Ο Όσιος Αβραάμης έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (395 – 408 μ.Χ.). Καταγόταν από την πόλη Κύρρο της Συρίας και ανατράφηκε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου.
Όταν έμαθε ότι σε κάποιο χωριό του Λιβάνου οι κάτοικοι ήταν όλοι ειδωλολάτρες, μετέβη εκεί και με τη διδασκαλία, την αγία βιοτή του και τη φιλανθρωπική του δράση, αφού πλήρωσε ο ίδιος τους φόρους στους εισπράκτορες που πίεζαν τον λαό, προσείλκυσε στη χριστιανική πίστη πολλούς εθνικούς.
Οι Χριστιανοί έκτισαν ναό στο χωριό τους και είχαν τον Άγιο ως ιερέα τους.
Ο Όσιος Αβραάμης, μετά από τριετή δράση, επέστρεψε στο κελί του και από εκεί μετέβη στην πόλη των Καρρών της Παλαιστίνης, στην οποία έγινε Επίσκοπος αγωνιζόμενος να οδηγήσει στην αληθινή πίστη τους ειδωλολάτρες κατοίκους αυτής.
Η φήμη της αγιότητας και της αποστολικής δράσεως αυτού έφθασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη, ο δε αυτοκράτορας Θεοδόσιος, που επιθυμούσε να τον δει προσωπικά, τον κάλεσε στην Βασιλεύουσα.
Εκεί ο Όσιος κοιμήθηκε ειρηνικά. Το τίμιο λείψανό του, κατά βασιλική προσταγή, το προέπεμψαν με μεγάλες τιμές στην πόλη των Καρρών, όπου και ενταφιάσθηκε.
Τον βίο του έγραψε ο Κύρου Θεοδώρητος.