Με τη Δυτική Εκκλησία έχουμε κοινούς αρκετούς Αγίους, μέχρι το χωρισμό της από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Άγιος Σίλβεστρος, Πάπας Ρώμης.
Ο Άγιος Σίλβεστρος ήταν γιος του Ρουφίνου, γεννημένος στη Ρώμη και από μικρή ηλικία εισχωρεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Σε ηλικία τριάντα χρόνων χειροτονείται από τον Πάπα Μαρκελίνο· γίνεται Πάπας το 314 μ.Χ. και διαδέχεται τον Άγιο Μελχιάδη ή Μιλτιάδη.
Ενδιαφέρθηκε και πολέμησε πολύ την αίρεση του Αρείου και θέσπισε τους λειτουργικούς κανόνες για τον καθαγιασμό του μύρου του αγίου χρίσματος.
Αλλά μεταξύ των καλύτερων έργων του Πάπα Σιλβέστρου, ξεχωρίζει το έργο της μέριμνας για τη βιοτική συντήρηση των φτωχότερων κληρικών και των μοναχών γυναικών, ώστε οι άνθρωποι αυτοί της πνευματικής διακονίας και προσευχής να μην αποσπώνται από το κυρίως έργο τους.
Ο Άγιος Σίλβεστρος έκανε επίσης πολλά θαύματα με αποτέλεσμα να πιστέψουν στο Χριστό πολλοί άνθρωποι μεταξύ των οποίων και ο Μέγας Κωνσταντίνος τον οποίο χειραγώγησε στην πίστη και εν συνεχεία τον βάπτισε.
Με τη συμβουλή του Αγίου Σιλβέστρου, ο Μέγας Κωνσταντίνος ανήγειρε επτά ναούς, για να εορτάζονται οι εορτές του Σωτήρος Χριστού και των Αγίων Μαρτύρων.
Απέδειξε ότι ο Ιησούς Χριστός και το έργο του είχαν προκηρυχθεί από το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Πολέμησε δε ιδιαίτερα τους αιρετικούς Δονατιστές και μεγάλυνε την Εκκλησία με την διδασκαλία των θείων δογμάτων.
Ο Άγιος Σίλβεστρος πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα, την 31η Δεκεμβρίου του 335 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Σίλβεστρε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σοφίας Θεοῦ, ἐμπλήσας τὸ στόμα σου, Τριάδος ἡμῖν, τὴν γνῶσιν ἐτράνωσας, καὶ τὴν ἀθεότητα τῶν τυράννων, κατέβαλες Σίλβεστρε, τῇ σφεδόνι τῶν λόγων σου· διὸ ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει τὸν Κύριον.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων τὴν καθέδραν πλουτήσας, τοῦ Θεοῦ Λειτουργὸς ἐδείχθης θαυμασιώτατος, ὡραΐζων, στηρίζων, καὶ μεγαλύνων δόγμασι θείοις τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς ἀστὴρ δὲ φωτοβόλος, φωτίζων φωτὶ ἀρετῶν, Τριάδα σέβειν διδάσκεις, ὡς ἀμέριστον μίαν Θεότητα· καὶ τάς αἱρέσεις τῶν δυσμενῶν ἀπεδίωξας, Σίλβεστρε πάνσοφε· διὸ ὑπὲρ ἡμῶν δυσώπει τὸν Κύριον.
Μεγαλυνάριον
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια.