Ο Άγιος Μάρτυς Βλάσιος καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και γεννήθηκε από πλούσιους και φιλάνθρωπους γονείς. Οι επαγγελματικές ανάγκες της οικογένειάς του τον ανάγκασαν να απομακρυνθεί για λίγο από την Καισάρεια.
Όταν έγινε διωγμός εναντίων των Χριστιανών, οι ειδωλολάτρες τον καταζητούσαν ως Χριστιανό, αλλά δεν τον εύρισκαν. Η μητέρα του, που ποθούσε τη σωτηρία του, του συνέστησε να ακολουθήσει τον δρόμο της φυγής. Αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.
Τόσοι άλλοι μαρτυρούσαν. Γιατί, λοιπόν, αυτός να δραπετεύσει; Έτσι, προσήλθε με προθυμία και παραδόθηκε στους διώκτες του, τους οποίους και φιλοξένησε και περιποιήθηκε σαν να ήταν ευεργέτες του.
Τον συνέλαβαν και αφού τον μαστίγωσαν τον έριξαν μέσα σε κοχλαζόμενο λέβητα, όπου διέμεινε πέντε ημέρες χωρίς να πάθει τίποτα. Η χάρη του Θεού διαφύλαξε τον Άγιο σώο και αβλαβή. Έτσι, πολλοί στρατιώτες, που είδαν το θαύμα, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν από τον Άγιο με το νερό του λέβητα.
Μόλις πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας το γεγονός αυτό, έστειλε εκεί άλλους στρατιώτες να βγάλουν το Άγιο Βλάσιο από τον λέβητα. Όταν όμως και αυτοί έφθασαν εκεί και είδαν το θαύμα, πίστεψαν στον Χριστό.
Έπειτα πήγε εκεί και ο ίδιος ο ηγεμόνας, για να δει τον Άγιο μέσα στον λέβητα με το βρασμένο νερό. Επειδή δε, νόμιζε ότι το νερό είχε κρυώσει, ζήτησε να αντλήσουν από αυτό, για να νίψει τα μάτια του. Μόλις όμως έκανε αυτή την ενέργεια, αμέσως τυφλώθηκε και συγχρόνως ξεψύχησε.
Έτσι, ο Άγιος αφέθηκε ελεύθερος. Αμέσως επισκέφθηκε την οικογένειά του και στη συνέχεια παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό.
Εκείνοι δε που κατά τύχη παρευρίσκονταν εκεί, κατά την τελείωσή του, είδαν τη μακαρία του ψυχή, που βγήκε από το στόμα του, σαν περιστερά λευκή και απαστράπτουσα, και πέταξε στον ουρανό.