Ο Άγιος Κύρος ήταν μοναχός σε κάποιο μοναστήρι του Πόντου απέναντι της Αμάστριδος. Εκεί τον συνάντησε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Β (685-695, 705-711 μ.Χ.), τον οποίο ο Άγιος βεβαίωσε προφητικά ότι θα ανακτήσει τον θρόνο.
Όταν αυτό συνέβη πραγματικά ο αυτοκράτορας θυμήθηκε τους προφητικούς λόγους του Αγίου και τον κάλεσε, το έτος 705 μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο. Η πατριαρχεία του Άγιου Κύρου διήρκησε μέχρι το 711.
Τα χρόνια εκείνα τάραζαν την Εκκλησία και το Κράτος οι αιρέσεις του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού, παρόλο που είχαν καταδικασθεί από την Δ’ και ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο.
Οι οπαδοί των αιρέσεων αυτών ήταν πάρα πολλοί στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, την Αρμενία, την Περσία, και βοήθησαν τους Άραβες στην κατάκτηση των χωρών αυτών και την απόσπαση τους από το Βυζάντιο.
Ενώ όμως η ανάκτηση τους ήταν αδύνατη, υπήρχε μερίδα – κυρίως αιρετικών ανθρώπων, που επέμενε ότι ήταν δυνατό να ανακτηθούν οι χώρες εκείνες, εάν το Βυζάντιο καταργούσε τις δυσμενείς για Μονοφυσίτες και Μονοθελήτες αποφάσεις της Δ’ και ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Πράγμα που δυστυχώς συνέβη από τον αυτοκράτορα Φιλιππικό. Ο Πατριάρχης Κύρος αντιστάθηκε σθεναρά στη διαταγή του αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα αυτός να τον έκθρονήσει και να τον κλείσει στη Μονή της Χώρας.
Εκεί ο Κύρος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, με ήσυχη τη συνείδηση ότι περιφρόνησε την απειλή του άσεβους αυτοκράτορα, δέχθηκε το διωγμό του και ήταν έτοιμος να δεχθεί και το θάνατο.
Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη σεβάσμια μονή της Χώρας και στο Ναό της Αγίας Σοφίας, εάν συνέπιπτε η μνήμη του ημέρα Κυριακή.