Ο Άγιος Παύλος και η Αγία Ιουλιανή ήταν αδέλφια μεταξύ τους, και έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270 – 275 μ.Χ.).
Οι γονείς των τους ανέθρεψαν με όλη τη ζωή της χριστιανικής πίστης, ικανούς δηλαδή όχι μόνο για να πιστεύουν και να στολίζονται από τη χρηστότητα της ζωής, αλλά και για να φέρουν επ’ ώμου το σταυρό τους, και να είναι έτοιμοι και πρόθυμοι για όλες τις θυσίες της κατά Χριστόν αυταπάρνησης.
Και όταν ο πατέρας και η μητέρα τους έφυγαν απ’ αυτή τη ζωή, ο Παύλος και η Ιουλιανή έμειναν στο θεοχάρακτο δρόμο τους. Ο Παύλος διέπρεπε μεταξύ των νέων, στους όποιους πολλές φορές γινόταν δάσκαλος με τις φωτεινές γνώσεις του και με την καθαρή ζωή του.
Το ίδιο βέβαια και η Ιουλιανή μεταξύ των νεαρών κοριτσιών. Έτσι, αδελφός και αδελφή έγιναν από τα λαμπρότερα σεμνώματα της χριστιανικής Εκκλησίας στην Πτολεμαΐδα. Αυτό όμως, προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών και κατήγγειλαν τα δύο αδέλφια στον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, όταν κάποτε αυτός πέρασε από την πόλη τους.
Ο Αυρηλιανός, μη μπορώντας και αυτός να κλονίσει την πίστη τους, διέταξε να βασανιστούν σκληρά. Και ενώ οι δήμιοι, Στρατόνικος, Κοδράτος και Ακάκιος, τους βασάνιζαν, θαύμασαν την ψυχική τους ανδρεία, ομολόγησαν τον Χριστό και αποκεφαλίστηκαν επί τόπου.
Τέλος, οι νέοι δήμιοι, αφού έκαψαν τις σάρκες τους με αναμμένες λαμπάδες και είδαν ότι και πάλι τα δύο αδέλφια έμεναν αμετακίνητα στην πίστη τους, τους αποκεφάλισαν.
Η μνήμη των Αγίων επαναλαμβάνεται και στις 17 Αυγούστου.