοντας του, ότι δεν επιτρέπεται, χωρίς την γνώμη της συζύγου του. Μόνον ο Μητροπολίτης τον ενεθάρρυνε εις τούτο. Δεν πρόφθασε όμως, διότι μαρτύρησε.
Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ο Μιχαήλ ήταν από τα μεσάνυχτα στην Εκκλησία και ήκουσε όλη την Ακολουθία.
Την άλλη ημέρα, μετά την Ακολουθία επήρε ευλογία και έφυγε γρήγορα. Δεν κάθησε με τους άλλους δια να ακούσει ανάγνωση, που εγίνετο δια την ωφέλεια των πιστών. Λες και κάποιος να τον έσπρωχνε ή τον οδηγούσε, δια το μαρτύριο. Επήγε στο μαγαζί του.
Μερικοί πελάτες Τούρκοι άρχισαν να τον φωνάζουν, γιατί δεν είχε ανοίξει να πάρουν ψωμί, παρά γύριζε στις Εκκλησίες. Άρχισε συζήτησις περί θρησκείας. Ο Μιχαήλ υπεστήριζε την πίστη του και εκείνοι τον Μωαμεθανισμό. Περνούσε τότε από εκεί ένας νομοδιδάσκαλος των Οθωμανών.
—Διδάσκαλε, του λέγουν οι Τούρκοι, ακούς τι μας λέγει αυτός ο γκιαούρης; Βρίζει τη θρησκεία μας.
—Τι είναι αυτά που λες, άνθρωπε, λέγει στον μάρτυρα εκείνος. Γιατί βλαστημάς την πίστη μας, που είναι ένδοξη και τιμημένη σαν τη στολή μας;
—Εγώ, του λέγει ο Άγιος, είμαι πιστός και αληθινός ευσεβής, με την Χάριν του Χριστού μου του αληθινού Θεού. Και ξέρω τι πιστεύω και τι λέγω. Είμαι δε έτοιμος να πεθάνω για την Πίστη μου. Σεις ταλαίπωροι, είστε πλανεμένοι και βαδίζετε στο σκοτάδι, διότι έχετε μια θρησκεία γεμάτη από παραμύθια.
Εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκε πλήθος Τούρκων εκεί. Τον έπιασαν και τον πήγαν στο δικαστή.
—Τον ακούσαμε, λέγουν, που βλασφημούσε τον Μωάμεθ. Τότε ο κριτής άρχισε έγγραφο ανάκριση:
—Τι πιστεύεις; τον ρώτησε. Πως ονομάζεσαι και από που κατάγεσαι;
—Χριστιανός είμαι, αποκρίνεται, από την επαρχία Φαναριού. Από γονείς Χριστιανούς γεννήθηκα και ονομάζομαι Μιχαήλ.
—Εξεύρεις γράμματα;
—Όχι.
—Κα! αφού δεν ξέρεις γράμματα, πως κηρύττεις τον Χριστό ως Θεό Αληθινό, ενώ ήταν άνθρωπος;
—Επειδή με ρωτάς, σου απαντώ: Σεις πιστεύετε, βεβαίως, στο Θεό, αλλά δεν τον πιστεύετε ορθά. Πρώτον δεν πιστεύετε, ότι είναι Τριαδικός και τρισυπόστατος, Πατήρ, Υιός και Άγιος Πνεύμα. Και δεύτερον, ότι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, που θα κρίνει ζώντας και νεκρούς.
—Και τον προφήτη μας, πως τον έχεις; ερωτά ο Κριτής.
—Μετά από τον Χριστό, δεν υπάρχει προφήτης κανένας. Και τον δικόν σας, που είναι υστερώτερος από τον Χριστό και δεν είπε καμία προφητεία, πως θα τον πούμε προφήτη;
—Ο Κριτής όλες αυτές τας απαντήσεις τις κατέγραψε σε χαρτί και λέγει:
—Βλέπεις πως έγινες ένοχος με τα δικά σου λόγια και υπόδικος στον νόμο; Αν δεν μετανοήσεις, δύστυχε, και ανακαλέσεις, όσα είπες, θα καείς ζωντανός.
