«Ο ΘΕΟΣ, ΙΛΑΣΘΗΤΙ ΜΟΙ Τῼ ΑΜΑΡΤΩΛῼ»
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς παρουσιάζει δύο διαφορετικοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀνέβησαν στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ Χριστὸς εἶπε τὴν παραβολὴ αὐτή, γιὰ νὰ τονίσει τὸν τρόπο, ποὺ πρέπει νὰ ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεὸ διά τῆς προσευχῆς μέσῳ τῆς ταπεινώσεως καὶ αὐτομεμψίας.
Ἡ σκηνὴ εἶναι συγκλονιστικὴ καὶ ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τῶν δύο ἀνθρώπων εἶναι ἔντονη. Ὁ ἕνας, Φαρισαῖος, μὲ τὴν ἐπιδεικτικὴ θρησκευτικότητα καὶ τὴν ἀλαζονικὴ εὐσέβεια, ἐμφανίζεται μπροστὰ στὸν Θεὸ ὄχι, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἀπαριθμήσει φωναχτὰ «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» τὶς θρησκευτικές του ἀρετὲς καὶ τὰ καλά του ἔργα, ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως εἶναι ἀξιέπαινα.
Νήστευε δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔδιδε τὴν δεκάτη (1/10) τῶν εἰσοδημάτων του σὲ δωρεὲς καὶ ἐλεημοσύνες.
Ὁ Κύριος δὲν καταδικάζει αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τοῦ Φαρισαίου, ἀλλὰ τὸ κίνητρο αὐτῶν, τὴν ἀπουσία ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, καὶ τὸν ἐγωϊσμό, τὴν αὐτοπροβολή, τὴν αὐτοδικαίωση.
Τὰ τελευταῖα εἶναι, ποὺ καθιστοῦν τὰ καλὰ ἔργα τοῦ Φαρισαίου ἄκαρπα. Εἶναι μία πνευματικὴ παγίδα, ποὺ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ ἀποφύγουμε. Πολλὲς φορὲς ἡ εὐλάβειά μας καὶ ἡ ἐλεημοσύνη δὲν φθάνει στὰ μέτρα τοῦ Φαρισαίου.
Πολλοὶ χριστιανοὶ πλέον δὲν νηστεύουν, ἡ ἐλεημοσύνη τους εἶναι περιορισμένη, καὶ γίνεται μὲ τρόπο ἐπιδεικτικό, γιὰ αὐτοπροβολή, χωρὶς ἀγάπη, προσβλητικὴ γιὰ τὸν ἀποδέκτη τῆς ἐλεημοσύνης.
Ἐπὶ πλέον, ὁ Φαρισαῖος αὐτοδιορίζεται κριτὴς καὶ κατακρίνει τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη. Ἁμάρτημα, στὸ ὁποῖο πολλοὶ χριστιανοὶ πέφτουν, λένε εὔκολα λόγια, κατακρίνουν, καταδικάζουν τὸν ἄλλον, γιατί ἡ καρδιάτους εἶναι γεμάτη ἐγωϊσμὸ καὶ δὲν ἔχει γνήσια ἀγάπη. Ὁ πειρασμὸς τῆς κατακρίσεως καὶ τῆς αὐτοδικαιώσεως προσβάλλει τοὺς χριστιανούς, χωρὶς πολλὲς φορὲς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνονται.
Ὅμως ὁ Κύριος, ὁ «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας τοῦ καθενός. Μὴ θεωροῦμε ὅτι μὲ ὑποκριτικὴ συμπεριφορὰ ἢ ψευδοευσέβεια μποροῦμε νὰ ξεγελάσουμε τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται, δὲν μυκτηρίζεται (Γαλ. στ´7). Ὁ Κύριος εὐλογεῖ τοὺς ταπεινούς: «ὁ Θεὸς ὑπερ ηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν» (Ἰακ. δ´6).
Ὁ τελώνης, μὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του, πλησιάζει τὸν Θεὸ μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως καὶ προσεύχεται νὰ λάβει τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγχώρηση τοῦ Θεοῦ: «ἀλλ᾽ ἔτυπτεν τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων, ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ἐνώπιον τοῦΘεοῦ, μᾶς λέγει ὁ Κύριος, ὁ τελώνης κατέβη δικαιωμένος ἀπὸ τὸν ναό.
Ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ «ὑψοποιὸς ἀρετή», ποὺ μᾶς ἀνυψώνει πνευματικῶς, ὅταν προτιμήσουμε νὰ ταπεινωθοῦμε καὶ νὰ πέσουμε χαμηλά, σύμφωνα μὲ τὰ κριτήρια τοῦ κόσμου, ποὺ θεωρεῖ τὴν ταπείνωση ὡς ἀδυναμία, γιὰ νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ τελώνης δὲν εἶχε τὸν ἐγωϊσμὸ τοῦ Φαρισαίου, ποὺ τὸν ἐμπόδιζε νὰ διακρίνει τὶς ἁμαρτίες του. Ὄντως, γιὰ νὰ κατορθώσει κάποιος νὰ ἀναγνωρίσει τὶς ἁμαρτίες του, ὀφείλει νὰ παραμερίσει τὸν ἐγωϊσμὸ καὶ νὰ δεῖ ξεκάθαρα τὴν ἀσχήμια τῆς ἔσω ἁμαρτίας, νὰ ταπεινωθεῖ, νὰ ἐκζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔπραξε ὁ τελώνης.
Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μὲ πολλὴ σοφία ὅρισε τὴν σημερινὴ περικοπὴ νὰ ἀναγιγνώσκεται μέσα στὴν πνευματικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου, γιὰ νὰ μᾶς τονίσει τὶς θεμελιώδεις ἀρετὲς τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς μετανοίας, προβάλλουσα τὸν ταπεινὸ τελώνη, νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ νὰ βρεθοῦμε δικαιωμένοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Ορθόδοξος Τύπος, 31/01/2014