Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
Πριν από 45 έτη εκοιμήθη στο νοσοκομείο λοιμωδών νόσων στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω Αθηνών ένας λεπρός. Ήταν πολλά έτη ταλαιπωρούμενος από τη φοβερή ασθένεια, που τον παραμόρφωσε, τον τύφλωσε και τον παρέλυσε.
Υπέμεινε αγόγγυστα, δοξολογικά και ευχάριστα την ανίατη αυτή ασθένεια. Ο Άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής λέγει: «Ο υπομείνας χρόνιον ασθένειαν αγογγύστως, ως μάρτυς παραλειφθήσεται». Πρόκειται για τον οσιωθέντα και όντως λαμπρό της καρτερίας αθλητή Νικηφόρο.
Γεννήθηκε, ο κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, στο χωριό Σηρικάρι Χανίων Κρήτης το 1890 από ευσεβέστατους γονείς.
Μικρός ορφάνεψε, έμαθε λίγα γράμματα, μπήκε νωρίς στη δουλειά και στα βάσανα της ασθένειας. Από τα Χανιά έφτασε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, προσπαθώντας να κρύψει όσο μπορούσε την ασθένειά του.
Μετά έτη, καθώς τα σημάδια της νόσου φούντωναν, και κατόπιν συστάσεων πήγε στη μυροβόλο Χίο. Εκεί τον υποδέχθηκε ο Άγιος Άνθιμος Βαγιάνος και τον τοποθέτησε στο λεπροκομείο. Εκεί τον έκειρε μοναχό το 1916.
Ζούσε με υπομονή, υπακοή προσευχή και άσκηση. Ο π. Νικηφόρος κατέγραψε πολλά θαύματα του Γέροντός του Αγίου Ανθίμου, καθώς και τα περί του προορατικού του χαρίσματος. Η ζωή στο λεπροκομείο ήταν πάντοτε ήσυχη, αθόρυβη, ατάραχη, ειρηνική.
Το 1957 έκλεισε το λεπροκομείο της Χίου και μεταφέρθηκε στων Αθηνών. Ο Άγιος Άνθιμος σύστησε τον π. Νικηφόρο στον εκεί νοσηλευόμενο ενάρετο ιερέα π. Ευμένιο Σαριδάκη, ο οποίος του συμπαραστάθηκε με πολλή αγάπη.
Ο π. Νικηφόρος ήταν πολύ διαφορετικός ασθενής. Δίχως παραξενιές, κακομοιριές και απαιτήσεις.
Πολλοί πήγαιναν να τον παρηγορήσουν και παρηγορούνταν οι ίδιοι. Οι συνασθενείς του λάβαιναν δύναμη και κουράγιο. Ο ίδιος λάβαινε δύναμη από την προσευχή.
Τα μυστικά της του τα είχε διδάξει ο Άγιος Άνθιμος, που κι εκείνος τα έμαθε από τον Γέροντα Παχώμιο της Χίου, που είχε μαθητή του και τον Άγιο Νεκτάριο Πενταπόλεως.
Ο π. Νικηφόρος με τη σειρά του δίδαξε τη δύναμη της προσευχής στον π. Ευμένιο. Την ευχή του Ιησού δίδασκε και στους επισκέπτες του.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 4 Ιανουαρίου 1964. Κηδεύθηκε στον ιερό ναό των Αγίων Αναργύρων κι ετάφη στο εκεί κοιμητήριο. Κατά την ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του πολύαθλου αυτού νέου Ιώβ, τα οστά ευωδίασαν.
Ο πένης, ο αφανής, ο λεπρός, ο τυφλός, ο σχεδόν παράλυτος Νικηφόρος δικαιολογημένα εωδίασε. Δεν τον μελαγχόλησε ποτέ η ασθένεια και δεν τον έκαμψαν τα μύρια βάσανα. Μάλιστα, πολλοί μιλούν για το διορατικό του χάρισμα.
Η ειρήνη και η αγάπη χαρακτήριζαν το βίο του, λέγουν όσοι τον γνώρισαν. Οι μαρτυρίες πολλών είναι θαυμαστές, περιγράφοντας την κρυφή του οσιότητα και τη Θεία Χάρη που σκήνωσε πάνω του. Ήταν, αλήθεια, μια χαριτωμένη ψυχή, που είχε δοθεί όλη στον Κύριο.
Πολλοί μαρτυρούν και πολλά θαύματα του μακαρίου π. Νικηφόρου.
Ευχαριστούμε θερμά τον μοναχό Σίμωνα που συγκέντρωσε τα στοιχεία αυτά του βίου του σ’ ένα βιβλίο με τρεις εκδόσεις και τον τίτλο «Νικηφόρος ο λεπρός, της καρτερίας αθλητής λαμπρός». Ας πρεσβεύει για όλους τους πονεμένους.
Ας δέεται για όλους τους ανίατα ασθενείς. Να βρουν μέσα από την ασθένεια του σώματος την υγεία της ψυχής τους, όπως κατόρθωσε ο ίδιος, ο τρισόλβιος.