—Πιστεύω, λέγει δυνατά ο Άγιος, εις Κύριο Ιησού Χριστό και είμαι έτοιμος να δεχθώ μύρια βάσανα, για την Αγάπη Του. Μάλιστα από άσπρα (λεπτά), που έχω, πάρετε και αγοράστε ξύλα, για να με κάψετε. Λέγοντας δε αυτά έφτυσε τον δικαστή και το χαρτί του.
Ο δικαστής τον έστρωσε κάτω και τον ράβδισε πολύ. Έπειτα τον φυλάκισε.
Μερικοί Χριστιανοί επήγαν και τα είπαν τα διατρέξαντα στο Μητροπολίτη. Ο Δεσπότης χάρηκε, για την ομολογία του Μάρτυρα, αλλά φοβήθηκε μήπως καμφθεί από ανθρώπινη αδυναμία. Για τούτο έστειλε πάλιν πιστούς στην φυλακή (γνώριζαν τον δεσμοφύλακα), δια να τον ενισχύσει.
Βρήκαν τον Άγιο δεμένο με δύο αλυσίδες, που προσεύχεται και έκαμνε μετάνοιες. Δεν είχε καμίαν ταραχή η φόβο. Ήταν όλος χαρά, και το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά, για τα όσα έπαθε για το Χριστό.
—Να μη φοβείται ο Μητροπολίτης, τους είπε. Δεν θα με αφήσει η Δύναμις του Θεού. Και την ασέβεια θα διαπομπεύσω και για τον Χριστό θα μαρτυρήσω.
Το πρωί τους έστειλε πάλιν ο Δεσπότης, δια να του πουν τα πρέποντα και να τον παρακινήσουν, δια το μαρτύριο. Τα ήκουσε και τους είπε:
—Απόψε ενώ προσευχόμουνα μου φανερώθηκε ο Κύριος. Μου έδωσε θάρρος και δύναμιν. «Μιχαήλ, μου είπε, δικέ μου αθλητά, χαίρε. Όπως εγώ για σένα και όλον τον κόσμον σταυρώθηκα, έτσι είναι ανάγκη και συ να πεθάνης για την αγάπην μου, για να ζήσης και βασιλεύσης με Εμένα. Πρόσεξε όμως μη φοβηθής τη φωτιά.
Η θεωρία της μόνον είναι φοβερή, αλλά η δοκιμή της είναι ευκαταφρόνητη. Θα τα υπομείνης δε αυτά ενδυναμωμένος με την ανίκητη δύναμί Μου». Έπειτα ο Κύριος με ευλόγησε και έφυγε. Μου ήλθε δε τέτοια ανεκλάλητη χαρά και αγάπη, για το μαρτύριο, που δεν βλέπω πότε θα έλθει η ευλογημένη εκείνη ώρα, να φύγω από τούτον τον κόσμο και να ενωθώ με τον Χριστό μου.
Στις 9 το πρωί μαζεύτηκαν οι ψωμοπώλαι και είπαν στον κριτή. Αυτός ο άνθρωπος μας χρωστάει και αυτού του χρωστούν άλλοι. Δώσε μας τον να ταχτοποιήσει τους λογαριασμούς. Τον έδωσε. Τον επήγε στο μαγαζί ο έπαρχος δεμένο.
Την ώρα όμως που κοίταζαν τους λογαριασμούς ο Άγιος δίψασε και παρεκάλεσε ένα φίλο του να φέρει κρασί να πιει. Εκείνος έτρεξε, του έφερε και ήπιε. Οι Τούρκοι κτύπησαν τον άνθρωπο, που έφερε το κρασί. Λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος τον συμπόνεσε.
—Άδικε, λέγει στον Έπαρχο, τι πειράζεις τον άνθρωπο του Θεού. Εγώ τον έστειλα. Εμένα να τιμωρήσεις και όχι αυτόν τον ανεύθυνο. Ο Έπαρχος τότε κτύπησε με ραβδί τον Άγιο στο κεφάλι, ώστε έπεσε κάτω και με δυσκολία σηκώθηκε.
Μετά ταύτα τον φυλάκισαν πάλιν. Την Πέμπτη δε της μεσονηστησίμου εβδομάδος έφεραν τον Μάρτυρα στο δικαστή.
Έλαμπε ο Άγιος από χαρά. Ήταν δώδεκα μεσημέρι. Ο κριτής επήρε τότε το χαρτί με την κατάθεση του μάρτυρος.
