Πάτμος: Το Ιερό Νησί της Θείας Αποκαλύψεως. Χίλια επτακόσια ογδόντα χρόνια μετά το Κοσμοϊστορικό αυτό Γεγονός, το 1875, φτάνει στον αγιασμένο αυτό Τόπο ένας άγνωστος προσκυνητής, για τον οποίο κανένας δεν γνώριζε τίποτα μέχρι τότε, που έμελλε όμως να παραμείνει εκεί για πάντα και να προσθέσει το όνομά του μέσα στην Αθάνατη Ιστορία της Αγίας μας Εκκλησίας, ως ένας από τους Αγίους Ερημίτες Της, ως ο Ερημίτης της Πάτμου Θεόκτιστος.
Τα στοιχεία που μας επέτρεψε ο ίδιος να γνωρίζουμε για το προηγούμενο κομμάτι της ζωής του είναι απειροελάχιστα. Ήταν σε ηλικία 45 ετών (γεννήθηκε δηλαδή το 1830), όταν με μία βάρκα που τον έφερε από την γειτονική Κω είχε έλθει στην Πάτμο προσκυνητής.
Φαινόταν Ιεροπρεπής, ρωμαλέος άνδρας με αυστηρό πρόσωπο και μάτια γεμάτα φως, που ξέχυναν σ’ αυτό μια μυστική γλυκήτητα. Οι Πατέρες στη Μεγάλη Μονή της Χώρας τον δέχτηκαν με τιμή.
Ήταν ο εραστής της αδιάλλειπτης προσευχής και της ερήμου. Υπήρχε γι’αυτόν μία φήμη ότι ήταν Επίσκοπος. Ο ίδιος δεν θα κάνει ποτέ λόγο ούτε καν για Ιερωσύνη.
Θα αρκεσθεί μόνο να απαντήσει στο γενικό σιωπηλό ερώτημα, σχετικά με το ποιος ήταν και γιατί ήλθε να ασκητέψει στο Νησί αυτό, που ακούστηκε η Φωνή του Θεού «ως ήχος υδάτων πολλών»: «Αφιερώθηκα στον Θεό. Όταν ήμουν στον κόσμο συνάντησα ανθρώπους, που προσπαθούσαν να κάνουν το καλό αλλά αμαρτάνοντας. Δυστυχώς και εγώ το ίδιο έκανα.
Έτσι αποφάσισα να φύγω μόνος μου κάπου, ώστε τουλάχιστον να μην πληγώνω κανέναν. Προσεύχομαι ώστε ο Θεός να μου συγχωρήσει όλα μου τα αμαρτήματα. Θα πεθάνω και πρέπει να παρουσιασθώ μπροστά Του και σκέπτομαι τι θα Του απαντήσω».
Τα λόγια του είχαν βαθύ σεβασμό και ο τρόπος του σεμνός και ειλικρινής όπως ήταν, εντυπωσίαζε.
Εφοδιασμένος με Πατριαρχική άδεια από την Κωνσταντινούπολη, εγγράφεται στην Ιερά Μονή του Θεολόγου, αλλά παρά τις παρακλήσεις των Πατέρων φεύγει στην έρημο, ψάχνοντας ήσυχο τόπο για ασκητήριο.
Θα διατηρεί πάντα καλούς δεσμούς με το Μοναστήρι, θα παρακολουθεί τις Αγρυπνίες, θα μένει κατά διαστήματα στο κελλί που ισόβια του παραχώρησαν και που σώζεται μέχρι σήμερα.
Οι Πατέρες όλοι και ο Ηγούμενος προσηκώνονταν και του προσέφεραν το στασίδι τους, από τη στιγμή που τον αντιλαμβάνονταν να μπαίνει στο Ναό κατά τις Ακολουθίες. Εκείνος όμως δεν δέχεται ποτέ την τιμή, ούτε θορυβείται. Ήσυχα και σταθερά θα πει: «Εσύ είσαι ο Ηγούμενος, στη θέση σου!
Ή καλώς για Ευλογία ή κακώς για τιμωρία, ο Θεός σε έβαλε». Και θα αποσυρθεί σεμνά σε μία γωνία. Η δε γνώμη του ήταν σεβαστή από όλους. Η πρώτη του ασκητική κατοικία γίνεται επί μία τετραετία το κάθισμα του Απολλώ», μια αληθινή άβατη έρημος αντίκρυ στο Ικάριο και τα βραχώδη πλευρά του όρους Γερανού.
