Σαράντα χρόνια έγκλειστος
Τον 4ον αιώνα μεταξύ των πολλών Οσίων, που ζούσαν στην έρημο της Θηβαϊδος ήταν και αυτός σπουδαίος για τις αρετές του και τόσον θαυμάσιος άνθρωπος που ξεπέρασε όλους τους άλλους με την αγγελική ζωή του.
Ελέγετο Ιωάννης. Κατοικούσε στα μέρη της Θηβαϊδος, πλησίον της πόλεως Λυκώ. Η πόλις Λυκώ ήταν πόλις της Θηβαϊδος της Άνω Αιγύπτου. Ζούσε επάνω σ’ ένα όρος πολύ υψηλό και ήσυχο. Ήταν πολύ δύσκολο και κοπιαστικό κατά την ανάβαση για εκείνον, που ήθελε να τον συνάντηση.
Ήταν κλεισμένος στο κελί του. Εις αυτό μπήκε, όταν ήταν 40 ετών. Έμεινε έγκλειστος εκεί άλλα τόσα έτη, χωρίς να βγει ποτέ έξω και χωρίς να δεχθεί κανένα μέσα σε αυτό το κελί. Είχε ένα μικρό παραθυράκι, από το οποίο μιλούσε σε οποίον του ζητούσε συμβουλή.
Αλλά και αυτό, όχι πάντοτε, αλλά όταν ήτο ανάγκη να διορθωθεί αυτός ο άνθρωπος και να σωθεί. Από τη θυρίδα αυτή έπαιρνε και λίγη τροφή. Γυναίκα δεν ήθελε ποτέ να δη. Ησύχαζε πάντοτε μόνος, διότι έλεγε, ότι όσο κανείς φεύγει μακριά από τούς ανθρώπους τόσο πλησιάζει προς το Θεό.
Το Προφητικό του χάρισμα
Τόσον ελέπτυνε τον νου του με την θεία ένωση και τόσον καθάρισε την ψυχή του, ώστε αξιώθηκε και προφητικού χαρίσματος. Προέλεγε τα παρόντα, αλλά και τα μέλλοντα να συμβούν με ακρίβεια, ώστε θαύμαζαν και εξεπλήττοντο όλοι.
Πολλοί πήγαιναν και τον ρωτούσαν για τις υποθέοεις των και τούς έδιδε απόκριση, προφητεύοντας τα μέλλοντα να συμβούν, όπως και γινότανε.
Και αυτός ακόμη ο πιστότατος βασιλεύς Θεοδόσιος, όσες φορές ήθελε να πολεμήσει κατά των Περσών ή άλλων,έστελνε άνθρωπο και ρωτούσε τον Όσιο να μάθει τι τέλος θα είχε ο πόλεμος. Και γινότανε, όπως του απαντούσε.
Ταπείνωσις και πάλιν ταπείνωσις
Κάποτε είχε πάει στον Όσιο ο Άγιος Ιερώνυμος μαζί με άλλους έξι συντρόφους του για να ακούσουν τον Όσιο και να ωφεληθούν από αυτόν.
Σας παραθέτω μια διδασκαλία του Οσίου την οποία άκουσε ο Άγιος Ιερώνυμος και την οποία μαζί με τις άλλες διδασκαλίες που άκουσε τις είχε καταγράψει. Ακούσατε ένα παράδειγμα, για να αποφύγετε τον κίνδυνο της υψηλοφροσύνης.
Ήταν ένας μοναχός σ’ αυτή την έρημο, που ησύχαζε και φύλαγε ως τα γηρατειά του την εγκράτεια. Είχε τόση ειρήνη και καθαρότητα συνειδήσεως και τόσον ήτα ευάρετος, που περνούσε στην γη ουράνιον πολιτείαν. Κάθε ώρα σκεπτότανε το Θεό.
Βλέποντας όμως ο Πανάγαθος Θεός τον πολύ ζήλο και την καλή διάθεση, για να τον απαλλάξει από την φροντίδα του σώματος, του έστελνε κάθε μέρα με τον Άγγελο ένα ωραιότατο ψωμί, που μοσχοβολούσε. Τον άφηνε επάνω στο τραπέζι και το εύρισκε μετά την ανάγνωση του Εσπερινού.