—Είναι αλήθεια αυτά; τον ερωτά. Που τα έμαθες;
—Είναι φανερότερα και από τον ήλιο του άπαντα. Εγώ τα ομολόγησα και τα ομολογώ και τα διακηρύττω πάλιν. Τα έμαθα από τους γονείς μου και πρώτος δάσκαλος μου είναι ο Κύριος μου ο Χριστός, ο Αληθινός Θεός.
—Άφησε, άθλιε, αυτά και μετανόησε, για να σε ελεήση ο Θεός και ο Προφήτης μας στους ουρανούς και δια να σε τιμήσουμε και μείς εδώ στη γη. Και προ παντός να γλυτώσεις τον τρομερό θάνατο της φωτιάς.
—Δεν αρνούμαι τον Χριστό μου. Δεν προτιμώ το σκοτάδι από το Φως, το ψέμα από την Αλήθεια, θέλω να πεθάνω για το Χριστό μου και να ζήσω με Αυτόν. Τα χρήματά σας, που μου τάζετε, σας τα χαρίζω. Δεν αλλάζω την Βασιλεία του Θεού, με χρήματα και τιμές προσωρινές.
Ο δικαστής τα έχασε με το θάρρος του. Κατόπιν έδωσε την έξης έγγραφο απόφαση κατά του Μάρτυρος:
Επειδή, Μιχαήλ, ομολόγησε, ότι ο Χριστός είναι Αληθινός Θεός και ότι οι Προφήτες δι’ Αυτόν προφήτευσαν, προσθέτοντας και τούτο, ότι έως τον. καιρόν του Χριστού ήσαν οι Προφήται, αμή οι μετέπειτα είναι ψεύσται και πλάνοι, όστις και τον εδικόν μας προφήτην τον Μωάμεθ φανερά τον είπε ψεύστην και πλάνον.
Όθεν μη θέλοντας να μετανοήση εις εκείνα που ελάλησε, απεφάσισε ο νόμος να παραδοθή εις το πυρ, κατά την 21ην του Μαρτίου Πέμπτην της εβδομάδος ώρα εννάτη».
Ο Έπαρχος επήρε το χαρτί και τον Άγιο δεμένο και πήγαινε δια τον τόπον της εκτελέσεως. Ο Άγιος χωρίς αντίσταση και φωνές, αλλά με ευχαρίστηση τον ακολουθούσε.
Συγκέντρωσε δε τον νουν του εις τα Ουράνια, εις τον θρόνο του Χριστού. Η πόλις όλη συνεκεντρώθει, σαν να ήσαν όλοι συνεννοημένοι, για να δουν το μαρτύριο του. Οι Χριστιανοί εστέκοντο μακριά. Τους έδιωχναν.
Οι Αγαρηνοί όμως ήσαν κοντά αγριεμένοι, φοβερίζοντας και υβρίζοντας, σαν θηρία ανήμερα. Το πλήθος είχε γεμίσει τον τόπον, τις στέγες των σπιτιών και των Εκκλησιών. Ανέβηκαν στα δένδρα, εις τους τοίχους. Έβλεπαν όλοι τον αγώνα του Μάρτυρος και πως νικούσε τους ορατούς και αοράτους εχθρούς.
Ασφαλώς δεν έλειπαν από εκεί οι άγγελοι και αι ψυχαί των Μαρτύρων.
Οι δήμιοι, δια να τον φοβίσουν, τον έστησαν μπροστά στη φωτιά. Σε δύο δε πασσάλους, που έμπηξαν στη γη, έδεσαν την αλυσίδα, που φορούσε ο Μάρτυρας. Τον έγδυσαν εν συνεχεία και τον άφησαν μονάχο με το επανωφόρι του. Ο Έπαρχος άρχισε να του γλυκομιλάει, διότι δήθεν τον συμπονούσε. Τότε ο Μάρτυς του λέγει:
—«Δεν εντρέπεσαι, ταλαίπωρε, να διαστρέφεις την ορθή Πίστη του Κυρίου; Γιατί δεν τελειώνεις σύντομα; Εγώ πιστεύω στον Χριστό μου. Δεν μπορείς, άθλιε, συ να μου αλλάξεις την Πίστη, έστω και αν μου δώσεις χίλιες βασιλείες.