Ο Θεόκτιστος είναι ο ασκητής που δεν φοβάται τη δουλειά. Πάντα θα σκάβει τη γη, θα κουβαλάει πέτρες, θα χτίζει.
Εργάζεται και προσεύχεται τόσο απορροφημένος από την Ευχή του Ιησού (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»), που οι επισκέπτες διστάζουν να τον διακόψουν, αλλά τα πουλιά που συντροφεύουν με κελαηδήματα τη δουλειά και την προσευχή του Ερημίτη, φεύγουν να κρυφτούν στα δέντρα και από αυτό τους αντιλαμβάνεται και διακόπτει για να τους καλοδεχτεί. Είναι καταδεκτικός και φιλόξενος.
Τον χαρακτηρίζει η αρετή της διακρίσεως. Παρά την επιβλητική και αυστηρή του εμφάνιση οι άνθρωποι τον αγαπούν βαθειά και τον ευλαβούνται. Τρέχουν να ακουμπήσουν τις θλίψεις και τις αμαρτίες τους. Κι εκείνος ποτέ δεν αποπαίρνει κανέναν.
Γλυκής, ευγενής, σοβαρός, ακούει με προσοχή και προσεύχεται, συμβουλεύει με αληθινή σοφία και αγάπη. Πότε-πότε αφήνει και το ασκητήριο όταν τον παρακαλούν και έρχεται στη Χώρα, για να συμφιλιώσει εχθρούς, για να φέρει στα σπίτια την ειρήνη. Κι όταν ο
Παράκλητος επιπνεύσει στην καθαρή και αγία του καρδιά, έρχεται και απρόσκλητος. Χτυπάει την πόρτα εκείνων που ο πειρασμός τους αναταράζει και ρωτάει: «Θέλετε να με δεχθείτε; Ο Χριστός με έστειλε.
Αν δεν θέλετε, να με διώξετε, αλλά θα λυπηθεί ο Χριστός». Όταν άκουγε μια κακή φήμη έλεγε: «Φταίτε όλοι, από τον πιο μικρό ως τον πιο μεγάλο» και η βροντώδης φωνή του τους συνετάραζε όλους.
Με το μεγάλο κομποσχοίνι του έκανε δύο χιλιάδες μετάνοιες γονατιστές την ημέρα και έκλαιγε για τις αμαρτίες τις δικές του και όλων των ανθρώπων. Στο ερημητήριό του ήταν ανυπόδητος και η διατροφή του λιτότατη.
Μόνο Σάββατο και Κυριακή κατέλυε το λάδι. Μελετούσε πολύ την «Φιλοκαλία» και Μετελάμβανε συχνά των Αχράντων Μυστηρίων, γνωρίσματα των γνήσιων «Κολλυβάδων».
Ο Άγιος αυτός ασκητής θα αλλάξει πολλούς τόπους διαμονής, αναζητώντας πάντα την απαράκλητη έρημο, το απερίσπαστο και το να είναι μόνος με το Θεό. Μετά το «κάθισμα του Απολλώ» τον συναντάμε στη Ζαρροή, ένα μέρος με άφθονα ύδατα.
Εδώ θα εργάζεται με τα χέρια στη γόνιμη γη και θα λέει αδιάλειπτα την Προσευχή των ησυχαστών: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». «Αισθάνομαι τόση γλυκήτητα, ώστε δεν μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ.
Όταν λέω την Ευχή είναι σα ν’ακούω χιλιάδες Αγγέλους να ψάλλουν» εκμυστηρεύτηκε κάποτε. Στον τόπο αυτό το περιβόλι του θα έχει μια αληθινά Ευλογημένη παραγωγή. Οι τέσσερις-πέντε ντοματιές του βγάζουν 200 οκάδες ντομάτες. Το αμπέλι του έγινε το καλύτερο της περιοχής.
Οι αμπελουργοί του κάμπου έρχονται να το δουν και να το θαυμάσουν. Τότε είναι που ο Θεόκτιστος τα εγκαταλείπει όλα και φεύγει! Ο ίδιος έλεγε στον εαυτό του: «Θεόκτιστε έχεις πολλά αγαθά, φάγε, πίε και ευφραίνου!». «Γιατί φεύγεις;» τον ρωτούσαν. «Πειρασμός!» ήταν η λακωνική του απάντηση.