Έτρωγε. Προσευχόταν πάλιν και σκεπτόταν πάντοτε τα ουράνια.
Σαν καθαρός και άμεμπτος, που ήτο, είδε πολλές αποκαλύψεις από τον Κύριο. Υπερηφανεύθηκε όμως. Έβαλε στο νου του, ότι ο Θεός, για τις αγαθοεργίες, που έκανε του έδωσε τόσες χάριτες. Τον βαρέθηκε, λοιπόν, ο Θεός και ο ασκητής έπεσε σε ακηδία. Τεμπέλιασε.
Έκαμνε την προσευχή, αλλά όχι με κατάνυξη. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο αμελούσε. Εβίαζε όμως τον εαυτόν του και διάβαζε την Ακολουθία, κατά τη συνήθειά του.
Εύρισκε το ψωμί, όπως πάντοτε στο τραπέζι, αλλά δεν προσπαθούσε να κόψει την αμέλεια, νομίζοντας δα δεν είχε γι’ αυτό κατάκριση. Ύστερα άρχισαν να του έρχονται αισχροί λογισμοί της σαρκός, που τον παρακινούσαν σε αμαρτία.
Την πρώτη μέρα τους πολέμησε δυνατά και αφού έκαμε την προσευχή του βρήκε το ψωμί του, όχι όμως τόσο άσπρο και όμορφο, όπως πρώτα. Αλλά, κάπως μελαχρινό και απόρησε. Έφαγε μεν αλλά με πολλή θλίψη στη συνείδηση του. Γνώριζε, ότι αυτός ήταν η αιτία.
Την τρίτη ημέρα πλήθυναν τόσον οι αισχροί λογισμοί, που εφαίνετο, ότι κρατούσε στην αγκαλιά του γυναίκα και αμάρτανε.
Εις αυτόν τον αισχρό λογισμό βρισκόταν όλη την ημέρα. Την επαύριο μετά την ανάγνωση του εσπερινού μπαίνοντας στο σπήλαιο, βλέπει το ψωμί στο τραπέζι ξηρό, μουχλιασμένο και άσχημο. Όταν το είδε έκλαψε, όχι όμως τόσο, όσον έπρεπε, για να εξαλείψει την αμαρτία του.
Πλην έφαγε το ψωμί όπως μπόρεσε. Έπειτα του ήλθαν τόσοι λογισμοί, που τον νίκησαν τον ταλαίπωρο και ξεκίνησε να υπάγει εις τον κόσμο, χωρίς να σκεφθεί να φωνάξει με δάκρυα στον Κύριο να τον σπλαγχνισθεί. Νόμιζε πως δεν τον συγχωρεί.
Δεν έκαμνε ούτε την προσευχή του. Περιπατούσε όλην την νύχτα σαν τρελός. Τα ξημερώματα έφθασε σε ένα Μοναστήρι. Κατέφυγε εκεί για να ξεκουραστεί λίγο και να φάγει κάτι.
Οι Μοναχοί, γνωρίζοντας το όνομά του και τη φήμη του, τον σεβάστηκαν και έπεσαν στα πόδια του, ζητώντας την ευλογία του. Έπειτα τον περιποιήθηκαν, τον φίλεψαν, και τον παρεκάλεσαν ως ενάρετος να τους διδάξει, πως να πορεύονται για να σωθούν.
Εκείνος για να μη τους λυπήσει, άρχισε να τους διδάσκει, πως να γνωρίζουν τις κακουργίες και τις πανουργίες του διαβόλου. Καθώς τους μιλούσε, τον εκέντα η συνείδησίς του μέσα του και του έλεγε:
Ταλαίπωρε, πως διδάσκεις τους άλλους, αφού συ δεν διορθώνεις τον εαυτόν σου;
Καθώς διαλαγίζετο αυτά κατανύχθηκε τη συνεργεία του Θεού, γνώρισε την πλάνη του δαίμονος και επέστρεψε στο κελί του. Έπεσε κατά γης μέσα στο σπήλαιο και φώναζε με θερμά δάκρυα.
