O Όσιος Νικόλαος ο Ομολογητής γεννήθηκε στη Κυδωνία της Κρήτης το 792 μ.Χ. και εκεί διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα.
Σε νεαρή ηλικία οι γονείς του τον έστειλαν στη Κωνσταντινούπολη στο θείο του Θεοφάνη, που ήταν μοναχός στη περιώνυμη Μονή του Στουδίου, όπου και έγινε και αυτός μοναχός.
Στην ησυχία της Μονής, ο Νικόλαος είχε την ευκαιρία να λάβει μεγάλη θεολογική και φιλολογική παιδεία και να αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους ταχυγράφους της εποχής του.
Την περίοδο της εικονομαχίας, η Μονή Στουδίου και οι μοναχοί της, υπέστησαν μεγάλες διώξεις για την προσήλωσή τους στον αγώνα υπέρ των αγίων εικόνων. Την ίδια βέβαια τύχη είχε και ο Νικόλαος, γι’ αυτό και επονομάσθηκε Ομολογητής.
Με τη λήξη της εικονομαχίας (847 μ.Χ.), ο Νικόλαος εξελέγη ηγούμενος της Μονής. Λίγο αργότερα, το 850 μ.Χ., παραιτείται και το 859 μ.Χ. ίδρυσε το μοναστήρι του Κονορωβίου βοηθούμενος από κάποιον πλούσιο και ευσεβή που ονομαζόταν Σαμουήλ.
Αλλά και από εδώ τον παρέσυραν οι εκκλησιαστικές έριδες μεταξύ των οπαδών των Πατριαρχών Ιγνατίου και Φωτίου.
Μετέβη λοιπόν, από εδώ στην Προικόνησο, μετά στην Μυτιλήνη και στη συνέχεια στο Εξαμίλι της Θρακικής Χερσονήσου, απ’ όπου οδηγήθηκε με συνοδεία φρουράς, το έτος 866 μ.Χ., ως αιχμάλωτος κατά κάποιο τρόπο, στη μονή Στουδίου.
Το επόμενο έτος ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α’ (867 – 886 μ.Χ.) και ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, κατά την δεύτερη πατριαρχεία του (867 – 877 μ.Χ.), προσέφεραν στον πολυπαθή Όσιο την ηγουμενία της μονής Στουδίου. Εκείνος, λυπούμενος για την ακαταστασία της εποχής, αρνήθηκε.
Ο όσιος Νικόλαος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 4 Φεβρουαρίου του 868 μ.Χ. και το τίμιο λείψανό του κατατέθηκε κοντά στα ιερά σκηνώματα των ενδόξων Στουδιτών Ναυκρατίου και Θεοδώρου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κυδωνίας, καὶ ὑπόδειγμα, ὁσίου βίου, ἀνεδείχθης Στουδῖτα Νικόλαε· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, ὀμολογίας ἀγῶσι διέπρεψας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐκ Κυδωνίας ὡς φωστὴρ λαμπρὸς ἀνέτειλας Καὶ Ἐκκλησίας καταυγάζεις τὰ πληρώματα Τῇ στερρᾷ ὁμολογίᾳ σου Θεοφόρε. Τῆς Εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν προσκύνησιν Τοῖς ἀγῶσί σου καὶ πόνοις κατετράνωσας. Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Νικόλε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Κυδωνίας θεῖος βλαστὸς, καὶ Μονῆς Στουδίου, τύπος ἔμπνους πρὸς ἀρετήν· τῆς ὁμολογίας, τὸ θεῖον χαῖρε στόμα, Νικόλαε παμμάκαρ, Κρητῶν ἀγλάϊσμα.