α’. Σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία ἑορτάζουν καὶ τιμοῦν τοὺς Τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸ Θεολόγο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο.

Ὁ λόγος στὴ σημερινὴ ἑορτή, ἀπὸ παλιὰ χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ συστήθηκε ἡ κοινὴ ἑορτή, δὲν ἀνήκει στὸ λειτουργό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸ λειτουργό τῆς παιδείας.

Γι’ αὐτὸ ἡ ὁμιλία μου αὐτὴ τώρα δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ καλύψη ἤ νὰ ἀντικαταστήση τὴν ὁμιλία ποὺ γίνεται ὕστερα στὸ μνημόσυνο τῶν εὐεργετῶν τῆς παιδείας καὶ τῶν διδασκάλων.

Ἁπλῶς εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Κυριακῆς, στὸ ὁποῖο θὰ σᾶς ὁμιλήσω γιὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες, σὰν ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθῶ τὴ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία τοὺς κατατάσσει ἡ Ἐκκλησία στὴν κοινή τους σήμερα ἑορτή.

β’. Ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅταν ἀρχίζη νὰ συνθέτη τὸν Κανόνα στὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἔτσι ἐκφράζει τὴ δυσκολία ποὺ αἰσθάνεται καὶ τὸ δισταγμὸ ποὺ δοκιμάζει μπροστὰ στὴ μεγάλη καὶ ἱερὴ μορφὴ τοῦ ἀσύγκριτου Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας· «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε τοῖς ἐγχειρεῖν ἐθέλουσι τοῖς ἐγκωμίοις σου».

Εἶναι ἀληθινὰ μεγάλο ἐγχείρημα καὶ τώρα νὰ καταπιανώμαστε μὲ τὴ μορφὴ καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ σοφοὺς καὶ πιὸ ἅγιους διαδόχους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, Ἐκείνου ποὺ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ὠνομάσθηκε «ὁ ἀληθὴς μέγας ἀνήρ», «ὁ τῆς οἰκουμένης φωστήρ», «ὁ τῆς ἀληθείας στύλος».

γ’. Ἡ καταγωγὴ του ἦταν ἀπὸ παλιὰ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας· ἀρχοντικὴ ὄχι μόνο γιὰ τὴν οἰκονομική της κατάσταση καὶ τὴν κοινωνική της θέση, μὰ καὶ γιὰ τὴν πνευματική της παράδοση.

Ἡ μάμμα του Μακρίνα ἦταν θυγατέρα χριστιανοῦ μάρτυρα καὶ μαθήτρια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θαυματουργοῦ. Στὰ πόδια τῆς μάμμης καθισμένη μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια ἀπὸ δέκα παιδιὰ διδάχθηκε τὴν εὐσέβεια κι ἔδωκε στὴν Ἐκκλησία τρεῖς ἐπισκόπους καὶ δύο μοναχούς.

Ὁ ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης, διατηρώντας εὐλαβικὴ ἀνάμνηση τῆς μάμμης Μακρίνας, τῆς μητέρας Ἐμμέλειας καὶ τῆς μεγαλύτερης ἀδελφῆς Μακρίνας, θὰ γράφη καὶ θὰ διατυπώνη τὸ ἀδιάψευστο παιδαγωγικὸ ἀξίωμα, ὅτι «ἀπὸ τῆς ἑστίας ἡ χάρις» (1)· ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὴν οἰκογένεια ἀρχίζει ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου.

δ’. Ὕστερα ἀπὸ λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Καισάρεια, στὸ Βυζάντιο καὶ στὴν Ἀθήνα, γεμάτος ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς του καὶ χωρὶς πολλὴ ταλάντευση, ὁ Βασίλειος ἔδωκε τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία.

Ὁ συμπατριώτης του, ὁμόστεγος καὶ ὁμοτράπεζος στὴν Ἀθήνα Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔτσι περιγράφει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐξέλιξη τοῦ Μεγ. Βασιλείου καὶ τὴν ἄνοδό του στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα· «Τὰς γὰρ ἱερὰς πρότερον ὑπαναγινώσκων τῷ λαῷ βίβλους ὁ τούτων ἐξηγητὴς καὶ ταύτην οὐκ ἀπαξιώσας τὴν τάξιν τοῦ βήματος, οὕτως ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων, ὄντως ἐν ἐπισκοπῇ αἰνεῖ τὸν Κύριον» (2).

Μὲ ὅλες του τὶς σπουδὲς ἄρχισε ἀπὸ ἀναγνώστης, γιὰ νὰ προαχθῆ σὲ πρεσβύτερο κι ὕστερα σὲ ἐπίσκοπο.

ε’. Μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ ναοῦ μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνθρώπινη σοφία καὶ ἐπιστήμη, δηλαδὴ ἡ θεολογία, παίρνει τὸν ἱερατικό της τύπο, ποὺ τῆς ταιριάζει καὶ τὴν δικαιώνει. Μέσα στὴ λειτουργικὴ ζωὴ καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γίνονται οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἐπίσκοποι.

Φιλοτιμοῦνται πρὶν ἀπ’ ὅλα νὰ εἶναι ἱερεῖς καὶ λειτουργοί, ποὺ ἀφιερώνουν τὸν ἑαυτό τους στὴ διακονία τῶν θείων Μυστηρίων καὶ παραδίνουν τὸ πνεῦμα τους στὸ Θεό, σὰν σὲ λειτουργικὴ πράξη καὶ τελευταία ἀναφορά, ὅταν ἔλθη νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο.

Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦσαν «Κύριε, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου» (3). Ὁ βίος του δὲν κράτησε οὔτε πενήντα χρόνια. Γεννήθηκε στὰ 330 καὶ πέθανε στὰ 379.

Σὲ ἡλικία σαράντα ἐτῶν χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στὴν πατρίδα του τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ἡ ποιμαντορία του δὲν κράτησε παρὰ ἐννέα μόνο χρόνια. Κι ὅμως τόσο μόνο ἦταν ἀρκετό, γιὰ νὰ φανῆ ἡ ποιμαντική του ἄξια καὶ γιὰ νὰ ψάλλη ὕστερα ἡ Ἐκκλησία· «Τὸ τοῦ Χριστοῦ ἔθνος ἅγιον φιλοσοφίᾳ καὶ ἐπιστήμῃ, Πάτερ, ἐποίμανας».

στ’. Ὁ Μέγας Βασίλειος, μέσα στὴ μεγάλη χορεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ρήτορας, ὁ δογματικὸς καὶ πολεμικὸς θεολόγος, ὁ ἄφθαστος ἑρμηνευτὴς τῆς θείας Γραφῆς, ὁ μεγάλος παιδαγωγὸς καὶ διδάσκαλος τῆς εὐσέβειας, ὁ διοργανωτὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξης καὶ τελετουργίας, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιμένας καὶ ὁ κοινωνικὸς ἐργάτης.

Ὡλοκληρωμένος ἄνθρωπος, θεωρητικὸς καὶ πρακτικὸς συγχρόνως γι’ αὐτὸ δὲν γελάστηκε ἡ Ἐκκλησία στὸν τίτλο ποὺ τοῦ ἀπένειμε, Μέγας. «Παιδείας γεγονὼς ἁπάσης ἔμπλεως», ὅπως τὸν ὑμνεῖ ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ «ἄριστος ἐν πᾶσι τοῖς αὐτοῦ λόγοις ὁ Μέγας Βασίλειος» (4), ὅπως γράφει ὁ ἱερὸς Φώτιος.

Οἱ γενεὲς τῶν ὀρθοδόξων τὸν ἀνευφημοῦν σὰν τὸ βασιλικὸ στολίδι τῆς Ἐκκλησίας, «ὡς βασίλειον κόσμον τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ» καὶ κάθε χρόνο στὴ μνήμη του τὸν χαιρετίζουν σὲ εὐλαβικὸ τόνο· «Ὦ θεία καὶ ἱερά τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας μέλισσα». Μέλισσα ἐργατικὴ καὶ φιλόπονη ποὺ δίνει μέσ’ ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὸ ἔργο του τὸ γλυκὸ μέλι καὶ τὸ πεντακάθαρο κερὶ τῆς ἁγιωσύνης.