Εάν δεν με βοηθούσες Θεέ μου, θα πήγαινε η ψυχή μου στην Κόλαση να βασανίζομαι ατελεύτητα.
Προσευχόταν με θερμά δάκρυα και έμεινε έως τέλος της ζωής του σε εκείνην την μετάνοια. Η τροφή του όμως δεν του ήρχετο άνωθεν, όπως άλλοτε.
Κοπίαζε με τον ιδρώτα του προσώπου του, για να βγάζει το ψωμί του. Ενθυμούμενος τώρα την προτέρα μακαριότητα, έκλαιεν και ωδύρετο περισσότερο.
Τόση δε κατάνυξις του ερχόταν, όταν ήθελε να φάγη το γήϊνο εκείνο ψωμί, ενθυμούμενος το ουράνιο, ώστε τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα ασταμάτητα. Αφού, λοιπόν, έκαμε αρκετό καιρό κλεισμένος στο σπήλαιο κλαίγοντας, ήλθε Άγγελος Κυρίου και του λέγει:
-Εδέχθη ο Θεός την μετάνοιά σου και σου συγχώρησε το αμάρτημα. Λοιπόν, να προσέχεις μη σου έλθει πλέον λογισμός υπερηφανείας στο νου σου. Και να σου δείξω, ότι οι λόγοι μου έγιναν αληθείς, μάθε ότι την δείνα ημέρα έρχονται μερικοί αδελφοί από το Μοναστήρι, όπου δίδαξες να σου φέρουν τροφές.
Φάγε, ευχαριστώντας τον Θεό. Ούτως τελείωσε ο ασκητής αυτός με πολλή μετάνοια.
Αυτά τα παραδείγματα σας τα είπα, αδελφοί, είπε ο Όσιος Ιωάννης για να καταλάβετε, ότι η ταπείνωση στερεώνει και η υπερηφάνεια εξολοθρεύει τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό και ο Κύριος μακάρισε τους ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι.
Φυλάγεσθε, λοιπόν, από τις ενέδρας των δαιμόνων και τις πανουργίες των. Όταν αυτοί σας βάλουν τις σκέψεις, ότι είσθε καλοί ή και οι άνθρωποι σας επαινέσουν με λόγια, τότε να θυμάστε τις αμαρτίες σας και να ταπεινώνεσθε μάλιστα.
Προφητεύει την λύτρωση της Εκκλησίας από την πλάνη του Τυράννου
Αυτά και άλλα ωφέλιμα στην ψυχή μας έλεγε ο μακάριος Ιωάννης τρεις ημέρες αφηγείται ο Άγιος Ιερώνυμος.
Τέλος πήραμε συγχώρηση για να φύγαμε. Μας ευχήθηκε λέγοντας: Υπάγετε εις ειρήνη, τέκνα μου. Μάθετε ότι σήμερα ήλθε μήνυμα εις την Αλεξάνδρεια, ότι ο βασιλεύς Θεοδόσιος νίκησε τον τύραννο Ευγένιο.
Αυτός σε λίγες ημέρες θα αποθάνει και έτσι θα λυτρωθεί η Εκκλησία από την πλάνην του τυράννου, και θα βρει ανακούφιση.
Όταν κατόπιν ημείς φθάσαμε στην Αλεξάνδρεια βρήκαμε αληθινά, όσα μας είπε ο Όσιος. Μετά τινας ημέρας ακούσαμε, ότι ο Όσιος Ιωάννης, εκοιμήθη, πλήρης ημερών.
Έλεγαν δε οι μαθητές του, ότι γνώρισε από πριν τον θάνατον του, και έμεινε τρεις ημέρες προσευχόμενος. Έτσι παρέδωκε ο Όσιος Ιωάννης, την μακαρία ψυχήν του εις τας χείρας του Θεού.
Στίχος
Tον εν Λυκώ δε πού Iωάννην θέμις, Tάττειν ότι μη, ώδ’ Iωάννη άμα;