Στά βουνά τῆς Κύπρου τότε ἔπνεε τῆς λευτεριᾶς ὁ ὁλοκάθαρος ἀέρας. Δέν εἶχαν μολύνει τά Ἱερά τῆς Κύπρου χώματα σκληροί κατακτηταί. Μέ τόν θρίαμβο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου κυμάτιζε ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον ἡ Σημαία τοῦ Σταυροῦ.
Ἔτσι σάν γλυκόφωνη φλογέρα εἶχε ἀκουσθῆ στά ἱερά χώματα τῆς Κύπρου τό κήρυγμα τοῦ Παύλου καί τῶν συνεργατῶν του.
Βοσκός ἦταν στήν Κύπρου ὁ Σπυρίδων. Ζοῦσε χαρούμενη ζωή, βόσκοντας τό κοπάδι του. Καί τά βράδυα δίδασκε τήν χριστιανική πίστι καί ἀγάπη. Δέν ἤξερε γράμματα πολλά. Κι ὅμως γινότανε δάσκαλος τῆς Πίστεως, σοφός, γιατί τόν ἐφώτιζε ὁ Θεός καί τόν ὁδηγοῦσε ἡ ἀγάπη.
Ὅλοι τόν ἀγαπούσαν καί τόν ἐσέβοντο. Κι ὅταν πέθανε ὁ ἱερεύς τοῦ τόπου των, ὅλοι μ’ ἕνα στόμα τόν ἐζήτησαν καί τόν ἔπεισαν νά γίνη αὐτός ὁ Ποιμένας τῶν ψυχῶν των. Ἔτσι ἔγινε.
Κι ὅταν ἀργότερα ἐχήρευσε ἡ Ἐπισκοπή τῆς Τριμυθούντος. Κλῆρος καί Λαός ἀνέβασαν στό θρόνο τόν Σπυρίδωνα. Κι ἦταν ἀλήθεια ἄξιος γιά τό ἀξίωμα. Ἦταν Θεόπνευστος. Ἦταν ὅλος ἀγάπη. Ἦταν ὅλος ἁγιότητα καί διδασκαλία καί παράδειγμα και φῶς.
Πῆρε τόν τίτλον τοῦ θαυματουργοῦ γιατί ἄπειρα θαύματα ἔκαμε μέ τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ.
Στήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο μέ θαῦμα ἀπεστόμωσε τόν Ἄρειο, δείχνοντας σ’ αὐτόν, πώς ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ἀλλά καί τρισυπόστατος.
Παίρνοντας ἕνα ἁπλό κεραμίδι στά χέρια του καί λέγοντας τό, « Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἔκαμε ὥστε τό νερό νά τρέξη κάτω, ἡ φωτιά πού ψήνει τό κεραμίδι νά φύγη πρός τά ἐπάνω καί τό χῶμα στεγνό νά μείνη στήν παλάμη του.
Ὅταν ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Κωνστάντιος, γυιός τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου, ἀρρώστησε φοβερά στήν Ἀντιόχεια, ἔστειλε νά τοῦ φέρουν ἀπ’ τήν Τριμυθοῦντα τόν θαυματουργό Ἐπίσκοπο νά τόν θεραπεύση.
Καί τόν θεράπευσε καί στή συνέχεια ἀνέστησε καί τό μονάκριβο παιδί μιᾶς μάνας, πού μέ σπαραγμό ἦρθε καί τό ἀπέθεσε νεκρό στά πόδια του.
Μέ τήν προσευχή του ἄνοιγε τούς Οὐρανούς καί πότιζε τή διψασμένη γῆ σέ χρόνια ξηρασίας ἤ σταματοῦσε τίς βροχές, ὅταν κινδύνευαν νά πλημμυρίζουν τά χωράφια.
Ζοῦσε γιά τίς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ του. Ὅλοι μικροί καί μεγάλοι σέ κεῖνον ἔτρεχαν, γιατί ἐγνώριζαν πώς συμπονεῖ στόν πόνο τους. Μιά χήρα ἀπροστάτευτη ἔρχεται μιά μέρα νά τοῦ ζητήση μέ πικρά δάκρυα ἕνα δάνειο γιά νά μή πουλήση ἡ δύστυχη τό σπίτι της.
Ποῦ νάβρισκε ὅμως ὁ Ἅγιος τό μεγάλο ποσόν πού χρειαζότανε! Χρήματα δέν εἶχε νά τῆς δώση. Κι ἔτσι πού συλλογιζότανε, ἕνα φίδι πῆρε τό μάτι του νά τριγυρνᾶ στήν πρασινάδα. Κάποτε, σκέφτηκε ὅτι τό ραβδί τοῦ Ἀαρών ἔγινε φίδι. « Ἄς ἤτανε τό φίδι αὐτό νά γινότανε χρυσάφι γιά τή δύστυχη γυναίκα. Φιλάνθρωπε Κύριε, κάμε τό θαῦμα σου».
Κι ἅπλωσε τό χέρι του στό φίδι κι αὐτό ἄστραψε ὁλόχρυσο στά χέρια του. « Πάρτο κυρά μου, τῆς εἶπε δίνοντάς το, πούλησε το καί κράτησε τά χρήματα γιά τίς ἀνάγκες σου».
Ὅταν βρισκότανε μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί λειτουργοῦσε, ὁ κόσμος ἔβλεπε Ἀγγέλους νά στέκωνται κοντά του. « Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντας σοι ἱερώτατε» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ὅταν ἔλλειπε στή Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἔχασε ἀπό φοβερή ἐπιδημία τήν κόρη του. Κι ὅταν ἐπέστρεψε εἶδε τά μάτια τῶν Χριστιανῶν δακρυσμένα. Τότε πάνω στόν πόνο του μίλησε στόν τάφο τή νεκρή κόρη του κι ἄκουσε τή φωνή της!
Γι’ αὐτό ψάλλει ἡ Ἐκκλησία: « Διό νεκρά σύ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς καί ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες».
Ἀναπαύεται τώρα τό ἅγιο του λείψανο στήν Κέρκυρα. Ἄλλα μεγάλα θαύματα εἶδαν μέ τά μάτια τους οἱ Κερκυραῖοι καί τά ἔγραψαν μέ ἀνεξίτηλα γράμματα στήν ἱστορία. Κι ἀκόμα θά ἔρθη ἡ στιγμή γιά τό στερνό τό θαῦμα: Γιά τήν πλήρη ἀπελευθέρωση τῆς Κύπρου.