Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ἰωάννης καὶ Νικόλαος κατάγονταν ἀπὸ τὶς Σπέτσες καὶ μαρτήρησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ στὴ Χῖο, τὸ ἔτος 1822 μ.Χ. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δύο πρῶτοι, ὁ Σταμάτιος καὶ ὁ Ἰωάννης, ἤσαν ἀδελφοί. Ὁ πατέρας τοὺς ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης καὶ ἡ μητέρα τοὺς Ἀνέζω.
Κατὰ τὸ ἔτος 1822 μ.Χ. οἱ Ἅγιοι ξεκίνησαν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ ἄλλους πέντε ναυτικούς, ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὸ ἐμπόριο, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ὁ συναθλητὴς αὐτῶν Νικόλαος. Ἡ σφοδρὴ θαλασσοταραχὴ τοὺς ἀνάγκασε νὰ προσαράξουν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χῖο, σὲ παραλία τῆς Μικρασιατικῆς γῆς ποὺ ὀνομαζόταν Τσεσμέ. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν στὴν ξηρά,
φοβούμενοι τοὺς Τούρκους, ἐμπιστεύτηκαν τὴν ζωὴ τους σὲ κάποιον Χριστιανό, τὸν ὁποῖο παρακάλεσαν νὰ μεριμνήσει, δίδοντάς του ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἐξεύρεση ὑλικῶν, προκειμένου νὰ ἐπισκευάσουν τὰ χαλασμένο πλοιάριό τους. Ὅμως αὐτὸς τοὺς πρόδωσε στὸν ἀγᾶ καὶ ὁδήγησε ἐναντίων τους, τοὺς Τούρκους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τοὺς κατεδίωξαν. Ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ οἱ δύο φονεύθηκαν, ἄλλοι δὲ δύο ἔφυγαν διὰ θαλάσσης. Οἱ Ὀθωμανοί, ἐξαγριωμένοι, συνέλαβαν τοὺς δύο ἀδελφούς, Σταμάτιο καὶ Ἰωάννη καὶ τὸν γέροντα πλοίαρχο Νικόλαο. Ὁ πασᾶς, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φυλακίσουν τοὺς δύο ἀδελφοὺς καὶ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸ Νικόλαο στὴν ἐκτὸς τοῦ κάστρου πεδιάδα.
Οἱ Τοῦρκοι προέτρεπαν τὸ Νικόλαο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ γλυτώσει τὸν θάνατο καὶ νὰ κερδίσει τὴν ζωή, ἐκεῖνος ὅμως ἀπάντησε μὲ θάρρος ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστη του. Ἔτσι, ὀμολογώντας τὸν Χριστό, δέχθηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ αὐτοῦ.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ ἐξισλαμίσουν καὶ τοὺς δύο ἀδελφούς. Παρὰ τὶς μεθοδικὲς καὶ ἐπίμονες προσπάθειες αὐτῶν, ἐπὶ ἑπτὰ συνεχεῖς ἡμέρες, δὲν κατάφεραν τίποτε. Οἱ Μάρτυρες βρῆκαν τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπέστειλαν κρυφὰ ἔγγραφη τὴν ἐξομολόγησή τους πρὸς τὸν Μητροπολίτη Χίου, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔδωσε τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ προχωρήσουν πρὸς τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία. Κοινωνήσαντες δὲ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τῶν ὁποίων τὴν ἀποστολὴ οἰκονόμησε ὁ Ἐπίσκοπος διὰ γυναικὸς, ἦσαν ἕτοιμοι γιὰ τὴν μεγάλη θυσία. Προσαχθέντες ἐνώπιον τοῦ πασᾶ, διεκήρυξαν καὶ πάλι τὴν ἀκλόνητη πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ πορευόμενοι πρὸς τὸ μαρτύριο φώναξαν πρὸς τὸ πλῆθος: «Χριστιανοὶ εἴμεθα, γιὰ τὸν Χριστὸ πηγαίνουμε στὸν θάνατο».
Ἔτσι δέχθηκαν τοὺς στέφανους τοῦ μαρτυρίου, ἀποκεφαλισθέντες, ὁ μὲν νεομάρτυρας Σταμάτιος σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν, ὁ δὲ νεομάρτυρας Ἰωάννης σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νομίμως ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παμμάκαρ Σταμάτιε, σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, αὐτάδελφοι ἔνδοξοι, σύναθλον δὲ ἐν πᾶσι, τὸν Νικόλαον σχόντες, δόξης τῆς τῶν Μαρτύρων, ἠξιώθητε ἅμα, πρεσβεύοντες τῇ Τριάδι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετςῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα.