Οι Όσιοι Θαλάσσιος και Λιμναίος αναφέρονται από τον Θεοδώρητο Κύρου και στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Όσιος Θαλάσσιος είχε ασκητήριο επάνω σ’ ένα μικρό βουνό ενός χωρίου της Κύρου που ονομαζόταν Tιλλίμας. Εκεί προσευχόταν, μελετούσε και καλλιεργούσε ένα μικρό, εύφορο αγροτεμάχιο. Επίσης, κατέβαινε στα κοντινά χωριά και δίδασκε το λόγο του Θεού.
Ο Λιμναίος, νεώτερος από το Θαλάσσιο, όταν άκουσε γι’ αυτόν, ήλθε κοντά του και πήρε από τον καλό αυτό διδάσκαλο υπόδειγμα γνήσιας και αληθινής μοναχικής ζωής. Μετά την κοίμηση του Οσίου Θαλασσίου κατέφυγε στον Όσιο Μάρωνα (τιμάται 14 Φεβρουαρίου), του οποίου τον βίο μιμήθηκε.
Ανέβηκε στην κορυφή του όρους που ήταν κοντά στην πόλη Ταργάλα και περιέφραξε με ξερόλιθους ένα τόπο μέσα στον οποίο διέμενε ασκητικά, άστεγος, επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια, εκτεθειμένος στο ψύχος και στον καύσωνα. Ο Άγιος Θεός τον αξίωσε του χαρίσματος της θαυματουργίας.
Όμως, η μεγαλύτερη δόξα του Λιμναίου είναι η εργασία που κατέβαλε για τους τυφλούς. Έκτισε κοντά στο κελί του και άλλα κελλιά, που ανέδειξε άσυλα για τυφλούς. Και δεν τους έδινε μόνο στέγη, αλλά και τροφή από τις ελεημοσύνες που του έκαναν ευσεβείς χριστιανοί.
Ακόμα, φρόντιζε και για τις ψυχές τους. «Τι σημαίνει, έλεγε, να φροντίζουμε μόνο για τα σώματα των δυστυχών; Περιορίζοντας ως εδώ τη φιλανθρωπία, είναι σαν να την κάνουμε απέναντι σε ζώα.
Το σπουδαίο είναι να συμπληρώσουμε το καλό φροντίζοντας και για το φωτισμό του πνεύματος». Έτσι, οι προστατευόμενοι του τυφλοί ήταν ευτυχείς. Διότι, αν και δεν είχαν σωματικά μάτια, έπαιρναν όμως πνευματικά και απολάμβαναν το φως το αληθινό του Χριστού.
Άλλωστε, Αυτός «ἢν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ευαγγέλιο Ιωάννου, α’ 9). Δηλαδή ο Κύριος ήταν πάντοτε το τέλειο φως, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο.
Ο όσιος Λιμναίος πέθανε θρηνούμενος από τα τυφλά τέκνα του, που αποτέλεσαν τη μεγάλη μέριμνα και στοργή της ζωής του.