Ο Στέφανος ήταν συγγενής του Αποστόλου Παύλου και ένας από τους Ιουδαίους της διασποράς που ζούσαν στις παροικίες των Ελληνιστών.
Ο Στέφανος ήταν ο πρώτος από τους επτά διακόνους που χειροτόνησαν οι Δώδεκα Απόστολοι, για να διακονούν τους απόρους της Ιερουσαλήμ, προσφέροντάς τους υλική φροντίδα και μέριμνα.
Ο Στέφανος ήταν επικεφαλής των επτά, γι’ αυτό και ονομάζεται Αρχιδιάκονος. Με τη δύναμη της πίστεώς του πραγματοποιούσε μεγάλα θαύματα μεταξύ των πιστών.
Οι φθονεροί Ιουδαίοι αντιδρούσαν και τον κατηγορούσαν, αλλά οι αιτιάσεις τους πάντοτε κατέρρεαν από τη σοφία του και τη δύναμη του Πνεύματος, που ενεργούσε διά του Στεφάνου.
Οι επαίσχυντοι Ιουδαίοι, συνηθισμένοι δολοπλόκοι και συκοφάντες, διέβαλλαν τον αθώο Στέφανο ότι τάχα βλασφημούσε εναντίον του Θεού και του Μωυσή, κεντρίζοντας έτσι τον λαό και τη γερουσία εναντίον του.
Σύντομα βρήκαν ψευδομάρτυρες που επιβεβαίωσαν τις κατηγορίες.
Κληθείς ο Στέφανος να λογοδοτήσει ενώπιον του Συνεδρίου, στάθηκε άφοβος μπροστά στους ανθρώπους και «ατενίσαντες εις αυτόν άπαντες οι καθεζόμενοι εν τω συνεδρίω είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου» (Πράξεις 6, 15).
Δηλαδή το πρόσωπό του ακτινοβολούσε με το φως της χάριτος, απαστράπτον όπως και το πρόσωπο του Μωυσή άλλοτε, όταν συνομίλησε με τον Θεό.
Ο Στέφανος άνοιξε το θεορρήμον στόμα του και απαρίθμησε τα πολλά θαυμαστά έργα του Θεού και την αδιάκοπη Πρόνοιά Του προς τον λαό του Ισραήλ, καθ’ όλη την ιστορία του, θυμίζοντας παράλληλα τα πολλά εγκλήματα του λαού και την αντίθεσή του προς τον Θεό.
Έλεγξε σφοδρότατα τους Ιουδαίους για τη δολοφονία του Ιησού Χριστού: «ου νυν υμείς προδόται και φονείς γεγένησθε» (Πράξεις 7, 52).
Ενώ λοιπόν αυτοί έτριξαν τα δόντια τους με μίσος, ο Στέφανος ατένισε και έβλεπε τους ουρανούς ανοιγμένους, θεωρών τη δόξα του Θεού.
Όλα αυτά που έβλεπε τα ανήγγειλε στους Ιουδαίους: «Ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον υιόν του άνθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πράξεις 7, 56).
Οι μοχθηροί Ιουδαίοι τον άρπαξαν και τον έβγαλαν έξω από την πόλη, όπου τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου.
Ανάμεσα στους διώκτες του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου ήταν και ο συγγενής του, Σαούλ, ο μετέπειτα Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος.
Εκείνη την ώρα, σε κάποια απόσταση από το σημείο της θανατώσεως, επάνω σε ένα βράχο, στεκόταν η Υπεραγία Θεοτόκος μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και παρακολουθούσε το μαρτύριο του Στεφάνου, του πρώτου χριστιανού που εκουσίως μαρτύρησε για την Αλήθεια του Υιού της και Θεού, και προσευχήθηκε στον Κύριο υπέρ αυτού.
Το γεγονός αυτό συνέβη ένα χρόνο μετά την Κάθοδο του Αγίου Πνεύματος επί των Αποστόλων.
Ο Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος των Ιουδαίων και κρυπτοχριστιανός, πήρε κρυφά το σώμα του αγίου Στεφάνου και το έθαψε ευλαβικά στα όρια της κατοικίας του.
Έτσι τελειώθηκε πανένδοξα ο πρωτομάρτυρας Στέφανος και έλαβε την αιώνια κατοικία του στη Βασιλεία του Θεού.