Η επιτυχία ήταν γι’αυτόν αιτία πειρασμού. Ο Όσιος Ερημίτης Θεόκτιστος, μετά την Ζαρροή, θα καταφύγει στο νησάκι που είναι απέναντι από τον Κάβο του Γερανού, το Κεντρονήσι. Θα μείνει κι εδώ μόνο δύο χρόνια για λόγους που μόνον ο ίδιος γνώριζε.
Στη συνέχεια θα περάσει από το Μονύδριο των Ασωμάτων, όπου και θα πάρει την μεγάλη απόφαση να κατοικήσει στη σπηλιά του Γένουπα, τόπος ερημικός και άγονος που είχε τη φήμη του φοβερού!
Τότε που ο Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος βρισκόταν εξόριστος στο νησί της Πάτμου, ο μάγος Κύνωψ (εχθρός του Ευαγγελιστή Ιωάννη και του Χριστού) είχε εκεί το καταφύγιό του.
Οι άνθρωποι στη ροή του χρόνου, πίστευαν ότι ο δαίμων τον είχε διαδεχθεί σ’αυτό το σπήλαιο και συνέχιζε να κάνει το κακό.
Τόσος ήταν ο φόβος των ανθρώπων για το σπήλαιο του Γένουπα (Γένουπας = παραφθορά της ονομασίας του μάγου Κύνωπος), ώστε ως τότε στη Χώρα μόλις σουρούπωνε, οι κάτοικοι έκλειναν τα παράθυρα που έβλεπαν προς το μέρος αυτό που προκαλούσε φρίκη.
Κι έρχεται ο Θεόκτιστος, πρώτος οικιστής και εξορκιστής στα άβατα βράχια, για να διώξει τον δαίμονα και να αγιάσει το άντρο.
Πρώτη του δουλειά είναι να στήσει έναν Σταυρό και να αρχίσει να κατασκευάζει δεξαμενή, για να συγκεντρώνει τα νερά της βροχής, μιας και δεν υπήρχε πουθενά γύρω από το σπήλαιο πηγή. Η δουλειά είναι δύσκολη.
Αναγκάζεται να πάρει και δύο εργάτες για να σκάψει το δάπεδο. Τότε όμως θα ανακαλύψουν ένα σωρό από ανθρώπινα οστά, λύχνους δακρυδόχους, πήλινα αγγεία και πλήθος οβολών. Μόλις μαθεύτηκε το πράγμα οι αρχές διέταξαν έρευνα και οι περίεργοι κατέφθασαν… Έπρεπε και πάλι ο Θεόκτιστος να φύγει…
Όμως δεν θα πάει μακρυά. Ακριβώς αντίκρυ από το φοβερό σπήλαιο, σ’ένα άλλο σπήλαιο επίμηκες, λίγο βαθύ, σαν ένας εξώστης ανοικτός στα νοτιοδυτικά που κυριαρχούσε στη θάλασσα.
Κτίζει έναν τοίχο με μεγάλες πέτρες για να προστατεύεται από τους ανέμους και την υγρασία, φτιάχνει στέρνα για νερό, λαξεύει στο βράχο μια πεζούλα για κρεββάτι. Κάποτε ομολογούσε ταπεινά ότι άκουγε μέσα στην ησυχία του ερημητηρίου, αντί για τη βοή των ανέμων, τη μουσική αρμονία των Ουρανίων Δυνάμεων.
Εδώ θα μείνει για πέντε χρόνια. Ξεθαρρεύουν οι άνθρωποι, αρχίζουν να ανοίγουν με τα πόδια τους δρόμο μέσα από τα απάτητα εκείνα (επί αιώνες) μέρη… Έρχονται να εξομολογηθούν, να τον συμβουλευθούν, να βρουν παρηγοριά στις θλίψεις τους. Κι όπως πάντα ο Θεόκτιστος, ανοίγει στοργικά την αγκαλιά του και τους δέχεται όλους με απέραντη ευσπλαχνία.
