Ο Άγιος Αργύριος καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Ζούσε ως υπηρέτης σε κάποιον ράφτη. Ήταν ένας νέος πολύ χαριτωμένος, πολύ ευλαβής, σεμνός στους τρόπους και στολισμένος με ηθικά χαρίσματα.
Κατά τις ημέρες εκείνες κάποιος Χριστιανός από το Σοχό, βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή του πασά της Θεσσαλονίκης για κάποιο έγκλημα που είχε κάνει. Μη έχοντας να πληρώσει τα χρήματα που του ζήτησε ο πασάς, τον απειλούσε ότι θα τον κρεμάσει.
Μπροστά στην απειλή του θανάτου, ο άφρων εκείνος δείλιασε και προκειμένου να αποφύγει το θάνατο εξέφρασε την επιθυμία να τουρκέψει. Το γεγονός αυτό χαροποίησε τους Αγαρηνούς, που αμέσως τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον πήγαν σ’ ένα καφενείο, για να τον συμβουλέψουν!
Παρακολουθώντας τα γενόμενα, ο νεαρός Επανομίτης Αργύριος, θερμάνθηκε η καρδιά του από θείο ζήλο, γέμισε από ενθουσιασμό και όρμησε μέσα στο καφενείο, που βρισκόταν ο αρνησίχριστος και αφού στάθηκε μπροστά στον αρνητή του λέει:
– Αδελφέ, έκανες μεγάλο κακό με το να αρνηθείς τον Χριστό μας. Μπορεί να αποφύγεις τον πρόσκαιρο θάνατο, αλλά να ξέρεις ότι θα παραδώσεις την ψυχή σου στην κόλαση, που είναι θάνατος αιώνιος και ατέλειωτος.
Σύνελθε και μετανόησε, ομολόγησε τον Χριστό και ας σε θανατώσουν. Αξίζει να προσφέρουμε το αίμα μας για τον Χριστό, να πεθάνουμε για την αγάπη Του, γιατί και Εκείνος θυσιάστηκε για τη δική μας αγάπη.
Μόλις άκουσαν οι Τούρκοι αυτά τα Χριστιανικά λόγια, όρμησαν στον Άγιο και άρχισαν να τον δέρνουν άγρια με αλαλαγμούς και βαρβαρικές ιαχές. Θα τον είχαν θανατώσει, αν δεν περνούσε ο λογισμός από το νου τους, ότι ίσως μπορέσουν να τον αλλαξοπιστήσουν.
Η σκέψη αυτή τους έκανε να συγκρατήσουν τα χέρια τους σταματώντας συγχρόνως και το μαρτύριο. Αλλά με γυμνά τα μαχαίρια, με σηκωμένα τα χέρια και έξαλλοι από φανατισμό απευθύνονται στον νεαρό Αργύριο:
– Πες μας ότι τουρκεύεις, διαφορετικά αυτή τη στιγμή σε θανατώνουμε.
– Είμαι Χριστιανός, τους είπε ο Άγιος και δεν αρνιέμαι την πίστη μου, οτιδήποτε και αν μου κάνετε. Δόξα και τιμή μου ο Σταυρός του Χριστού! Επιθυμία μου να πεθάνω για την πίστη και την αγάπη του Χριστού!
Οι Αγαρηνοί με πολλή μανία και αγριότητα οδήγησαν τον Αργυρό στον Κατή καταγγέλλοντάς τον για την πράξη του αυτή. Τον έδειραν αλύπητα, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να τον πιέσουν, ώστε να αρνηθεί την πίστη του και να ομολογήσει τη δική τους θρησκεία.
Βλέποντας όμως ότι άδικα πασχίζουν, σταμάτησαν τα βασανιστήρια και άρχισαν με κολακείες να υπόσχονται δώρα και αξιώματα, ελπίζοντας πως έτσι θα μπορέσουν να τον εξαπατήσουν, ώστε να αλλάξει γνώμη.
Επειδή όμως ούτε με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να πετύχουν τον σκοπό τους, τον έρριξαν στη φυλακή, καταπληγωμένο, προκειμένου να τον ανακρίνουν για δεύτερη φορά.
Ύστερα από δύο ημέρες τον έβγαλαν από τη φυλακή. Βλέποντας ότι και πάλι παραμένει σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του, ζήτησαν από τον Κατή να εκδώσει απόφαση, για να κρεμάσουν τον μάρτυρα.
Ο Κατής όμως δυσκολευόταν να εκδώσει τέτοια απόφαση, γιατί έβλεπε ότι το «έγκλημά του» δεν ήταν για θάνατο, αναγνωρίζοντας ότι ο καθένας πρέπει να είναι ζηλωτής και υπέρμαχος της πίστης του, όπως ακριβώς και ο Αργύριος.
Συγχρόνως παρακίνησε και τους ομοθρήσκους του να μιμηθούν το παράδειγμα του νεαρού Αργυρού και αν θέλουν ας προσπαθήσουν να τον μεταπείσουν. Αυτά είπε ο κριτής. Εκείνοι όμως ταράχθηκαν και εξαγριώθηκαν εναντίον του σαν θηρία, λέγοντας:
– Τί είναι αυτά που λες; Είναι δυνατόν να δικαιώνεις τον εχθρό της πίστης μας; Πώς ανέχεσαι κάποιον να βρίζει και να βλασφημεί την πίστη μας και εσύ να τον επαινείς; Δεν τον κρίνεις, λοιπόν, άξιο θανάτου;
Όλα αυτά, έκαναν τον κατή να φοβηθεί, γι’ αυτό τους είπε:
– Επειδή βλασφήμησε την πίστη μας είναι ένοχος θανάτου και δίνω την άδεια να κρεμαστεί.
Έτσι οι Τούρκοι τον κρέμασαν στον τόπο που λέγεται Καμπάνι, στις 11 Μαΐου 1806, ημέρα Παρασκευή και σε ηλικία περίπου 18 ετών.