Γιορτάζουμε σήμερα και τιμούμε τους Τρεις Ιεράρχες ως Χριστιανοί, ως Έλληνες, ως δάσκαλοι και ως γονείς μαθητών.
Ως Χριστιανοί, γιατί καθάρισαν και στερέωσαν τη Χριστιανική ορθόδοξη πίστη.
Ως Έλληνες, γιατί διέγνωσαν τη μεγάλη πολιτιστική αξία του κλασσικού αρχαιοελληνικού μας πολιτισμού και διέδωσαν τα ελληνικά γράμματα.
Τιμούμε ακόμα τους Τρεις Ιεράρχες εμείς οι δάσκαλοι ως λαμπρούς παιδαγωγούς. Η διδασκαλία τους και τα συγγράμματά τους για την ορθή αγωγή και ανατροφή των νέων ούτε σήμερα, αλλά ούτε και στο μέλλον θα πάψουν να έχουν μεγάλη παιδαγωγική αξία.
Αλλά περισσότερο από τα λόγια και τα γραπτά τους στέκουν ανάμεσά μας παιδαγωγοί άφταστοι με το παράδειγμα της πράξης και της ζωής τους. Μιας ζωής γεμάτης αγώνες για το καλό, για το υψηλό, για το σεβασμό προς το υπέρτατο Ον.
Αλλά ας γνωρίσουμε καλύτερα αυτές τις θεϊκές και σπάνιες μορφές που μπόρεσαν να δώσουν τόσα πολλά, αυτούς τους φωτισμένους, θεόπνευστους άνδρες.
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε περίπου το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η γιαγιά του και η μητέρα του ανέλαβαν να πλάσουν την ψυχή του μικρού Βασιλείου. Του έδωσαν λοιπόν την αγάπη για το Θεό και τους ανθρώπους.
Έτσι ριζώθηκαν βαθιά στην ψυχή του τα ανώτερα και αγνά ιδανικά. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στο Βυζάντιο και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Όταν γύρισε στον Πόντο διακρίθηκε ως ρήτορας. Έκανε μεγάλη εντύπωση τους ακροατές του η μεγάλη του μόρφωση, η πλούσια πείρα του και η θεία πνοή των λόγων του.
Την τεράστια περιουσία του τη μοίρασε στους φτωχούς και ίδρυσε τη Βασιλειάδα, μια μεγάλη έκταση με πτωχοκομεία, γηροκομεία, νοσοκομεία και πολλά άλλα. Τα πάντα τα έδινε στους άλλους, ενώ για τον εαυτό του αρκούσε μόνο ένα απλό ράσο και ένα ζευγάρι παπούτσια, πράγματα που μαζί με λίγα βιβλία αποτελούσαν όλη την περιουσία του.
Το σθένος του και η τόλμη του μπροστά στους ισχυρούς, υπήρξαν υποδειγματικά.
Δε δίστασε ούτε μπροστά στο Μόδεστο, τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα, όταν τον απείλησε με δήμευση της περιουσίας του, εξορία και θάνατο, γιατί δεν ασπάστηκε τον αρειανισμό, να του πει ότι δε φοβάται τίποτε απ’ αυτά, γιατί δεν έχει παρά λίγα παλιά ενδύματα, ενώ οι κακουχίες και ο θάνατος θα τον φέρουν πιο γρήγορα κοντά στο Θεό, πράγμα που επιθυμεί τόσο πολύ.
Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία 49 χρονών. Ο θάνατός του λύπησε χιλιάδες λαού, γιατί είχε χάσει τον προστάτη του, το βοηθό, το συμπαραστάτη του.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Ανατράφηκε με μεγάλη θρησκευτικότητα και γι’ αυτό αγάπησε πολύ την πίστη του και θέλησε να τη βοηθήσει μ’ όλες του τις δυνάμεις.
Σκέφτηκε όμως ότι για να τη βοηθήσει αποτελεσματικά πρέπει να μορφωθεί. Πήγε λοιπόν να πραγματοποιήσει το σκοπό του στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Όταν γύρισε, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Ναζιανζό. Το 378 τον κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη, γιατί είχε επικρατήσει ο Αρειανισμός και η ορθόδοξη πίστη κινδύνευε να καταποντιστεί.
