Ο Όσιος Νικόδημος γεννήθηκε στο Πρίλεπ της νότιας Σερβίας το 1320 μ.Χ. από Έλληνα πατέρα και Σερβίδα μητέρα, συγγενή του δεσπότη Λαζάρου.
Νέος ασκήθηκε στο Άγιον Όρος και συνδέθηκε με τον ησυχαστή πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, τον Γρηγόριο Παλαμά, τον αγιογράφο Πανσέληνο και τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζινό.
Έμαθε ζωγραφική και καλλιγραφία. Έζησε στις Μονές Ρωσικού και Χιλανδαρίου, της οποίας έγινε ηγούμενος. Ως ηγούμενος είχε περίπου εκατό μοναχούς, Έλληνες, Σέρβους, Ρουμάνους, Βουλγάρους, των οποίων τις ψυχές έτρεφε με την Αγία Γραφή και τα πατερικά κείμενα.
Πολλούς μαθητές είχε σε όλο το Άγιον Όρος, με τους οποίους αργότερα αλληλογραφούσε. Εξελέγη Πρώτος του Αγίου Όρους. Για ένα διάστημα έζησε σε σπήλαιο, κοντά στο Χιλανδάρι.
Η υπομονή του στους πειρασμούς, η ιερά ησυχία, η καλλιέργεια της νοεράς προσευχής, η κάθαρση και η απάθεια που απέκτησε τον αξίωσαν του προορατικού και θαυματουργικού χαρίσματος.
Αργότερα ίδρυσε στην Κράινα της Βουλγαρίας δυο μοναστήρια κατά το πρότυπο των αγιορείτικών και βοήθησε έτσι την εξάπλωση του αγιορείτικού ασκητισμού στην Βουλγαρία. Έζησε λίγο καιρό κοντά στον άγιο Βασιλέα των Σέρβων Λάζαρο και από εκεί εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία το 1364 μ.Χ.
Στις παραδουνάβιες χώρες συνέχισε, με τη βοήθεια των ηγεμόνων Βλαΐκου και Ράδου, την ίδρυση των μονών Βοντίτσα (1374 μ.Χ.) και Τισμάνα (1377 μ.Χ.), της οποίας υπήρξε ηγούμενος.
Οι μονές λειτουργούσαν με το αγιορείτικό τυπικό του Αγίου Αθανασίου. Κατά παράδοση ίδρυσε και τις μονές Βράτνα και Μοναστηρίτσα στα νότια του Δούναβη, Πρίσλοπ στα βόρεια των Καρπαθίων, Γκούρα, Μοτρούλουϊ και Ίλοβατς. Μαθητές του ίδρυσαν, στα τέλη του 14ου αιώνα μ.Χ., τη μονή Νεάμτς και άλλες.
Έγραψε το 1404/5 μ.Χ. ευαγγελιστάριο στα σλαβωνικά και αλληλογραφούσε επί θεολογικών θεμάτων με τον άγιο Ευθύμιο, πατριάρχη Τυρνόβου.
Στα τελευταία του έτη αποτραβήχτηκε σ’ ένα σπήλαιο. Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή του ήταν ακατάπαυστο έργο. Κάθε Κυριακή κατέβαινε στη μονή του να λειτουργήσει, να θεραπεύσει τους ασθενείς, να διδάξει τους μοναχούς και να παρηγορήσει τον λαό.
Απ’ όλη τη Ρουμανία έρχονταν ασθενείς στον θαυματουργό Άγιο. Μερικοί θεραπεύονταν μόλις έφταναν στην Τισμάνα κι άλλοι αγγίζοντας τα ράσα του ή λαμβάνοντας την ευλογία του. Μεταξύ των ιαθέντων συγκαταλέγεται και η επιληπτική κόρη του ηγεμόνος Σιγισμούνδου.
Ο Όσιος Νικόδημος κοιμήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του 1406 μ.Χ. και τα λείψανά του τοποθετήθηκαν στην μονή Τισμάνα.
Ο Όσιος Νικόδημος υπήρξε κεντρική μορφή για τη μετάδοση του ησυχασμού στη Ρουμανία και άξιος πνευματικός εργάτης της σωτηρίας όλων των βαλκανικών λαών. Με την παιδεία του έγινε ο άνθρωπος που συνέδεσε τις μονές της Ανατολικής Ευρώπης στα τέλη του Μεσαίωνα.
Ο σλαβικός κόσμος τον επονομάζει Γραικό και ο ρουμανικός λαός τον τιμά ιδιαίτερα ως διδάσκαλό του και τη μνήμη του εορτάζει με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια. Υπήρξε διδάσκαλος της νοεράς προσευχής, βαθύς θεολόγος και πνευματικός πατήρ πολλών.
Το μοναστήρι της Τισμάνα το κατέστησε περίφημο κέντρο καλλιγραφίας, αντιγραφής εκκλησιαστικών βιβλίων και μεταφράσεων, με φωτισμένους μοναχούς, και σύντομα έγινε ξακουστό σε όλα τα Βαλκάνια. Από εκεί ο όσιος διατηρούσε αλληλογραφία με Μονές του Αγίου Όρους, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Μέρος των τιμίων και θαυματουργών λειψάνων του σώζεται στη Μονή Τισμάνα.
Ο Όσιος Νικόδημος της Τισμάνα, τιμάται στις 26 Δεκεμβρίου και στις 13 Ιουλίου.