Εδώ θα συμβεί να δουν οι επισκέπτες του ένα φίδι να σέρνεται προς το πόδι του Ερημίτη και ενώ τρομαγμένοι σηκώνουν το ραβδί να το σκοτώσουν, ο Θεόκτιστος τους εμποδίζει φωνάζοντας: «Μη! Αυτοί είναι οι φίλοι μου! Κάθε βράδυ μια ντουζίνα από αυτά έρχονται να κοιμηθούν μαζί μου στη σπηλιά». Και οι άνθρωποι έβλεπαν με τα έντρομα μάτια τους, τη χαμογελαστή και γεμάτη έλεος (για όλη την κτίση) μορφή του Θεοκτίστου, στην προπτωτική κατάσταση του Αδάμ.
Λαϊκοί και Κληρικοί έβρισκαν λιμάνι στον ασκητή του Θεού… Κι εκείνος ήταν τόσο απλός μαζί τους και με βαθειά κατανόηση, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα. Στους διστακτικούς έλεγε χαριτωμένα: «Ελάτε να τα πούμε κι εγώ αμαρτωλός είμαι». Όταν αναχωρούσαν τους κατευόδωνε με απέραντη καλωσύνη και χαρά: «Να πάτε στην Ευχή της Παναγίας και στην Ευλογία του Χριστού».
Όμως είτε από τις αναθυμιάσεις του σπηλαίου, είτε από την υγρασία, προσεβλήθη η όρασή του. Και πάλι ο Θεόκτιστος φυγάς! Κι αυτήν τη φορά όμως θα κάνει τολμηρό άλμα προς την φίλη ησυχία! Στο Πετροκάραβο! Είναι ένα ξερονήσι χωρίς νερό και βλάστηση, αλίμενο, με απότομες ακτές 60 οργιές ύψος.
Παλαιότερα ήταν τόπος ασκητών, όπως μαρτυρούν απομεινάρια από αρχαία κελλιά και Ναΐδριο. Εδώ έρχεται προσκυνητής και συνεχιστής της ηρωϊκής άσκησης. Του λείπει όμως η κράμβη που είχε συνηθίσει σαν βασική τροφή. Όμως ο Θεός οικονομεί για τον δούλο Του.
Από τα θαλασσοπούλια έπεσαν σπόροι και φύτρωσε για πρώτη φορά εκεί η κράμβη, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να φυτρώνει. Στον καιρό μάλιστα του πολέμου, οι άνθρωποι την μάζευαν κι έζησαν μ’αυτήν – την Ευλογία του Οσίου – κατά τη διάρκεια του λιμού.
Στον απροσπέλαστο αυτό βράχο που έμενε, ήταν προφυλαγμένος από επισκέπτες, όχι όμως και από τον δαίμονα.
Στο Πετροκάραβο κατέφευγαν οι πειρατές (γιατί το είχαν κρυσφύγετό τους) και άφηναν εκεί τα κλοπιμαία. Ο Θεόκτιστος τους συμβούλευε να μετανοήσουν.
Η Μονή όμως έκρινε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τον επικίνδυνο αυτό βράχο, που ήταν κλεπταποδοχή. Κι έτσι επανέρχεται στη στεριά, στην Αποκάλυψη, όπου και θα σκάψει με τα χέρια του τον τάφο του για μνήμη θανάτου, αλλά και για την τελευταία του σωματική κατοικία.
Σύντομα θα βγει σε μια απροσπέλαστη βραχώδη ακτή που καταλήγει στο ακρωτήρι Ψαλίδα, αναζητώντας την ποθητή ησυχία.
Ο κόσμος όμως πάντα τον αναζητεί και τον ανακαλύπτει όπου κι αν πάει. Κι εκείνος γέρασε πια για να φεύγει… Η όρασή του σχεδόν έσβησε. Κινδυνεύει να τσακιστεί στα βράχια.
Ο Θεόκτιστος είναι πια γέρων και αδύναμος. Τις νύχτες του χειμώνα τρέμει από το κρύο. Τότε καταφεύγει στα Βραστά, ένα παλιό ασκητήριο που ανήκει στη Μεγάλη Μονή, με κλίμα θερμό, προφυλαγμένο από τους ανέμους και υψηλούς βράχους. Σώζεται μέχρι σήμερα η λεμονιά που φύτεψαν τα άγια και ακούραστα χέρια του Ερημίτη.
Εδώ είναι πλέον τυφλός. Το βήμα του δεν είναι πια σταθερό και το άλλοτε ρωμαλέο κορμί του έχει γείρει. Η Μονή που τον περιέβαλλε πάντα με σεβασμό και αγάπη δεν θα τον αφήσει περισσότερο από έναν χρόνο εδώ.
Τον μεταφέρει για ασφάλεια κάτω στους «Κήπους του Οσίου Πατρός» (του Οσίου Χριστοδούλου) και σύντομα στην Αποκάλυψη, στην παλιά Πατμιάδα.
Στους «Κήπους» υπέφερε από εντερικά. Το ίδιο και εδώ. Γιατρό όμως δεν ήθελε. Είχε τέτοια και τόση Πίστη στον Θεό, που αξιώθηκε να γνωρίζει ότι δεν θα ωφελούσε σε τίποτα να τον δει γιατρός. «Γιατρός είναι ο Κύριος» έλεγε. Τρεις ημέρες πριν από την κοίμησή του, είδε τον Άγγελό του που τον πληροφόρησε: «Ετοιμάσου, σε τρεις ημέρες θα φύγουμε μαζί»!
Όταν τον ρώτησαν «τι είδες;» απάντησε: «Την Μεγάλη Τρίτη θα πεθάνω»! Ως τις τελευταίες του ώρες συμβούλευε: «Να αγαπάτε τον Χριστό. Να διαβάζετε το Ευαγγέλιο. Να έχετε το Νόμο Του σαν Φυλαχτό». Όταν πλησίαζε το τέλος λέει σ’ εκείνον που τον διακονούσε: Δόξα Σοι ο Θεός! Τώρα να μη μου μιλήσεις πλέον».
Ακολούθως απήγγειλε ολόκληρη την Θεία Λειτουργία, αρχίζοντας από την Προσκομιδή. Ήταν Ιερέας; Μάλλον ήταν και το έκρυβε. Ίσως και Επίσκοπος! Όπως Κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων καθημερινά, έτσι και τώρα Μετέλαβε για τελευταία φορά…
Στη δύση του ηλίου της Μεγάλης Τρίτης, την 28η Μαρτίου του 1917, σε ηλικία 87 ετών, έκλινε το κεφάλι και μ’ ένα χαμόγελο που φώτιζε το Ιερό και γλυκό Πνευματικό του πρόσωπο, έφυγε ειρηνικά μαζί με τον Άγγελό του (όπως του το προείπε) για την Αιώνια Πατρίδα, για να συναντήσει τον Κύριο που αγάπησε εξ’ όλης της ψυχής του.
Θρήνος έγινε στο νησί, όταν η είδηση της κοιμήσεώς του διαδόθηκε σαν αστραπή στη Χώρα, στη Σκάλα, στον Κάμπο, στους Ξωμάχους, παντού. Πού θ’ ακουμπούσαν τώρα τον πόνο τους και τα κρίματά τους; Ποιος θα τους στήριζε; Μετά από 42 χρόνια αγάπης, στοργής και σοφίας, έχασαν τον Πατέρα. Δεν ήταν δυνατόν να παρηγορηθούν.
Το σκήνωμά του το εναπέθεσαν στον τάφο που ο ίδιος είχε ετοιμάσει πριν χρόνια στην Αποκάλυψη. Σημάδι της Αγιοσύνης του ήταν το ότι ένιωσαν ξαφνικά, καθώς το κατέβαζαν, να γίνεται εκείνο το ασκητικό αλλά βαρύ σώμα, ελαφρύ σαν ξερό φύλλο!
Στον τάφο του φύτρωσε από μόνο του δεντρολίβανο. Στα τρία χρόνια, στις 19 Απριλίου του 1920, άνοιξαν τον τάφο του για την ανακομιδή. Ουράνια Ευωδιά ξεχύθηκε από τα Χαριτόβρυτα Λείψανά του.
Αυτός ήταν ο Μοναχός Θεόκτιστος, ο Ερημίτης του 20ου αιώνα. «Ο τύπος του Αρχαίου Ερημίτου της Άνω Θηβαΐδος της Αιγύπτου»!
Ας έχουμε την Ευχή του. Αμήν.