Ελάχιστους ορθοδόξους βρήκε ο Γρηγόριος στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά η ευγλωττία του και η δύναμη του λόγου του βοήθησαν και ενθουσίασαν τους ακροατές του, που κάθε μέρα γίνονταν και περισσότεροι.
Η μεγάλη σοφία, η σύνεση και η θεία πνοή που χαρακτήρισαν του λόγους του έγιναν αιτία να ονομαστούν θεολογικοί, γι’ αυτό ακριβώς και ο ίδιος ονομάστηκε Θεολόγος.
Έγινε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και έλαβε μέρος στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπου το σοφό και διαυγές πνεύμα του έδωσε σπουδαίες συμβουλές και κατευθύνσεις. Αργότερα αποσύρθηκε στην Αριανζό σε μόνωση και ησυχία, όπου και πέθανε σε ηλικία 90 χρονών.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 345 στην Αντιόχεια. Η μητέρα του τον ανέθρεψε με ευσέβεια και φύτεψε στην ψυχή του το σεβασμό και την αγάπη στα διδάγματα του Σωτήρα μας. Προοριζόταν για το νομικό στάδιο και διδάχτηκε ρητορική και φιλοσοφία.
Λίγο καιρό ήταν δικηγόρος ο Ιωάννης, αν και ήταν πράγματι φοβερός στο λόγο. Γρήγορα άφησε το επάγγελμα αυτό για να ζήσει τη ζωή του ασκητή για κάποια χρόνια. Επιστρέφοντας στην Αντιόχεια χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος.
Εκεί διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη φιλανθρωπία, το πνεύμα, αλλά περισσότερο για την εξαιρετική ευγλωττία του, που γινόταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστη αφού τη σφράγιζε και της έδινε πνοή ο Λόγος του Θεού, που τόσο πιστά υπηρετούσε. Οι λόγοι του προκαλούσαν ρίγη ενθουσιασμού. Από το στόμα του έρρεαν ποταμοί μέλιτος.
Θεωρείται ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας της ορθοδοξίας, γι’ αυτό ακριβώς και ονομάστηκε Χρυσόστομος. Σε λίγο η φήμη του είχε φτάσει πολύ μακριά. Γρήγορα τον κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος.
Ως αρχιεπίσκοπος έδειξε αγάπη και τόλμη εξαιρετική. Οργάνωσε συσσίτια, στα οποία κάθε μέρα μοιραζόταν φαγητό σε 7000 φτωχούς.
Προσπάθησε επίσης να σταματήσει τα έργα του σκότους που συνέβαιναν στους κόλπους της Εκκλησίας και του κράτους. Με την ευφράδεια του λόγου του καυτηρίαζε το ίδιο κληρικούς και πολίτες και δε δίστασε να ελέγξει και την ίδια την αυτοκράτειρα Ευδοξία για την παράνομη ζωή που ζούσε.
Οργίστηκε λοιπόν η Ευδοξία και έπεισε τον αυτοκράτορα να εξορίσουν τον Ιωάννη. Φοβήθηκαν όμως την οργή του λαού, που υπεραγαπούσε τον Ποιμένα του και ανακάλεσε τη διαταγή.
Ωστόσο ο Ιωάννης με θάρρος και παρρησία δεν έπαψε να στρέφεται εναντίον κάθε παραβάτη και έτσι δημιούργησε εχθρούς ισχυρούς, που αυτή τη φορά κατάφεραν να τον εξορίσουν. Από τις πολλές ταλαιπωρίες όμως και κακουχίες πέθανε στο δρόμο για την εξορία το 407.
Αυτοί υπήρξαν οι μεγάλοι της Εκκλησίας μας διδάσκαλοι, που με τα φωτισμένα τους πνεύματα είχαν πολύ σωστά αντιληφθεί ότι για να αλλάξει η ανθρωπότητα πρέπει να δοθεί έμφαση στην παιδεία.
Αυτή ήταν η αρχή και η βάση μιας φωτισμένης κοινωνίας, όπως την οραματίστηκαν και όπως θέλησαν να την πλάσουν. Αυτοί οι φωστήρες του Πνεύματος τιμούνται σήμερα απ’ όλο το χριστιανικό κόσμο για την όντως τόσο πολύτιμη προσφορά τους.
