Ὁ μάρτυρας Ἀγαθόνικος ἦταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια, καὶ τὸν συνέλαβε ὁ κόμης Εὐτόλμιος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν περιοδεία του στὸν Πόντο, ὅπου εἶχε πάει γιὰ νὰ καταδιώξει χριστιανούς, στὴν Κάρπη βρῆκε τὸν Ζωτικό, ποὺ τὸν θανάτωσε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του.
Ἐκεῖ ἔμαθε ὅτι ὁ πρίγκιπας τῆς πόλης ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ κάποιο Ἀγαθόνικο. Τότε, συνέλαβε τὸν πρίγκιπα καὶ τὸν Ἀγαθόνικο, καὶ ἀφοῦ τοὺς τιμώρησε μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανούς, κατόπιν ὅλους μαζὶ τοὺς ὁδήγησε στὸν βασιλιά, ποὺ βρισκόταν στὴ Θρᾴκη.
Ἀλλὰ στὸ δρόμο, κοντὰ σὲ ἕνα χωριὸ ὀνομαζόμενο Ποταμός, σκότωσε τοὺς Ζήνωνα, Θεοπρέπιο, Ἀκίνδυνο καὶ Σεβηριανό, διότι ἀπὸ τὶς πολλὲς πληγὲς ποὺ εἶχαν στὰ πόδια τους, δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ βαδίσουν.
Ὅταν ἔφθασε στὸ χωριὸ Ἄμμους κοντὰ στὴ Σιλυβρία, μὲ βασιλικὴ διαταγὴ ἀποκεφάλισε, ἔτσι ὅπως τοὺς εἶχε δεμένους, τὸν Ἀγαθόνικο, τὸν πρίγκιπα καὶ τοὺς ἄλλους χριστιανούς.
Ἔτσι, ὅλοι ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου, τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄξια θὰ συναριθμηθοῦν μ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶναι «γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου». Δηλαδή, μὲ αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς αἰώνιας ζωῆς τοῦ Ἀρνίου, δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Νίκης τρόπαιον, κατὰ τῆς πλάνης, Ἀγαθόνικε, λαμπρὸν ἐγείρας, τῶν ἀφθάρτων ἀγαθῶν κατηξίωσαι· τοῦ γὰρ Δεσπότου ζηλώσας τὸν θάνατον, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ὤφθης μέτοχος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς ἀγγελικός.
Τὴν κλῆσιν ἀγαθήν, κεκτημένος θεόφρον, ἀνδρῶν τῶν πονηρῶν, ἀπεστράφης τὸ σέβας, μὴ πτήξας τὰ βάσανα, Ἀγαθόνικε ἔνδοξε· ὅθεν γέγονας, τῶν ἀγαθῶν κληρονόμος, καὶ ἀπέλαβες, σὺν τοῖς συνάθλοις ἀξίως, τὸν ἄφθαρτον στέφανον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἈγαθόνικεἈθλητά, ὁ κληρονομήσας, τὰ οὐράνια ἀγαθά· ἐν οἷς συγχορεύων, σὺν τοῖς συναθληταῖς σου, μὴ παύσῃ μνημονεύων, τῶν εὐφημούντων σε.