ζ’. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μὲ τέτοια λόγια ἡ Ἐκκλησία χαιρετίζει στὴ μνήμη του τὸν Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνό, τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες· «τὸν θεολόγον τὸν δεύτερον τὸν στύλον τοῦ φωτὸς τὸν οὐράνιον».

Ὁ τίτλος τοῦ Θεολόγου ἀνήκει μόνο σὲ τρεῖς στὴν Ἐκκλησία· στὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστή, τὸ Γρηγόριο τὸ Ναζιανζηνὸ καὶ στὸ Συμεὼν τὸ Νέο Θεολόγο. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καλύπτει μία περίοδο μόλις ἑξήντα χρόνων γεννήθηκε στὰ 329 καὶ πέθανε στὰ 390.

Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀριανζός, ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας κοντὰ στὴν κωμόπολη Ναζιανζό. Ὀφείλει κι αὐτὸς τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἐπίδοσή του σὲ μία καλὴ καὶ εὐσεβὴ μητέρα, τὴ Νόννα.

η’. Καλὴ φύση, ἐπιμελὴς καὶ φιλομαθὴς ὅπως ἦταν, ὁ Γρηγόριος ἔκαμε λαμπρὲς καὶ ἐξαίρετες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τέλος στὴν Ἀθήνα.

Ἐδῶ γνωρίσθηκε μὲ τὸ συμπατριώτη του καὶ ἰσάδελφό του ὕστερα Μέγα Βασίλειο. Στὴν Ἀθήνα ὁ Γρηγόριος ἕξη ὁλόκληρα χρόνια σπούδαζε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα· στὸ τέλος τοῦ προσφέρθηκε ἐκεῖ καθηγητικὴ θέση, μὰ ἐκεῖνος προτίμησε νὰ ξαναγυρίση στὴν πατρίδα.

Ὕστερα ἀπὸ χρόνια στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ Γρηγόριος θὰ γράφη γιὰ τὶς σχέσεις τῶν δύο σπουδαστῶν στὴν Ἀθήνα καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κατάσταση τῆς πόλης, ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας.

θ’. Καὶ στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μέγα Ἀθανάσιο θὰ γράφη τὰ ἑξῆς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, γιὰ τὴν παιδευτική τους ἀξία καὶ γιὰ τὴ χρησιμότητά τους· «Οἶμαι δὲ πᾶσιν ἂν ὁμολογεῖσθαι τῶν νοῦν ἐχόντων, παίδευσιν τῶν παρ’ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ πρῶτον οὐ ταύτην μόνον τὴν εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν, ἥ πᾶν τὸ ἐν λόγοις κομψὸν καὶ φιλότιμον ἀτιμάζουσα, μόνης ἔχεται τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ κάλλους τῶν νοουμένων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔξωθεν, ἥν πολλοὶ χριστιανῶν διαπτύουσιν, ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλεράν, καὶ τοῦ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, κακῶς εἰδότες…» (5).

ι’. Ὁ Γρηγόριος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα του ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ καὶ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο χειροτονήθηκε παρὰ τὴ θέλησή του. Χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος γιὰ τὰ Σάσιμα, ἕνα μικρὸ καὶ ἄσημο χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ὅμως φαίνεται μᾶλλον πὼς δὲν πῆγε ποτέ.

Γι’ αὐτὴ τὴ χειροτονία καὶ γιὰ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Σασίμων ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σὲ μιά του ἐπιστολὴ· «Τὸν δ’ ἀδελφὸν Γρηγόριον κάγω ἠβουλόμην οἰκονομεῖν Ἐκκλησίαν τῇ αὐτοῦ φύσει σύμμετρον.

Αὕτη δὲ ἦν πᾶσα εἰς ἕν συναχθεῖσα ἡ ὑφ’ ἡλίῳ. Ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἀδύνατον, ἔστω ἐπίσκοπος, μὴ ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος, ἀλλὰ τὸν τόπον σεμνύνων ἀφ’ ἑαυτοῦ. Ὄντως γὰρ μεγάλον ἐστὶν οὐ τοῖς μεγάλοις μόνον ἀρκεῖν, ἀλλὰ καὶ τὰ μικρὰ μεγάλα ποιεῖν τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει» (6).

ια’. Τὸν τίτλο τοῦ Θεολόγου τὸν πῆρε ὁ Γρηγόριος γιὰ τοὺς περίφημους πέντε θεολογικοὺς λόγους, ποὺ ἔκαμε στὸ ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔστησε τὸ στρατηγεῖο της ἡ Ὀρθοδοξία ἐναντίον τοῦ ἀρειανισμοῦ, φέρνοντας ἔμπειρο καὶ γενναῖο ἀγωνιστὴ ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τὸν Γρηγόριο.

Σὲ δυὸ χρόνια μέσα, ἀπὸ τὰ 379 ὥς τὰ 381 ἡ Ἐκκλησία ἀνέβασε τὸν Γρηγόριο στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο καὶ στὴ θέση τοῦ προέδρου τῆς δεύτερης οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ πολύ.

Ὅταν τοῦ ἀμφισβητήθηκε ἡ θέση, δὲν δίστασε νὰ παραιτηθῆ καὶ νὰ προτίμηση τὸν ἤρεμο βίο στὴν πατρίδα του. Ἐκεῖ ἀποτραβηγμένος, ἀφωσιώθηκε στὶς θεολογικές του μελέτες καὶ στὴν ποίηση γιὰ δέκα χρόνια μέχρι τὸ θάνατό του.

ιβ’. Γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο ἡ φυγὴ ἦταν ἄμυνα. Κι ὅταν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος κι ὅταν ἔπειτα ἐπίσκοπος, καὶ τὶς δυὸ φορὲς παρὰ τὴ θέλησή του, σὰν ἕναν ἔσχατο τρόπο ἄμυνας βρῆκε νὰ φύγη στὴν ἔρημο.

Καρπὸς τῆς φυγῆς του τὴν πρώτη φορὰ εἶναι ὁ περίφημος «Ἀπολογητικὸς περὶ τῆς εἰς Πόντον φυγῆς». Εἶναι μία ποιμαντικὴ πραγματεία μὲ γενικώτερη παιδαγωγικὴ σημασία.

Πορίσματα, στὰ ὁποία τώρα καταλήγουν ἡ ψυχολογία καὶ ἡ Παιδαγωγική, διατυπώνονται μὲ πολλὴ εὐστοχία καὶ ἀκρίβεια στὴν πραγματεία αὐτή.

Ἐκεῖ ἡ παιδαγωγικὴ ὀνομάζεται «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν» καὶ διατυπώνεται τὸ βασικὸ τοῦτο παιδαγωγικὸ ἀξίωμα, ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «τοὺς μὲν ἄγει λόγος, οἱ δὲ ρυθμίζονται παραδείγμασιν οἱ μὲν δέονται κέντρου, οἱ δὲ χαλινοῦ» (7).

ιγ’. Πιστεύεται πὼς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἦταν ἄπραγος ἄνθρωπος. Ἀλλὰ κάθε ἄλλο. Ὁ Γρηγόριος ἦταν πραγματικὰ μαχητὴς καὶ ἀξίωμά του ἦταν τὸ «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις».

Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς ἀπὸ τὴν πράξη πρέπει νὰ ξεκινήσουμε κι ἐπάνω στὴν πράξη καὶ τὴν πείρα πρέπει νὰ στηρίξουμε καὶ νὰ χτίσουμε τὴ θεολογικὴ γνώση καὶ τὴ θεωρητικὴ σοφία. Τέτοια εἶναι ἡ θεολογία καὶ ἡ σοφία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας· πρῶτα ζωὴ κι ὕστερα θεολογία, πρῶτα πράξη κι ὕστερα θεωρία.

Μέσ’ ἀπὸ τὴν πράξη καὶ τὸ «πάθος» βγαίνει τὸ «μάθος», καθὼς τὸ διδάσκει ὁ χορὸς στὴν ἀρχαία τραγωδία, ὅταν ὑμνῆ τὸ Θεό, «τὸν πάθει τὸ μάθος θέντα καὶ βροτοὺς ὁδώσαντα…». Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῶν ἀληθινὰ σοφῶν καὶ τῶν ἁγίων, ποὺ τὸν ἤξερε καλὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος.

ιδ’. Σὰν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο δὲν ὑπάρχουν πάντα πολλοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ὁ ἐσωτερικὰ καλλιεργημένος ἄνθρωπος, ὁ καθαρὸς νοῦς, ποὺ πάντα αἴρεται ἐπάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα.

Εἶναι ὁ ρήτορας, ὁ θεολόγος, ὁ ποιητής, ποὺ ἀντὶ γιὰ τὸν κοσμικὸ θόρυβο καὶ τὴν αἴγλη τῶν ἀξιωμάτων, προτιμᾶ τὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου. Οἱ ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ὀρθῆς πίστης τὸν ἀνέβασαν στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο καὶ στὴν προεδρία τῆς Συνόδου.

Μὰ ἐκεῖνος ἀφήνοντας τὶς μικρότητες τῶν ἀνθρώπων καὶ χαιρετίζοντας τὸ ποίμνιό του μὲ ἕνα λόγο ἀσύγκριτης ἐκκλησιαστικῆς ρητορικῆς τέχνης, ἔφυγε γιὰ νὰ ἀφιερωθῆ στὶς πνευματικές του θεωρήσεις.

Πιστὰ χαρακτηρίζουν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο οἱ ἑξῆς στίχοι ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς ἑορτῆς του. «Ἠράσθης τῆς ὄντως σοφίας Θεοῦ καὶ τῶν λόγων τὸ κάλλος ἠγάπησας καὶ πάντων προτετίμηκας τερπνῶν τῶν ἐπὶ γῆς».

ιε’. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὅποιος καταπιάνεται νὰ γράψη καὶ νὰ πῆ κάτι γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο βρίσκεται στὴν ἴδια δύσκολη θέση ποὺ βρέθηκε ὁ ὑμνογράφος του· «Τῷ τῶν ὅλων ποιητῇ κλίνω γόνυ τῷ προαιωνίῳ Λόγῳ χεῖρας ἐκτείνω λόγου ζητῶν χάρισμα, ἵνα ὑμνήσω τὸν ὅσιον, ὅν αὐτὸς ἐμεγάλυνε».

Αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβουμε τὰ ἴδια αὐτὰ λόγια, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν ἁπλῶς ποιητικὸ σχῆμα καὶ δὲν εἶναι ἡ συνηθισμένη ἐπίκληση τῶν ποιητῶν στὴν ἀρχὴ τῶν ποιημάτων.

Εἶναι μιὰ βαθειὰ συναίσθηση ἀδυναμίας κι ἕνα δέος ποὺ μᾶς πιάνει ἐμπρὸς στὰ μεγάλα καὶ τὰ ἱερά. Κι εἶναι, ἀλήθεια, καὶ μεγάλος καὶ ἱερὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Ἡ μεγαλωσύνη καὶ ἡ ἱερότητά του ξεπερνοῦσε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ εἶν’ ἔξω ἀπὸ κάθε φυσικὴ τάξη· εἶναι δωρεὰ καὶ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

ιστ’. Στὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κυριαρχεῖ ἡ πίστη στὴν ἀλήθεια αὐτὴ τῆς θείας δωρεᾶς. Σ’ αὐτὴν ὀφείλεται βέβαια πάντα κάθε ἀληθινὴ ἀρετὴ καὶ μὲ αὐτὴν μόνο ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἐξηγήση τὸ φαινόμενο τῆς διδακτικῆς δεινότητας τοῦ Ἁγίου.

Ἡ δύναμη καὶ ἡ χάρη τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου εἶναι δῶρο οὐράνιο, καθὼς ἀκριβῶς τὸ λέγει ὁ ὕμνος· «Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν».

Δὲν εἶναι συνηθισμένη ἀνθρώπινη ἱκανότητα καὶ τέχνη, γιατί καὶ ὡς πρὸς τὴν ποσότητα καὶ ὡς πρὸς τὴν ποιότητα τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου προκαλεῖ τὴν κατάπληξη καὶ μόνο σὰν θαῦμα ἐξηγεῖται.

Ὄργανο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ὁ ἱερὸς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· «Γέγονας, Χρυσόστομε, θεόπνευστον ὄργανον δι’ οὗ ἡμῖν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐφώνησε».

ιζ’. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι σχεδὸν σύγχρονος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια στὰ 344, ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀνατράφηκε μὲ τὴ φροντίδα καὶ τὴν ἀφοσίωση τῆς μητέρας του Ἀνθούσας.

Ὁ διδάσκαλός του στὴ ρητορική, ὁ περίφημος ρήτορας τῆς ἐποχῆς Λιβάνιος ἔλεγε γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Χρυσοστόμου· «Βαβαί! οἷαι παρὰ τοῖς χριστιανοις γυναῖκες εἰσι…» (9).

Γιὰ λίγον καιρὸ μετὰ τὶς σπουδές του, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἄσκησε τὸ ἔργο τοῦ συνηγόρου στὴν Ἀντιόχεια κι ὕστερα ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὴν Ἐκκλησία.

Ὅταν ἀκόμα ζοῦσε, οἱ σύγχρονοί του τὸν κατέτασσαν στοὺς «ἐνδόξους ἄνδρας», καὶ μέσα σ’ ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του, γιὰ τὴ δεινότητα καὶ τὴ γλυκύτητα τῶν λόγων του, τὸν ὠνόμασαν Χρυσόστομο.

Μέσα στὴ μεγάλη σειρὰ τῶν τόμων τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας οἱ περισσότεροι σὲ ἀναλογία εἶναι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει τὸ ἰαμβικὸ δίστιχο· «Μύσας ὁ χρυσοῦς Ἰωάννης τὸ στόμα ἀφῆκεν ἡμῖν ἄλλο τὰς βίβλους στόμα».

ιη’. Ὁ ἱερὸς Φώτιος λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τὸ εἶδος τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὅτι «ὅσα ἡ τῶν ἀκροατῶν ἐχώρει δύναμις καὶ εἰς τὴν ἐκείνων συνέτεινε σωτηρίαν καὶ ὠφέλειαν οὐδὲν οὐδαμοῦ παρῆκε» (10).

Χαρακτηριστικὸ εἶναι ἐπίσης αὐτὸ ποὺ γράφει Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος, ποὺ τὸ παραθέτομε ἐδῶ σὲ μετάφραση. «Ἔχω διαβάσει περισσότερες ἀπὸ χίλιες ὁμιλίες του, οἱ ὁποῖες σκορπίζουν ἀνέκφραστη γλυκύτητα. Τὸν ἔχω ἀγαπήσει ἀπὸ πολὺ νέος καὶ πρόσεξα τὰ λόγια του σὰν καὶ νὰ ἦσαν λόγια τοῦ Θεοῦ.

Ὅ,τι γνωρίζω κι ὅ,τι εἶμαι τὸ ὀφείλω σ’ αὐτόν». Εἶναι πραγματικὰ μέγα δυστύχημα ὅτι ἡ παιδεία μας στὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν δὲν χρησιμοποιεῖ τὰ πατερικὰ κείμενα.

Ἔτσι οἱ νεώτερες γενεὲς τῶν Ἑλλήνων μαζὶ μὲ τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ποὺ δὲν τὰ μαθαίνουν κι ἐκεῖνα, δὲν διδάσκονται καὶ δὲν ἀνοίγουν τὰ μάτια τους στὴν ἱερὴ σοφία καὶ τὴν ἠθικὴ ὀμορφιὰ τῶν λόγων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

ιθ’. Ἕνας ξένος ἱστορικὸς καὶ φιλόλογος γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὰ ἔργα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου· «Τὰ ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτελοῦν ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους φιλολογικοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου.

Οἱ μετέπειτα γενεὲς ὑπέστησαν τὴν ἐπιρροὴ τῆς γοητείας τῆς μεγαλοφυίας του… Οἱ φιλολογικὲς κινήσεις τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν δανείσθηκαν ἰδέες, εἰκόνες καὶ ἐκφράσεις ἀπὸ τὸ Χρυσόστομο, χρησιμοποιώντας τὸ ἔργο του σὰν μία ἀνεξάντλητη πηγή».

Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ γνώμη αὐτὴ τοῦ ξένου σοφοῦ, ἀλλὰ τὸ ἴδιο ψάλλει καὶ ἡ Ἐκκλησία. «Χρυσέοις ἔπεσι καὶ θεοφθόγγοις διδάγμασι κατακοσμήσας τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν πλοῦτον πνευματικὸν ἐθησαύρισας ἐν αὐτῇ τὰ σὰ θεοπαράδοτα λόγια…».

κ’. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κωνσταντινούπολη, δὲν εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀσυνήθιστη δύναμη τοῦ λόγου, ὁ διδάσκαλος ποὺ οἱ πράξεις συμφωνοῦν πάντα μὲ τὰ λόγια του, ὁ συνήγορος τῶν πιὸ αὐστηρῶν ἠθικῶν ἀρχῶν συγχρόνως εἶναι καὶ ὁ «μάρτυς», στὴν εἰδικὴ καὶ πιὸ καθαρὴ ἁγιολογικὴ σημασία.

Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία στὴ μνήμη του ψάλλει. «Προσωμίλησας θλίψεσι πικραῖς ἐξορίαις τε ἐν αἷς ἠξιώθης μακαρίου τέλους οἷα γενναῖος ἀθλητής…».

Μακάριο πραγματικὰ ὑπῆρξε τὸ τέλος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.

Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία «ἀποτελεῖ ἔκφρασιν ὑπερόχου ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους», ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ὁ βίος «δὲν ὑπῆρξεν ἁπλῶς ἀφιέρωσις εἰς τὴν διακονίαν τοῦ Χριστοῦ», ἀλλὰ «μία δωρεὰ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν», ἐξόριστος σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀρμενίας, ἐξαντλημένος σωματικὰ καὶ ἄρρωστος, ἀπέθανε στὸ 407, ριγμένος ἐπάνω στὶς κρύες πλάκες ἑνὸς ἐρημοκκλησιοῦ, μὲ τὶς λέξεις αὐτὲς στὸ στόμα· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκα».

κα’. Ἀφοῦ ἑώρτασε πρῶτα τὸν καθέναν χωριστὰ μέσα στὸ μῆνα Ἰανουάριο, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει σήμερα μαζὶ καὶ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καὶ οἰκουμενικοὺς διδασκάλους «Βασίλειον τὸν Μέγαν καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλείνῷ Ἰωάννῃ τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι».

Συγχρόνως καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Παιδεία τιμᾶ τοὺς προστάτες τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων, γιατί στὸ ἔργο τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, περισσότερο παρὰ στοὺς ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν συζευχθῆ ἁρμονικὰ ἡ ὑγιὴς ἑλληνικὴ σκέψη καὶ τὸ καθαρὸ χριστιανικὸ πνεῦμα.

Ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἔχει ἐφαρμογὴ καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες· «Σπουδὴ γὰρ εὐφυΐᾳ συνέδραμεν, ἐξ ὧν ἐπιστῆμαι καὶ τέχναι τὸ κράτος ἔχουσιν» (11).

Προικισμένοι μὲ φυσικὰ προσόντα, πρόσθεσαν σ’ αὐτὰ τὴ σπουδὴ καὶ τὴν ἐπιμέλειά τους. Καὶ οἱ τρεῖς σοφοὶ καὶ ἅγιοι, φωτεινὰ πρότυπα καὶ πολύτιμοι ὁδηγοὶ σὲ ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ σὲ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων.

Ὑποσημειώσεις
1. Γρηγορ. Νύσσης, περὶ παρθενίας, κεφ. 23,1 ἔκδ. M. Aubineau.
2. Γρηγορ. Θεολόγου, Λόγος 43, ἐπιτάφιος εἰς Μέγαν Βασίλειον, ἔκδ. Boulenger, κεφ. 27,1.
3. Αὐτόθι, 79,2.
4. Φώτιος, Βιβλ., κώδ. 141, Bekker, σ. 98b, 26.
5. Γρηγορ. Θεολόγου, Ἐπιτάφιος, ἔκδ. Boulenger, κεφ. 11,1.
6. Μ. Βασίλειου, ἐπιστ. 98, 2, ἔκδ. Courtonne.
7. MPG 35,440.
8. Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων 176-178.
9. Χρυσοστ. Λόγ. εἰς νεωτέραν χηρεύσασαν.
10. Φωτ. Βιβλιοθήκη, Κώδ. 172-74, Bekker, σ. 119b, ἔκδ. R. Henry.
11. Γρηγορίου Θεολόγου, ἐπιτάφιος εἰς Μέγαν Βασίλειον κεφ. 23,2 (Boulenger).

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