Ο Όσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1815 μ.Χ. στο χωριό Τσερνάφσκα της επαρχίας Ορλώφ της Ρωσίας. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γεώργιος Γκοβόρωφ.
Ο πατέρας του ήταν ιερέας. Από μικρός δέχθηκε την ευεργετική επίδραση, που εξασκεί στην ψυχή το εκκλησιαστικό περιβάλλον, με τις εικόνες, τις ψαλμωδίες, τις ακολουθίες, τις τελετές.
Ο ίδιος έγραφε ότι το περιβάλλον αυτό αποτελεί ισχυρότατο παράγοντα για τη σωστή αγωγή της παιδικής ψυχής. Φοίτησε στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ορλώφ και στη συνέχεια σπούδασε στη θεολογική ακαδημία του Κιέβου.
Αυτό όμως που χαράχθηκε περισσότερο στην ψυχή του ήταν οι προσκυνηματικές επισκέψεις στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
Το έτος 1841 μ.Χ. κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Θεοφάνης. Λίγο αργότερα χειροτονείται Διάκονος και Πρεσβύτερος και διορίζεται καθηγητής στη εκκλησιαστική σχολή του Κιέβου και του Νόβγκοροντ, για να γίνει κοσμήτορας της θεολογικής ακαδημίας της Αγίας Πετρουπόλεως.
Η βάση της Χριστιανικής διδασκαλίας για τον ιερομόναχο Θεοφάνη ήταν η αγάπη και τα μέσα, η Εκκλησία και τα Μυστήρια. Ο Άγιος Θεοφάνης ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος και εγνώριζε τον τρόπο να αγαπάται από τους μαθητές.
Εξάλλου αισθανόταν βαθιά την ωραιότητα και τη σημασία της αποστολής του. Έλεγε πάντοτε: «Από όλα τα άγια έργα, το πιο άγιο είναι η αγωγή».
Ο πόθος του για ολοκληρωτική αφιέρωση στο Θεό τον οδηγεί στους Αγίους Τόπους. Συγχρόνως επισκέπτεται πολλά μοναστήρια και σκήτες της Παλαιστίνης, ενώ έμεινε αρκετό καιρό στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, όπου εκείνη την εποχή ζούσε ο Άγιος Ερημίτης Ιωσήφ.
Η παραμονή του εκεί του έδωσε την ευλογημένη ευκαιρία να γνωρίσει καλά την διδασκαλία και την παράδοση των Ανατολικών Πατέρων και του Ανατολικού Ορθόδοξου Μοναχισμού.
Στη συνέχεια επιστρέφει στη Ρωσία, αλλά γρήγορα έρχεται και πάλι στην Ανατολή, στην Κωνσταντινούπολη, ως ιερεύς της Ρωσικής Πρεσβείας. Το 1857 μ.Χ. διορίζεται εκ νέου καθηγητής και κοσμήτορας της θεολογικής ακαδημίας.
Παραιτείται όμως και περιορίζεται στη θέση του επιθεωρητού των θρησκευτικών σχολείων της Αγίας Πετρουπόλεως.
Όμως η Εκκλησία τον εξέλεξε Επίσκοπο της επαρχίας Ταμπώφ και αργότερα της επαρχίας Βλαντιμίρ. Για το έργο του, γράφει ένας βιογράφος του: «Ο Επίσκοπος Θεοφάνης υπήρξε ένας αληθινός ποιμένας, στο μέσον ενός λαού ειδωλολατρικού, που δεν γνώριζε καλά – καλά τον Θεό.
Όντας ο ίδιος υπόδειγμα για τους κληρικούς του, αφιερώθηκε με όλη του την ψυχή στην αποστολή του και ιδιαίτερα στο κήρυγμα. Ζώντας πολύ απλά, απασχολείτο εναλλακτικά με την μελέτη και την προσευχή.
Στη ζωή του ως Επίσκοπος φρόντιζε να κάνει πιο στενές και πιο εγκάρδιες τις σχέσεις του με τους πιστούς. Ήθελε να μην υπάρχει κάτι που να εμποδίζει τον λαό να έρχεται κοντά του.
Του άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, που τους αγαπούσε με μια ολοκληρωτική και πατρική αφοσίωση».
Το 1861, ως Επίσκοπος, ο Άγιος Θεοφάνης, λαμβάνει ενεργό μέρος στην τελετή ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Τύχωνος του Ζαντόσκ (1724 – 1783 μ.Χ.) και στη συνέχεια στην ανακήρυξή του ως Αγίου.
Το 1866 μ.Χ. παραιτείται από τη θέση του Επισκόπου, αφήνει την επαρχία του και κλείνεται για είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια σε ένα πτωχό κελί στην έρημο του Βισένσκ και ζει την ζωή του εγκλείστου.
Αποκόπηκε από τον κόσμο με πλήρη αφοσίωση στον Θεό και τη θεωρία του Προσώπου Αυτού. Προσευχόταν όλη μέρα χωρίς διακοπή. Το φαγητό του ήταν πολύ απλό. Και όταν ήθελε να ξεκουραστεί, πάλι εργαζόταν χειρονακτικά.
Πολύ χρόνο της έγκλειστης ζωής του ο Όσιος τον αφιέρωσε στην αλληλογραφία. Έτσι στο διάστημα των είκοσι οκτώ ετών του εγκλεισμού του έγραψε χιλιάδες επιστολές, οι οποίες αποτελούν ένα ανεκτίμητο πνευματικό θησαυρό ορθοδόξου πίστεως και θεογνωσίας.
Εκτός από την προσευχή ο Άγιος Θεοφάνης, δίδει πολύ σημασία στη Μυστηριακή ζωή. Η Εξομολόγηση και η Θεία Μετάληψη, είναι για τον Άγιο Θεοφάνη τα δύο βασικά μέσα για την επιτυχία της τελειότητας.
Για την μετάνοια γράφει, ότι είναι αστείρευτη πηγή της αληθινής χριστιανικής ζωής.
Ο Άγιος Θεοφάνης κοιμήθηκε, οσίως, με ειρήνη, στις 6 Ιανουαρίου του 1894 μ.Χ., σε ηλικία 79 ετών.