Ο Όσιος Ζήνων καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ήταν γιος πλουσίων και ευγενών γονέων. Επί βασιλέως Ουάλη (364 – 374 μ.Χ.) έκανε χρέη διακοσμητή των γραμμάτων του.
Ο αυτοκράτορας Ουάλης υποστήριζε τους αιρετικούς Αρειανούς, και είναι εκείνος ο οποίος προσπάθησε να πιέσει δια του έπαρχου Μοδεστού τον Μέγα Βασίλειο, αναγκάστηκε όμως να υποχωρήσει από την σθεναρή στάση του Αγίου Ιεράρχου.
Ο Άγιος Ζήνων, μολονότι ζούσε σε τέτοια ατμόσφαιρα, διατήρησε ακέραιο το Ορθόδοξο φρόνημά του.
Όταν πέθανε ο Ουάλης, αμέσως ο Ζήνων έριξε τη στρατιωτική ζώνη και αφού βρήκε ένα μεγάλο τάφο (πολλούς τέτοιους τάφους είχε το βουνό της Αντιοχείας) μπήκε μέσα σ’ αυτόν και καθάριζε την ψυχή του με αυστηρότατη άσκηση.
Το στρώμα του ήταν μια στοίβα από χορτάρια πάνω σε πέτρες. Ήταν ντυμένος με ένα τριμμένο ράσο· η τροφή του ήταν λίγο ψωμί, που του έφερνε κάθε δύο μέρες κάποιος φίλος του και το νερό το έφερνε από πολύ μακριά ο ίδιος.
Έτσι πήρε πολλή χάρη από τον Θεό. Γι’ αυτό, λέγεται, όταν επέδραμαν στον τόπο εκείνο οι Ίσαυροι και σκότωναν πολλούς ασκητές, ο Ζήνων με την προσευχή του τους τύφλωσε, με αποτέλεσμα αυτοί να μη βλέπουν την πόρτα του κελιού του.
Έτσι άγια αφού έζησε ο Ζήνων, σε βαθιά γεράματα παρέδωσε τη δίκαια ψυχή του στον Θεό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, λαβὼν τὴν χάριν, δι’ ἀσκήσεως, ἀγίας Πάτερ, ζωῆς θείας ὑπεμφαίνεις τὰς χάριτας· καὶ τοῦ Σωτῆρος θεράπων γενόμενος, τῆς παρ’ αὐτοῦ ἠξιώθης λαμπρότητος. Ζήνων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ἀγῶνάς σου θεοφόρε, ἡ ἐν οὐρανοῖς, ἐδέξατο εὐφροσύνη, καὶ Ἀγγέλων συνήφθης, τοῖς στρατεύμασιν Ὅσιε, θείας δόξης ἀξιούμενος, καὶ πρεσβεύων τῷ Παντάνακτι, ὑπὲρ πάντων τῶν βοώντων σοι· χαίροις ὦ Ζήνων σοφέ, τῶν ἀσκητῶν καλλονή.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις θεοφόρε Ζήνων σοφέ, ἀρετῶν ὁσίων, ὑποτύπωσις ἀληθής· χαίροις τῶν τελούντων, τὴν μνήμην σου τὴν θείαν, προστάτης καὶ μεσίτης, πρὸς τὸν Θεὸν ἡμῶν.