Η Εκκλησία μας όρισε να τους τιμάει και τους τρεις μαζί έπειτα από ένα παράδοξο γεγονός που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη τον 11ο αιώνα. Οι Χριστιανοί είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες, οι οποίες φιλονικούσαν και μάλωναν μεταξύ τους.
Η μια μερίδα ήταν οι Βασιλίτες, αυτοί δηλαδή που θαύμαζαν το Βασίλειο και έλεγαν ότι αυτός υπήρξε ο σπουδαιότερος άγιος.
Η άλλη μερίδα ήταν οι Γρηγορίτες, που θεωρούσαν το Γρηγόριο τον πιο μεγάλο πατέρα της Εκκλησίας και η τρίτη μερίδα ήταν οι Ιωαννίτες, που θαύμαζαν και θεωρούσαν σπουδαιότερο πατέρα το Χρυσόστομο, γιατί υπήρξε γλυκύτατος και φωτισμένος στο λόγο.
Πολλές φορές αγρίευαν οι Χριστιανοί των διαφόρων μερίδων και δημιουργούσαν δυσάρεστες καταστάσεις.
Την εποχή εκείνη ζούσε κάποιος άγιος επίσκοπος, ο Ιωάννης, ο οποίος θλιβόταν πολύ βλέποντας αυτή την κατάσταση των Χριστιανών, γιατί δεν ήθελε να είναι οι Χριστιανοί χωρισμένοι και μαλωμένοι. Μια νύχτα είδε ένα παράξενο όραμα: Είδε να κατεβαίνουν από τον ουρανό οι Τρεις Ιεράρχες ενωμένοι και αγαπημένοι.
Είπαν λοιπόν στον έκθαμβο επίσκοπο: «Όπως βλέπεις, είμαστε και οι τρεις μαζί ενωμένοι στον ουρανό και δοξασμένοι κοντά στο Θεό. Τίποτε δε μας χωρίζει. Έτσι θέλουμε να είμαστε και στη γη.
Να βρεις λοιπόν τους Χριστιανούς και να τους πεις να μονοιάσουν. Να σταματήσουν οι φιλονικίες και οι τσακωμοί, που φέρνουν μεγάλο κακό στις ψυχές και στην κοινωνία και να είναι αγαπημένοι. Εμείς όσο ζούσαμε διδάσκαμε την αγάπη, γιατί μόνο αυτή κάνει όμορφη τη ζωή». Αυτά είπαν και εξαφανίστηκαν.
Ο επίσκοπος Ιωάννης την άλλη μέρα έκανε ακριβώς όπως του είπαν. Κάλεσε τους χριστιανούς, τους είπε την επιθυμία των αγίων και όρισε την 30η Ιανουαρίου να τιμούνται μαζί, αφού και οι τρεις γιορτάζουν και μεμονωμένα μέσα στον Ιανουάριο.
Έτσι ο μήνας θα σφραγίζεται με την κοινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών, που δεν υπήρξαν απλώς τρεις άνθρωποι με αίγλη και δόξα, αλλά τρεις ήλιοι, τρεις φωστήρες που φωτίζουν ολόκληρη την οικουμένη.
Χίλια πεντακόσια χρόνια και περισσότερο πέρασαν από τότε που έφυγαν από τον κόσμο αυτό, κι όμως τα άστρα τους δεν έδυσαν, το φως τους δεν εξαφανίστηκε. Τα ονόματά τους είναι πασίγνωστα.
Αυτούς λοιπόν αξίζει να μιμούμαστε και να έχουμε όλοι και ιδιαίτερα οι νέοι προστάτες στη ζωή, αυτούς και όχι τα ψευτοαστέρια της τηλεόρασης και της μπάλας, που βαδίζουν προς τη δύση, καθώς ύστερα από λίγο καιρό θα εξαφανιστούν από το στερέωμα της επικαιρότητας και το όνομά τους θα λησμονηθεί.
Ας βάλουμε λοιπόν τους αγίους μας οδοδείχτες στη ζωή μας, γιατί από τότε μέχρι σήμερα μας δείχνουν το σωστό δρόμο προς τον ουρανό, και ας γίνουμε όχι μόνο των λόγων τους εραστές, αλλά και προπάντων των έργων τους μιμητές. Γιατί γιορτή αγίου σημαίνει μίμηση αγίου.