Ο Έπαρχος διέταξε τότε και τον άλειψαν με θειάφι και κατόπιν άναψαν από κάτω του φωτιά Αμέσως άναψε όλος σαν κερί. Έτσι εστέκετο ορθός καιόμενος και ψάλλοντας σιγά στο Θεό. Έπειτα έστρεφε δεξιά, αριστερά. Είδε, που ήταν η περισσότερη φωτιά και προς τα εκεί έγειρε. Και το μεν σώμα το παρέδωσε στη φωτιά, την δε ψυχή στο Θεό.
Οι αλλόπιστοι με το μαρτύριο του Αγίου Μιχαήλ καταντροπιάστηκαν, οι Χριστιανοί όμως χάρηκαν και αναθάρρησαν. Κατ’ έτος δε πανηγυρίζουν την μνήμην του, την Πέμπτη της Διακαινησίμου.
Επίσης έκτισαν εις τας Αθήνας και Ναό του Αγίου Μιχαήλ, στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Πετράκη «Ζωοδόχος Πηγή». Εις αυτό πανηγυρίζουν μεγαλοπρεπώς, κάθε χρόνο, την Κυριακή του Θωμά οι συμπατριώτες του Ευρυτάνες.
Στίχος
Oυ Mάρτυς απλούς, αλλά και θείων λόγων, Pήτωρ εδείχθης ω Mιχαήλ παμμάκαρ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος ἅ΄.
Τῶν Ἀγράφων τόν γόνον καί Ἑλλάδος ἀγλάϊσμα, τῆς Θεσσαλονίκης τό κλέος, Μιχαήλ τόν θεορρήμονα, τόν τῶν ἀσεβῶν τήν πλάνην ἐλέγξαντα καί ἐν κριτηρίω ἀνόμων, εὐθαρσώς θεολογήσαντα, τόν ἐν εἱρκτή τόν Χριστόν θεασάμενον, καί παρ’ Αὐτοῦ τήν ἰσχύν κομισάμενον· τόν ἐν πυρί διά Χριστόν ὁλοκαυτωθέντα, καί εὐωδία τό σύμπαν καί τόν Κτίστιν τέρποντα, τόν ὄντως μέγαν καί ἔνδοξον τοῦτον μάρτυρα ἐγκωμίοις εὐφημήσωμεν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Μιχαὴλ Νεομάρτυρα νῦν τιμήσωμεν, Ταξιάρχου συνώνυμον μακαρίσωμεν καὶ Χριστὸν τὸν Λυτρωτὴν ἡμῶν δοξάσωμεν· ὅτι ἀθλήσει καὶ πυρὶ οὗτος μετήλλαξε τὸ ζῆν τῇ πόλει τοῦ Δημητρίου, πορείαν Γένους φωτίζων, ὡς ἄστρον θεῖον ἀεὶ δεικνύμενος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα
Τὸν ἀγγελώνυμον Μιχαὴλ ἅπαντες καὶ Νεομάρτυρα ἀνευφημήσωμεν, Γρανίτσης γόνον ἐκλεκτόν, Θεσσαλονίκης τὸ σέβας τιμῶντες· ὃς ἐναθλησάμενος ὡς οἱ παῖδες εἰς κάμινον, ῥείθροις τῶν αἱμάτων του ἀσεβείας πῦρ ἔσβεσεν· Χριστὸν οὖν ἐν αὐτῷ ἱκετεύσωμεν, αὐτοῦ πρεσβείαις βοῶντες πυρῶσαι εὐλαβείας τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἀθλητής θεόσοφος, καὶ στατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς· χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Δωδεκάδος ἁγίων τὴν ἀπαρχὴν καί τοῦ Ταξιάρχου τὸν ὁμότροπον ἀθλητήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα ᾠδαῖς, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις νῦν εὐφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Γρανίτσης τὸ γέρας τὸ θαυμαστὸν καὶ Θεσσαλονίκης θρέμμα ἅμα τε τὸ σεπτόν, Μιχαὴλ τὸν νέον, Χριστοῦ τὴν εὐωδίαν σὺν Δημητρίῳ πάντες νῦν εὐφημήσωμεν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πρῶτον τῆς Δωδεκάδος τὸν ἀθλητὴν καὶ νεομαρτύρων Εὐρυτάνων τὴν ἀπαρχήν, τὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα, Μιχαὴλ τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.